Οι μικρές αντανακλάσεις ενός γαλήνιου κόσμου φωτίζουν τον ορίζοντα και τη θάλασσα, τα μονοπάτια και τα δέντρα που μένουν ασάλευτα τις φωτεινές νύχτες, τα ήσυχα, γραφικά και άγνωστα λιμανάκια της Μεσογείου λάμπουν μέσα από μικρές, προσεχτικές πινελιές. Σαν να ξεπλένονται όλα μέσα από μια τελετουργία σχολαστικής σύλληψης στο μεσογειακό φως και στα μέρη που ανακάλυψαν οι εικαστικοί οι οποίοι έφτασαν, ακολουθώντας τη μεσογειακή ακτογραμμή, στο Λαβαντού, την Κολιούρ, το Κασί, το Σεν-Τροπέ, την Αντίμπ, τη Μασσαλία, την Καβαλιέρ, το Αγκέ, το Αντεόρ. Υπάρχει ένας τρόπος να βλέπεις τα έργα αυτά από απόσταση, όταν οι μικρές πινελιές θολώνουν κάπως, τα χρώματα ακουμπάνε το ένα το άλλο, κερδίζουν μια περιοχή και σβήνουν στον ορίζοντα και τη γη· κι ένας άλλος, που πλησιάζεις και βλέπεις ψηφίδα-ψηφίδα το χρώμα να ξεχωρίζει και να δημιουργεί τους όγκους και το εσωτερικό φως, να λαμπυρίζει σχεδόν ανεξήγητα. Αξίζει να προσέξει κανείς αυτή την πινελιά που μπορεί να έφυγε γρήγορα από την πρωτοπορία της εποχής της, αλλά άνοιξε άλλους δρόμους, σε επόμενους καλλιτέχνες, πιο τολμηρούς ίσως, που οδήγησαν στα κινήματα του 20ού αιώνα.
Η έκθεση «Νεοϊμπρεσιονισμός και Μεσόγειος» στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή αποτελεί ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στο κίνημα του νεοϊμπρεσιονισμού, εστιάζοντας στην περιοχή της Μεσογείου. Από αυτά τα μέρη προέρχονται τα 55 έργα της έκθεσης των Paul Signac, Henri-Edmond Cross, Maximilien Luce, Théo van Rysselberghe, Henri Matisse, Henri Manguin και Louis Valtat, εκεί γεννήθηκαν από την ένωση του μεσογειακού φωτός με τη διάθεση των καλλιτεχνών να αφήσουν το Παρίσι, να ταξιδέψουν σε πιο ήσυχα μέρη και απερίσπαστοι να μελετήσουν το φως και το χρώμα, μεταφέροντάς τα στον καμβά τους με τη μεγαλύτερη ακρίβεια.
Πολλοί κριτικοί τέχνης και φίλοι ζωγράφοι, ανάμεσα σε αυτούς και ο Camille Pissarro, προλέγουν το τέλος του καλλιτεχνικού κινήματος του νεοϊμπρεσιονισμού, το οποίο ερμηνεύουν, εσφαλμένα, ως ένα εφήμερο και ατίθασο παρακλάδι του ιμπρεσιονισμού.
Ο όρος «νεοϊμπρεσιονισμός» προτάθηκε αρχικά από τον Γάλλο κριτικό τέχνης Félix Fénéon, ο οποίος θέλησε να κάνει τον συσχετισμό με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού, τονίζοντας με το πρόθεμα «νεο-» τις διαφορές των δύο τάσεων. Ο όρος επικράτησε έναντι του χαρακτηρισμού «division» («διαίρεση» ή «ντιβιζιονισμός») που υπερασπιζόταν ο Signac, όπως και έναντι του πουαντιγισμού, που άρχισε σταδιακά να εμφανίζεται στις εφημερίδες, αλλά κρίθηκε ακατάλληλος από τους καλλιτέχνες του κινήματος, καθώς περιέγραφε αποκλειστικά τη διαδικασία (ο συγκεκριμένος όρος ωστόσο χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι σήμερα).
Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα γινόταν σε αυτό το κίνημα και πώς θα είχε εξελιχθεί αν ο πρωτεργάτης, ο θεμελιωτής του νεοϊμπρεσιονισμού Georges Seurat δεν είχε πεθάνει στα 31 του χρόνια, το 1891. Ο Thandée Natanson γράφει πως αν ήταν θρησκεία ο νεοϊμπρεσιονισμός, ο Seurat θα ήταν ο μεσσίας της και ο Signac ο προφήτης της.
Πολλοί κριτικοί τέχνης και φίλοι ζωγράφοι, ανάμεσά τους και ο Camille Pissarro, προλέγουν το τέλος αυτού του καλλιτεχνικού κινήματος, το οποίο ερμηνεύουν, εσφαλμένα, ως ένα εφήμερο και ατίθασο παρακλάδι του ιμπρεσιονισμού. Στην πραγματικότητα, ο θάνατος του Seurat επισφραγίζει το κλείσιμο του πρώτου κεφαλαίου του νεοϊμπρεσιονισμού. Ένα δεύτερο κεφάλαιο θα ανοίξει πολύ σύντομα, μακριά από το Παρίσι, στις ακτές της Μεσογείου. Και ο Signac, επικεφαλής πλέον της ομάδας, την οδηγεί προς νέους ορίζοντες, τόσο γεωγραφικούς όσο και καλλιτεχνικούς.
Ο Signac έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στη νεοϊμπρεσιονιστική τεχνική, το βλέπει κανείς και στα παραπάνω από είκοσι έργα του που εκτίθενται στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή. Η εικαστική του διαδρομή ακολουθεί τη μαλακή ακτογραμμή της Μεσογείου, τηρώντας τη συμβουλή του Edmont Cross, που ήταν ο πρώτος ο οποίος ανακάλυψε τις μεσογειακές ακτές το 1883 όταν αναζήτησε ένα απομονωμένο μέρος μακριά από την επέλαση της βιομηχανίας και του τουρισμού, και το 1891 εγκαταστάθηκε στο Καμπασόν, κοντά στο Λαβαντού, και κατόπιν οριστικά στο Σεν-Κλερ.
Η Μονμάρτρη και η καρδιά του νεοϊμπρεσιονισμού
Ο Paul Signac προερχόταν από μια μεσοαστική παρισινή οικογένεια και πέρασε τα πρώτα του χρόνια στη Μονμάρτρη, σε ένα ακμάζον καλλιτεχνικό περιβάλλον. Οι γονείς του τον ενθάρρυναν να παρακολουθεί την εικαστική κίνηση και την αβανγκάρντ κουλτούρα που ανθούσε στα στενά δρομάκια της παρισινής συνοικίας· ο νεαρός Signac εντυπωσιάστηκε γρήγορα από το έργο των ιμπρεσιονιστών και την αισθητική τους. Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μητέρα του μετακόμισε στο καινούργιο τότε προάστιο του Παρισιού, το Asnières.
Η περιοχή δεν άρεσε στον Signac που επέστρεψε στη Μονμάρτρη και νοίκιασε ένα δωμάτιο. Έτσι μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ του Asnières και του Παρισιού. Ωστόσο το Asnières παρείχε πλούσια θεματολογία για τα πρώιμα έργα του· την ίδια περίοδο άρχισε να ασχολείται με την ιστιοπλοΐα. Το πρώτο σκάφος, που απέκτησε στα 16 του, ήταν ένα κανό που ονόμασε «Manet Zola Wagner» από τα τρία είδωλά του στη ζωγραφική, στη λογοτεχνία και στη μουσική αντίστοιχα. Στη Μονμάρτρη κάνει φιλίες με ζωγράφους και μπαίνει σε λογοτεχνικούς κύκλους, συναναστρέφεται τους κριτικούς Gustave Kahn και Félix Fénéon – πολλοί απ' όσους γνώρισε εκείνα τα πρώτα χρόνια αργότερα έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές του έργου και του στυλ του.
Οι πρώτοι του πίνακες χρονολογούνται την περίοδο 1881-1882, ήταν μόλις 18 ετών. Πέραν του ότι είχε λάβει κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση στο στούντιο του ζωγράφου Émile Bin, κάνοντας μαθήματα δωρεάν, ήταν σχεδόν αυτοδίδακτος. Βυθίστηκε στη μελέτη των πινάκων κορυφαίων ιμπρεσιονιστών, συμπεριλαμβανομένων των Monet, Μanet, Caillebotte και Degas. Ένα από τα αγαπημένα του μέρη για ζωγραφική ήταν μια παραλιακή πόλη, το Port-en-Bessin, της οποίας οι απεικονίσεις από το 1883 αντικατοπτρίζουν την επιρροή των έργων που είχε δει στην έκθεση του Monet σε μια γκαλερί στην Boulevard de la Madeleine.
Μέχρι τότε είχε υιοθετήσει πλήρως το ιμπρεσιονιστικό στυλ. Το 1884, στο πρώτο Salon des Artistes Indépendants, συναντήθηκε με τον Georges Seurat. Στην πρωτοποριακή αυτή έκθεση συμμετείχαν μελλοντικοί νεοϊμπρεσιονιστές όπως ο Dubois-Pillet, ο Henri Edmond Cross και ο Charles Angrand. Με τον Seurat έγιναν φίλοι, μοιράζονταν τη χρωματική θεωρία του Michel-Eugène Chevreul καθώς και θεωρίες σχετικά με την οπτική, μεταξύ άλλων σε σχέση με την τέχνη και την αισθητική.
Τον Οκτώβριο του 1885, ο Seurat άρχισε να τελειοποιεί τη μέθοδο του οπτικού μείγματος, τοποθετώντας μικρές κουκκίδες καθαρής χρωστικής ουσίας δίπλα-δίπλα, απευθείας στην επιφάνεια του καμβά, αφήνοντας στη συνέχεια το μάτι να τις αναμειγνύει. Είχε αρχίσει ήδη να φτιάχνει τον διάσημο πλέον πίνακά του, «A Sunday afternoon on the island of La Grande Jatte» (1884-86). Τόσο ο Signac όσο και ο Seurat προσκλήθηκαν να παρουσιάσουν τα έργα τους, όλα φτιαγμένα με το νέο στυλ, στην όγδοη και τελευταία έκθεση των ιμπρεσιονιστών, αν και υπήρξαν αντιρρήσεις σχετικά από τον Eugene Manet, αδερφό του Édouard και σύζυγο της Berthe Morisot, και από τον Degas. Τελικά παρουσίασαν τη δουλειά τους και η κριτική ανταποκρίθηκε θετικά. Η φιλία τους διήρκεσε δέκα χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Seurat.
Η ανακάλυψη των ακτών της Μεσογείου
Ο Signac γνώρισε τον Vincent van Gogh στο Παρίσι το 1886 και οι δύο καλλιτέχνες ανέπτυξαν φιλική σχέση, πηγαίνοντας συχνά μαζί σε τοποθεσίες όπως το Asnières, για να ζωγραφίσουν τόσο εσωτερικούς χώρους όσο και εξωτερικές σκηνές. Έναν χρόνο αργότερα ο Signac επισκέπτεται το μικρό λιμάνι της Κολιούρ, στα ανατολικά των Πυρηναίων, και κάνει μια σειρά θαλασσογραφίες. Το 1889 επισκέπτεται το Κασί, έχοντας κάνει προηγουμένως μια στάση στην Άρλ για να επισκεφθεί τον Van Gogh που νοσηλευόταν μετά τον αυτοακρωτηριασμό του. Μετά τον θάνατο του Seurat, συντετριμμένος, γράφει στον Edmond Cross ότι θέλει να βρει μια ήσυχη γωνιά για να ζωγραφίζει και ένα καλό λιμανάκι για την Olympia, το σκάφος του, που ονόμασε έτσι αποτίοντας φόρο τιμής στον Manet.
Ζωγραφίζει εν τω μεταξύ, και το νεοϊμπρεσιονιστικό στυλ του έχει γίνει πιο χαλαρό, πιο εκφραστικό και πολύχρωμο. Παθιασμένος με την ιστιοπλοΐα, ακολουθώντας την προτροπή του Cross που ζει στο Σεν-Κλερ, κοντά στο Λαβαντού, και το θεωρεί το ωραιότερο μέρος στον κόσμο, κατευθύνεται προς το Σεν-Τροπέ, που καμία σχέση δεν έχει με το μετέπειτα κοσμοπολίτικο μέρος, το αλωμένο από τον τουρισμό, τους κοσμικούς και τους σταρ, και αποφασίζει να εγκατασταθεί εκεί. Γράφει στη μητέρα του ότι πλέει σε πελάγη ευτυχίας και ότι σε απόσταση πέντε λεπτών από την πόλη ανακάλυψε ένα καλύβι, χαμένο μέσα σε πεύκα και τριαντάφυλλα, τη διάσημη La Ramade, ένα ονειρεμένο καταφύγιο. Ο Signac, σύμφωνα με τον θρύλο, έφτασε από τη Βρετάνη στη Μεσόγειο με το ιστιοπλοϊκό του και μπήκε στο λιμάνι του Σεν Τροπέ τον Μάιο του 1892, μανουβράροντας με μεγάλη μαεστρία το σκάφος του και εντυπωσιάζοντας τους ηλικιωμένους θαλασσόλυκους που τον παρακολουθούσαν.
Καθώς τα υλικά ζωγραφικής που ήθελε αργούσαν να φτάσουν από το Παρίσι, δοκιμάζει την ακουαρέλα που του προσφέρει μια ρευστότητα και ελευθερία αντίθετα από τη μέχρι τότε δουλειά του με τα λάδια. Αργότερα, όταν πια έχει αποφασίσει ότι αυτός είναι «ο τόπος του», αγοράζει την έπαυλη La Hune, που σύντομα θα γίνει τόπος συνάντησης ζωγράφων που διερευνούν το χρώμα. Από το 1892 μέχρι το 1895 ο Signac ζωγραφίζει αποκλειστικά τις ομορφιές του Σεν-Τροπέ.
Στο σπίτι του κατασκεύασε ένα μεγάλο στούντιο, το οποίο ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1898. Εκεί ο καλλιτέχνης παρήγαγε μερικά από τα πιο πολύχρωμα και διάσημα έργα του νεοϊμπρεσιονιστικού στυλ, ιδιαίτερα έργα με σκάφη, παραλίες και θαλασσινά τοπία, τα αριστουργήματα της πλούσιας παραγωγής του. Τα καλοκαίρια καλούσε τους φίλους του στο Σεν-Τροπέ γιατί ο Signac δεν ήταν μόνο ο «φάρος» των νεοϊμπρεσιονιστών αλλά και ο θεωρητικός του κινήματος. Ζούσε σε έναν τόπο που τον μάγευε και τον ενέπνεε, σε ένα σπίτι που έσφυζε από ζωή, ανάμεσα σε καλλιτέχνες που έμεναν τα καλοκαίρια μαζί του και εμπνέονταν από το δυνατό φως και την ήμερη φύση.
Οι μαγικές ακουαρέλες του Signac
Ο Signac καταπιάστηκε με την ακουαρέλα μετά την προτροπή του Pissaro και αρχικά δυσκολεύτηκε πολύ να δαμάσει το μέσο, ωστόσο, μέσα από αυτή την τεχνική κατάφερε να απελευθερωθεί από τους καταναγκασμούς του ντιβιζιονισμού, να συλλάβει τη στιγμή και όχι μόνο να την απαθανατίσει. Οι ακουαρέλες του είναι ολοκληρωμένα έργα, απελευθερωμένα από τον ρεαλισμό. Στο Σεν-Τροπέ άρχισε να προτιμά την ακουαρέλα, μια τεχνική που του επέτρεπε να δουλεύει με χρώμα σε εξωτερικούς χώρους. Ο Signac αναδεικνύεται πλέον σε κορυφαίο υδατογράφο, ικανό να απαθανατίζει με σπάνιο ταλέντο τις ομορφιές της στιγμής, στις οποίες έδιναν μεγάλη σημασία οι ιμπρεσιονιστές.
Πολύ σύντομα οι ακουαρέλες του, που επέμενε να τις εκθέτει μαζί με τους πίνακές του, προσελκύουν τους λάτρεις της ζωγραφικής. Επιπλέον, η τεχνική της ακουαρέλας τού προσφέρει τη δυνατότητα να ταξιδεύει με ελαφρύτερο εξοπλισμό και να κάνει όλο και περισσότερες σπουδές έργων. Στη La Hune, από το 1895 και μετά, φιλοτεχνεί τους πίνακες που του εμπνέουν αυτές οι σπουδές. Ως λάτρης της ιστιοπλοΐας ταξιδεύει με το μικρό του σκάφος σε όλα σχεδόν τα λιμάνια της Γαλλίας, στην Ολλανδία και γύρω από τη Μεσόγειο μέχρι την Κωνσταντινούπολη, κάνοντας ζωντανές, πολύχρωμες ακουαρέλες, σκιαγραφημένες γρήγορα, εκ του φυσικού. Από το 1910 η ακουαρέλα είχε σίγουρα προτεραιότητα έναντι των ελαιογραφιών του.
Ο ρυθμός της καλλιτεχνικής παραγωγής του δεν σταμάτησε καθώς μεγάλωνε. Ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα εξακολουθούσε να δημιουργεί τέχνη, ακουαρέλες, ελαιογραφίες και σχέδια. Το 1902 εξέθεσε πάνω από 100 ακουαρέλες στο Maison de l'Art Nouveau, στην γκαλερί του Siegfried Bing στο Παρίσι. Μέχρι το 1911 η ακουαρέλα είχε γίνει το βασικό του μέσο· εξέθεσε και πάλι μια μεγάλη σειρά με τίτλο «The Bridges of Paris» στο διάσημο Bernheim-Jeune, επίσης στο Παρίσι. Πήγε στην Αντίμπ το 1915, όπου διορίστηκε Peintre Officiel de la Marine (Επίσημος Ναυτικός Ζωγράφος). Για τον Signac, το να ζεις σήμαινε να ζωγραφίζεις και το να ζωγραφίζεις να ζεις. Δεν σταμάτησε ποτέ να παράγει τέχνη. Ξεκίνησε μία ακόμα σειρά από πίνακες των γαλλικών λιμανιών το 1929.
Ο Signac πέθανε στις 15 Αυγούστου 1935, σε ηλικία 71 ετών, από σηψαιμία. Συνέβαλε όσο λίγοι στην απελευθέρωση των καλλιτεχνών και της τέχνης από τις παραδοσιακές ιεραρχίες και συμβάσεις που επιβλήθηκαν από την Ακαδημία και τα Salons. Όσον αφορά την καλλιτεχνική του παραγωγή και τη ριζική καινοτομία που έφερε, ο Signac είχε τεράστια επιρροή στον Henri Matisse και στον André Derain, τους φοβιστές που τροποποίησαν την τεχνική του και μιμήθηκαν τη χρήση φωτεινών, εξαιρετικά εκφραστικών χρωμάτων. Ως πρόεδρος της Societé des Artistes Independants από το 1908 μέχρι τον θάνατό του, ενθάρρυνε νεότερους καλλιτέχνες (ήταν ο πρώτος που αγόρασε πίνακα του Matisse), εκθέτοντας τα αμφιλεγόμενα τότε έργα των φοβιστών και των κυβιστών.