ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ που αφορά τις διακοπές με ένα μωρό ή ένα νήπιο, κυρίως γιατί δεν είναι διακοπές. Είναι αφορμή για να πας να κουραστείς σε μια άλλη τοποθεσία. Ναι, κι εγώ έχω διαβάσει το κείμενο στους «New York Times» για τους γονείς-θαλασσόλυκους (πόσο υπέροχη λέξη) που πήραν δύο παιδιά κάτω των 4 και πήγαν με ιστιοπλοϊκό στην Αλάσκα.
Εννοείται πως έχω χαζέψει stories στο Ιnstagram με την οικογένεια που έχει το ένα μωρό στον μάρσιπο και το άλλο σε κάποιο χειροποίητο καρότσι από ξύλα και πανιά και κάνουν όλοι μαζί πεζοπορία σε κάποιο δάσος στη Σρι Λάνκα τρώγοντας μάνγκο και χαϊδεύοντας μαϊμούδες. Ακόμα χειρότερα, έχω θαυμάσει αμέτρητες φορές Γάλλους που πάνε διακοπές σε κάποιο κάμπινγκ με ένα τσούρμο ημίγυμνα μωρά με ασορτί φουλάρια που περιφέρονται ελεύθερα κι ευτυχισμένα στην παραλία. Πάντα αναρωτιόμουν πώς το κάνουν να μοιάζει τόσο φυσικό και εύκολο.
Κανείς που έχει νήπιο δεν ξεκουράζεται τα Σαββατοκύριακα. Όλοι περιμένουν την ευλογημένη Δευτέρα που θα γυρίσουν στο γραφείο και με τρεμάμενα χεράκια θα πιάσουν τον καφέ τους, κοιτώντας για λίγα λεπτά τον τοίχο μέσα σε απόλυτη ησυχία.
Δεν θα μιλήσω για τα αμέτρητα συμπράγκαλα που χρειάζεται κανείς τα πρώτα χρόνια που κάνει διακοπές με παιδί (πάνες, γιο γιο, ειδικά στρώματα, μπρατσάκια, παιχνίδια, αποστειρωτές, καρεκλάκι φαγητού) ούτε για τις άπειρες ώρες που αναρωτιέσαι πώς ακριβώς θα ψυχαγωγήσεις ένα δίχρονο την ώρα που έξω έχει 40 βαθμούς. Δεν θα μιλήσω καν για την αϋπνία ή τον προγραμματισμό που θυμίζει excell. Ούτε, φυσικά, αναφέρομαι σε αυτούς που κάνουν διακοπές με βοήθεια ή σε κάποιο ειδικά διαμορφωμένο περιβάλλον για μωρά.
Στις πρώτες διακοπές του ο γιος μου ήταν 11 μηνών. Ξυπνούσε το αργότερο στις 6:30 το πρωί. Τον βουτάγαμε ίσα-ίσα στη θάλασσα τα πρωινά και μετά φεύγαμε άρον-άρον. Όταν τον αφήναμε για λίγο στην αμμουδιά δεν έπαιζε ανέμελα σαν τα ηλιοκαμένα ανεξάρτητα Γαλλάκια με τα φουλάρια αλλά προσπαθούσε με μανία να φάει άμμο και χαλίκια. Επίσης, το ’χε βάλει σκοπό να περπατήσει κι έτσι περάσαμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι σαν ανθρώπινες περπατούρες: σκυφτοί να του κρατάμε τα χέρια για να τον βοηθήσουμε να σταθεί σωστά. Γυρίσαμε στην Αθήνα άυπνοι και με λουμπάγκο.
Στις δεύτερες διακοπές του, το πρώτο βράδυ, κι αφού είχαμε οδηγήσει 6 ώρες στο λιοπύρι, έπαθε λαρυγγίτιδα (ήταν η πρώτη φορά, δεν είχα ιδέα γιατί το παιδί μου έβηχε σαν σκυλάκι) από το air condition και ξύπνησε στις 2:30 το πρωί. Έβηχε περίπου κάθε 10 δευτερόλεπτα. Δεν ξανακοιμήθηκε. Τον βγάλαμε με καρότσι κάτω από μια μεγάλη αριά στην αυλή και γελούσαμε με απόγνωση, πίτα στην κούραση, να αναρωτιόμαστε τι θα κάνουμε. Το ίδιο καλοκαίρι αποφάσισε πως δεν θέλει να κοιμάται σε κούνια πια. Σκαρφάλωνε στα κάγκελα σαν τον Μόγλη και έκανε αεροπλανικά σάλτο μορτάλε. Κατέληξε να κοιμάται σε καναπέδες και ντιβάνια σφηνωμένος με μαξιλάρια και στρώματα για να μην γκρεμοτσακιστεί και πέσει, ενώ κοιμάται.
Τώρα που τα γράφω μου φαίνονται κάπως χαριτωμένα. Και ήταν πράγματι διασκεδαστικά και χαριτωμένα και γεμάτα εκπλήξεις και σφιχτές αγκαλιές. Αλλά ήταν και απίστευτα κουραστικά.
Η ίδια απάτη, πάντως, ισχύει και για τα Σαββατοκύριακα. Όταν οι συνάδελφοί μου στο γραφείο μού εύχονται «καλή ξεκούραση» την Παρασκευή το απόγευμα καγχάζω. Κανείς που έχει νήπιο δεν ξεκουράζεται τα Σαββατοκύριακα. Όλοι περιμένουν την ευλογημένη Δευτέρα που θα γυρίσουν στο γραφείο και με τρεμάμενα χεράκια θα πιάσουν τον καφέ τους, κοιτώντας για λίγα λεπτά τον τοίχο μέσα σε απόλυτη ησυχία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.