Ζητείται «γιαγιά»

Ζητείται «γιαγιά»: Πώς η αορατότητα των ηλικιωμένων βολεύει στην ανατροφή παιδιών Facebook Twitter
Το ζήτημα της απόλυτης συνεξάρτησης της ελληνικής οικογένειας δεν τελειώνει με τη νέα γυναίκα που αναμένεται να θυσιαστεί στον βωμό της φροντίδας των ηλικιωμένων. Φυσική συνέχειά του είναι η δόμηση της «γιαγιάς». Φωτ.: Skiathos Greece/ Unspalsh
0


«ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΞΕΧΝΑ ΤΗ. Δεν θέλει να καταλάβει ότι έχει εγγόνια». 

Στην αποβάθρα του μετρό, ασθμαίνοντας για σήμα, μια γυναίκα εξηγεί δυνατά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την ανατροφή των παιδιών της. 

«Της το εξήγησα, μου είπε ότι θα είναι εκδρομή εκείνη την εβδομάδα. Όχι, δεν μπορεί τα απογεύματα. Πάει σεμινάριο». Ο εκνευρισμός είναι έκδηλος και δεν είναι μόνος. Το πρόσωπο, ιδίως το μέτωπο, τα φρύδια, είναι ντυμένο με ένα αίσθημα αδικίας. 

Μιλάμε ολοένα και περισσότερο για την τυραννία που υπομένουν τα παιδιά –ιδίως οι κόρες–, να φροντίζουν τις υπερήλικες μητέρες και πεθερές, να γίνονται νοσοκόμες και τροφοί πατεράδων και πεθερών. Μιλάμε για οίκους ευγηρίας, την κοινωνική ντροπή τού «να πετάξεις τη μάνα σου στο γηροκομείο», γράφουμε κατεβατά για κάτι τόσο κοινό που πάντοτε βιώνεται ως τραγικό. Καιρός ήταν. 

Το ζήτημα της απόλυτης συνεξάρτησης της ελληνικής οικογένειας δεν τελειώνει με τη νέα γυναίκα που αναμένεται να θυσιαστεί στον βωμό της φροντίδας των ηλικιωμένων. Φυσική συνέχειά του είναι η δόμηση της «γιαγιάς», ενός κοινωνικού κατασκευάσματος που αποτελείται από απουσία ενόχλησης και ικανότητα άπειρου, σωστού δοσίματος.

Η «γιαγιά» είναι ένα πλάσμα ανθρωπόμορφο που βρίσκεται «εκεί», έχει απαντήσεις σε ερωτήσεις που τυραννούν τους γονείς, φροντίζει το σπίτι και παράγει ντολμαδάκια, γεμιστά κολοκυθάκια, πίτες και σουτζουκάκια. Βασικό χαρακτηριστικό της «γιαγιάς» είναι ότι δεν έχει εαυτό.

Η γυναίκα αυτή στο μετρό δεν είναι η μόνη. Σαν μικρές ψηφίδες που θα 'ρθουν να σχηματίσουν την εικόνα ενός νέου προβλήματος, σχόλια για τις απογοητευτικές γιαγιάδες ακούω όλο και πιο συχνά. Μπορεί να είναι κάτι μικρό, όπως «ευτυχώς βρήκαμε νταντά γιατί η μητέρα του άλλαξε γνώμη τελευταία στιγμή». Μπορεί να είναι κάτι μεγαλύτερο, όπως η τελειωτική ρήξη μιας γονεϊκής σχέσης επειδή η γιαγιά δεν ανέλαβε τον ρόλο που είχε υποσχεθεί όταν η κόρη έφερε το παιδί στον κόσμο. Πάντως, κάτι συμβαίνει. 

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η «γιαγιά» αντικαθίσταται από τη «γυναίκα». Και αυτοί οι δύο ρόλοι, στην καθαρή τους μορφή, είναι ακόμα νερό και λάδι. 

Η «γιαγιά» είναι ένα πλάσμα ανθρωπόμορφο που βρίσκεται «εκεί», έχει απαντήσεις σε ερωτήσεις που τυραννούν τους γονείς, φροντίζει το σπίτι και παράγει ντολμαδάκια, γεμιστά κολοκυθάκια, πίτες και σουτζουκάκια. Βασικό χαρακτηριστικό της «γιαγιάς» είναι ότι δεν έχει εαυτό. Δεν έχει ένα Εγώ οριοθετημένο. Υπάρχει ως ον που ναι μεν φέρει αγάπη και φροντίδα, αλλά αυτές βρίσκονται πάντα σε μια θέση «υπηρετική» των παιδιών. Η ύπαρξη του άλλου γνωστού είδους «γιαγιάς», της κοσμικής, καλοντυμένης, αρωματισμένης, που φροντίζει τον εαυτό της και «τους κάνει όλους ό,τι θέλει», έρχεται πάντα να υπογραμμίσει τον κανόνα. Αν και εξαιρέσεις, στις φιγούρες αυτών των γυναικών ψηλαφίζουμε νεογιλές τις αξίες που αρχίζουν αληθινά να διαμορφώνονται σήμερα. 

Ποιος πρέπει να θυσιαστεί για να λειτουργήσει μια κοινωνία; Ποιες ομάδες ανθρώπων είναι αυτές που χρειάζεται να «υπάρχουν λιγότερο» για να ευτυχήσουμε όλοι οι άλλοι; 

Στο βιβλίο της «Who cooked Adam Smith’s Dinner» η Κατρίν Μάρσαλ ταυτοποιεί το «αόρατο χέρι της αγοράς»: είναι το γυναικείο. Το ερώτημα αυτό, που στη φεμινιστική θεωρία διατυπώνεται και ως «ποιος έπλενε τις κάλτσες του Καντ», στην ουσία μεταφράζεται ως «ποιες είναι αυτές που πλένουν, σιδερώνουν, μαγειρεύουν, κρατάνε το σπίτι για να μπορέσει το άτομο-άντρας να σκεφτεί, να διανοηθεί, να παραγάγει και, εν τέλει, σε ποιων τις πλάτες λειτουργεί η κοινωνία όλη;». Για τη συγγραφέα, η σύζυγος που έμεινε στο σπίτι είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία του συζύγου και κατ’ επέκταση ολόκληρης της οικονομίας. Το χέρι, γράφει και εγώ ερμηνεύω, δεν είναι αόρατο για μας. Απλώς το πρόσωπο που το φέρει μάς είναι αδιάφορο. 

Τώρα που συζητάμε περισσότερο για την πολιτική της φροντίδας και τα παρελκόμενά της, τώρα που έχουμε κάπως καταλάβει ότι μια γυναίκα έχει δύο δουλειές, μία στο γραφείο και μία στο σπίτι, τώρα που τα γυναικεία ζητήματα μπαίνουν μπροστά στον δημόσιο διάλογο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, είναι κρίσιμο αυτό: να μην αφήσουμε πίσω τις γυναίκες εκείνες που κρίνουμε πως εκπίπτουν από τη γυναικεία ταυτότητα μόλις συνταξιοδοτηθούν. 

Περνάμε κάποια μικρή κρίση και είναι σημαντικό να την αναγνωρίσουμε. Ζητήματα ταυτοτικά, μνήμες προσωπικές έρχονται να αλλάξουν υφή. Η φεμινιστική πολιτικοποίηση έχει το άχαρο στοιχείο ότι μετατρέπει μνήμες αγάπης και φροντίδας σε καταπίεση. Η γεύση του φαγητού που αγαπήσαμε στιγματίζεται απ’ τον κόπο που καταβλήθηκε χωρίς αναγνώριση. Το νανούρισμα που στήριξε τα μετέπειτα όνειρά μας ντύνεται μ’ έναν συριγμό για το πώς αυτή η γυναίκα ήταν κάθε νύχτα εκεί. Πάνω στην αγάπη, ανοίγει σαν πληγή ένα ερώτημα: τι φτερά χρειάστηκε να κοπούν για να φυτρώσουν τα δικά μου; 

Όταν περνάμε από ένα ιστορικό «έτσι είναι» σ’ ένα «δεν πρέπει να ξαναγίνει έτσι ποτέ», είτε μιλάμε για προίκα, είτε για παιδική εργασία, είτε για καθεστώτα σκλαβιάς, η απουσία μηχανισμών συλλογικού συναισθάνεσθαι οδηγεί απαρέγκλιτα είτε σε εκνευρισμό είτε σε τύψεις. Εκνευρισμό για το προνόμιο που χάνεται απ’ τη μια μεριά, τύψεις για το πώς αθέλητα συμβάλαμε στη ροή της καταπίεσης απ’ την άλλη. 

Στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα, αντί να δημιουργήσουμε πολιτικές που συμπεριλαμβάνουν τις ανάγκες των εργαζόμενων γονέων, αντί να ρυθμίσουμε τους παιδικούς σταθμούς κατά τρόπο που να αρκούν και να είναι οικονομικά προσβάσιμοι, αντί να φροντίσουμε να καταστήσουμε εφικτή την εύκολη σύνδεση των γονέων με επαγγελματίες φύλαξης νηπίων, διαβλέπω έναν πειρασμό: να εκνευριστούμε με τις γιαγιάδες που δεν καταλαβαίνουν ότι για ν’ αλλάξει η κοινωνία και να εργαστούμε μεν, ως γονείς δε, χρειάζεται να συνεχίσουν αγόγγυστα να επιτελούν τον ρόλο τους ως φροντιστριών. 

Ο ρόλος της γυναίκας αλλάζει. Έχουμε αποκτήσει μια οικειότητα με την ηγέτιδα, τη διανοήτρια, την ταξιδεύτρια, την έχουσα χόμπι, πάθη και χαρακτήρα. Η αλλαγή αυτή έχει ένα βάρος κοινωνικό, μια ομάδα αποκτά επιτέλους χώρο. Κι όταν αυτό συμβαίνει, μπορεί τα όσα έκανε αυτή η ομάδα μέχρι τώρα, αντί να γίνουν αντικείμενο διαχείρισης από την πολιτεία και την κοινωνία, να μετακυλιστούν στο επόμενο πιθανό θύμα: στη γιαγιά. 

Έτσι, αυτές οι γυναίκες, εργαζόμενες οι ίδιες ή στη σύνταξη, ενδεχομένως κάποια χρόνια πριν να απαιτήσουν με τη σειρά τους τη φροντίδα των νεότερων, βρίσκονται αντιμέτωπες με το ερώτημα-μαχαίρι: Μα δεν αγαπάς τα εγγόνια σου; 

Και η αλήθεια είναι ότι, όταν «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου», πώς να μην εισπραχθεί το «θέλω να ζήσω τη ζωή μου» σαν «δεν θα σε βοηθήσω να ζήσεις τη δική σου;». 

Στο «The Good Ancestor», o φιλόσοφος Roman Krznaric μας συστήνει το «the grandmother effect» (το φαινόμενο της γιαγιάς). Πρόκειται για τη θεωρία ότι η «γιαγιά», ως ρόλος που αναλαμβάνεται από μια γυναίκα που δεν μπορεί πια να κάνει δικά της παιδιά, συμβάλλει θετικά στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Μεγαλώνοντας τα παιδιά, όχι μόνο δίνει χρόνο στις μητέρες να γεννήσουν κι άλλα ή να ξεκουραστούν απ’ την εγκυμοσύνη, αλλά η παρουσία της έχει συνδεθεί, γράφει ο συγγραφέας, με την ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων του παιδιού. Παρουσιάζει τη γιαγιά ως τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, ως εξελικτική συνθήκη που βοήθησε στην επιβίωση του είδους. 

Αν έχουμε βασιστεί τόσο πολύ στο αόρατο χέρι της γιαγιάς για να γυρίσουν τα κοινωνικά μας γρανάζια, επείγει να καταλάβουμε ότι ο ρόλος αυτός παύει. Όπως δεν περιμένουμε απ’ τη μητέρα να εγκαταλείψει τα εγκόσμια για να κλειστεί στο σπίτι να μεγαλώσει τα παιδιά, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε να περιμένουμε απ’ τη γιαγιά να εγκαταλείψει τη ζωή της για να συνδράμει στην ανατροφή των εγγονιών. 

Αλλά αυτό προϋποθέτει το εξής: να καταλάβουμε ότι η «γιαγιά» είναι γυναίκα. 

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

κωνσταντοπουλου

Βασιλική Σιούτη / Ποιος είναι, τελικά, αξιωματική αντιπολίτευση;

Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν πλέον στη δεύτερη θέση το κόμμα της Πλεύσης Ελευθερίας. Θα διατηρήσει η Ζωή Κωνσταντοπούλου τη δυναμική που απέκτησε; Θα αλλάξει σύντομα πάλι η σειρά των κομμάτων; Το σίγουρο είναι πως η ρευστότητα είναι η νέα πολιτική συνθήκη. 
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Tίτλος: Explainer: Το κίνημα "Cute Winter Boots" και το κριντζ της ψηφιακής πολιτικοποίησης

Explainer / «Cute Winter Boots»: Όσο κι αν το υποτιμάτε, το TikTok παράγει πολιτική

Το hashtag #CuteWinterBoots συγκεντρώνει τους προβληματισμούς των χρηστών για την άνοδο της παγκόσμιας ακροδεξιάς και για τον τρόπο που εφαρμόζεται η δημοκρατία σήμερα. Έχουμε αφήσει πίσω μας για πάντα το «για να συμμετέχω στην πολιτική πάω σε συνελεύσεις και γράφομαι σε κόμμα».
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Τι μας δείχνουν τα πρώτα ίχνη ζωής εκτός της Γης;

Διάστημα / Βρέθηκαν όντως ίχνη εξωγήινης ζωής;

Τι ανακάλυψε ακριβώς το τηλεσκόπιο James Webb; Θα υπάρξει σύντομα κατοικήσιμος πλανήτης; Πόσο κοντά είμαστε στην κατάκτηση του Διαστήματος; Ο αστρονόμος και καθηγητής Φυσικής του Διαστήματος Ξενοφών Μουσάς εξηγεί τι σηματοδοτεί η ανακάλυψη του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει τρίτη θητεία και τα δίνει όλα για να αλλάξει το κλίμα

Βασιλική Σιούτη / Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει τρίτη θητεία και τα δίνει όλα για να αλλάξει το κλίμα

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι θα διεκδικήσει και τρίτη πρωθυπουργική θητεία και τα δίνει όλα με στόχο την άμεση αντιστροφή του αρνητικού πολιτικού κλίματος.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Χριστόφορος Πισσαρίδης: «Με ενοχλεί που η Ελλάδα, σε όλες τις λίστες, βρίσκεται στην τελευταία θέση»

Χριστόφορος Πισσαρίδης / «Με ενοχλεί που η Ελλάδα βρίσκεται παντού στην τελευταία θέση»

Από τον Τραμπ και την AI μέχρι την ελληνική γραφειοκρατία και την παγκόσμια ύφεση, ο νομπελίστας καθηγητής Οικονομικών Σερ Χριστόφορος Πισσαρίδης μιλά στη LIFO για το μέλλον της εργασίας και την απειλή του λαϊκισμού, εξηγώντας γιατί η Ελλάδα χρειάζεται λιγότερο Δημόσιο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Τζέφρι Σακς: «Η κατάληψη των πανεπιστημίων από τον Τραμπ δεν θα πετύχει»

Οπτική Γωνία / Τζέφρι Σακς: «Η κατάληψη των πανεπιστημίων από τον Τραμπ δεν θα πετύχει»

Ο καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Κέντρου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια σχολιάζει στη LiFO τη σύγκρουση που έχει ξεσπάσει μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και των αμερικανικών πανεπιστημίων και πώς βλέπει την επόμενη μέρα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Αθήνα: Τα ηλεκτρικά πατίνια και το χάος της μικροκινητικότητας/ Πώς θα μπει τάξη στο χάος με τα ηλεκτρικά πατίνια στην Αθήνα;/ «Δεν γίνεται να μην έχουμε πατίνια γιατί είναι επικίνδυνο να κυκλοφορήσουν»

Ρεπορτάζ / Τι θα γίνει επιτέλους με τα ηλεκτρικά πατίνια στην Αθήνα;

Τα ηλεκτρικά πατίνια είναι η νέα τάση μετακίνησης στην πόλη αλλά προς το παρόν δημιουργούν αρκετά προβλήματα και προκαλούν αντιδράσεις. Πώς θα μπουν όρια στην άναρχη κυκλοφορία τους και τη στάθμευσή τους και ποιες υποδομές χρειάζονται;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Τα μεγάλα έργα που αλλάζουν τη χώρα: Ποια προχωρούν και ποια καθυστερούν

Ρεπορτάζ / Τα μεγάλα έργα που αλλάζουν τη χώρα: Ποια προχωρούν και ποια καθυστερούν

Νέοι αυτοκινητόδρομοι, νέες γραμμές μετρό, νοσοκομεία, σιδηρόδρομοι, αεροδρόμια. Στις μακέτες όλα φαίνονται φανταστικά. Πότε όμως στ' αλήθεια παραδίδονται, πόσο κοντά στις μακέτες θα είναι η πραγματικότητα; Και ποια οφέλη μπορεί να προσφέρουν στην κοινωνία και την οικονομία;
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Απειλείται η οικονομία από νέο κραχ;

Οπτική Γωνία / Έρχεται νέο παγκόσμιο κραχ;

Εμπορικοί πόλεμοι, γεωπολιτικές απειλές και ο κίνδυνος παγκόσμιας ύφεσης. Πόσο θα επηρεαστεί η Ελλάδα από τη νέα εποχή Τραμπ; Ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, Κώστας Μήλας, μιλά στη LiFO.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μπορεί μια φεμινίστρια να είναι χριστιανή; 

Οπτική Γωνία / Μπορεί μια φεμινίστρια να είναι χριστιανή; 

Υπάρχει τελικά ασυμβίβαστο μεταξύ χριστιανισμού και φεμινισμού; Μπορούν οι δύο ταυτότητες να συνυπάρξουν ή πρόκειται για έναν αδύνατο συνδυασμό; Δύο γυναίκες παραθέτουν τα επιχειρήματα κάθε πλευράς.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Το πράσινο της Αθήνας και τα πάθη του

Ρεπορτάζ / Το πράσινο της Αθήνας και τα πάθη του

Το πράσινο της πόλης μπορεί να είναι περιορισμένο, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις είναι αξιόλογο - και η άνοιξη το φέρνει ξανά στο προσκήνιο, μαζί με τα προβλήματά του. Λύσεις υπάρχουν· το ζητούμενο είναι να εισακουστούν.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ