Η ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ υπήρξε σημαντική ποιήτρια και μεταφράστρια αλλά και ξεχωριστή περίπτωση ατόμου, σύμφωνα με πάσα μαρτυρία, καταγεγραμμένη πριν από τον θάνατό της. Όπως όμως και για αρκετούς άλλους, το όνομά της είχε συνδεθεί ανεξίτηλα στο μυαλό μου με τη μεταφραστική περιπέτεια του «Φύλακα στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ.
Το βιβλίο το διάβασα στη «σωστή», υποτίθεται, ηλικία, εκεί γύρω στα 17 με 18, όσο δηλαδή είναι και ο αφηγητής του, ο Χόλντεν Κόλφιλντ, ο πληγωμένος (καίτοι προνομιούχος) έφηβος που ξερνάει λαχτάρα, κυνισμό και μοιρολατρία δεξιά κι αριστερά. Ήταν η πρώτη έκδοση του βιβλίου με τη μετάφραση που είχε κάνει η Τζένη Μαστοράκη το 1977, μια δεκαετία πριν πέσει και στα δικά μου χέρια, και με το χαρακτηριστικό –και στη μονοχρωματική ισχύ του, όχι ακριβώς τυπικό για ελληνικές εκδόσεις– ασημένιο εξώφυλλο, «σκέτο» και αυστηρό και συμπαγές, χωρίς καμία εικονογράφηση.
Πέρασαν τα χρόνια και οι «κάλπηδες» παρέμειναν στα βάθη του υποσυνείδητου, μαζί με περίεργα ανέκδοτα, ιδιωτικά αστεία και όρους ενδιαφέροντες και ιδιότροπους που δεν γίνονται ποτέ δόκιμοι.
Δεν είχα, νομίζω, κάποιο διαισθητικό πρόβλημα με τη μετάφραση –ούτε και πρόσεχα τους μεταφραστές–, πέρα από την αίσθηση ότι κάποια στοιχεία αγοραίου ή ιδιωματικού λόγου έμοιαζαν λίγο περίεργα και «παλιακά» κατά τη μεταφορά τους στο ελληνικό λεξιλόγιο. Αυτό όμως που κλοτσούσε –και όχι μόνο σε μένα, όπως θα διαπίστωνα αργότερα, όταν ανακάλυψα ότι επρόκειτο για ένα «κοινό» τραύμα– ήταν ο όρος «κάλπης» ή «κάλπηδες» που ήταν η ελληνική απόδοση του αγγλικού “phony”, λέξη που διαρκώς χρησιμοποιούσε μετά βδελυγμίας ο Χόλντεν κατά πάντων, δικαίων και αδίκων.
Την ίδια εποχή περίπου με τον «Φύλακα στη σίκαλη» διάβασα κι άλλο ένα ποικιλοτρόπως σημαδιακό και καθοριστικό λογοτεχνικό έργο σε δική της μετάφραση: τις «Απόψεις ενός κλόουν» του Χάινριχ Μπελ. Και μόνο αυτά τα δύο καθιστούν τη «φωνή» της απείρως σημαντική στην εξέλιξή μου, ως αναγνώστη και όχι μόνο.
Εκ των υστέρων, θα ανακάλυπτα ότι και η ίδια η Τζένη Μαστοράκη είχε αρχικά σκοντάψει στην απόδοση εκείνου του όρου: «Εκεί ρισκάρισα με το έμμονο “phony” του Σάλιντζερ», θα έλεγε σε μια συνέντευξή της. «Κατέφυγα με μεγάλο δισταγμό στη λέξη “κάλπης”, που ούτε τη λέγαμε τότε ούτε είχε τύχει να την ακούσω από παλαιοτέρους. Η λέξη πέρασε και δεν ήταν μόνο η καλή μου τύχη. Ήταν, κυρίως, η τεράστια δύναμη αυτού του βιβλίου».
Πέρασαν τα χρόνια και οι «κάλπηδες» παρέμειναν στα βάθη του υποσυνείδητου, μαζί με περίεργα ανέκδοτα, ιδιωτικά αστεία και όρους ενδιαφέροντες και ιδιότροπους που δεν γίνονται ποτέ δόκιμοι. Μέχρι που μου τους θύμισε η προ δεκαετίας απόφασή της όχι μόνο να ξαναπιάσει από την αρχή την «καταραμένη» νουβέλα του Σάλιντζερ αλλά να της δώσει και διαφορετικό τίτλο από αυτόν που είχαμε μάθει και έμοιαζε χαραγμένος στην πέτρα.
Η ίδια δικαιολόγησε τον νέο τίτλο, αλλά κανένα τεκμήριο δεν μπορούσε να τον διασώσει. Μπορεί η νέα μετάφραση να ήταν εξαιρετική αλλά ο τίτλος («Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης») έμοιαζε εντελώς αποτρεπτικός. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ τι απέγιναν οι «κάλπηδες» της πρώτης, και ιστορικής εκ των πραγμάτων, ελληνικής έκδοσης του βιβλίου (το οποίο επέστρεψε στον αρχικό του τίτλο σε μια νέα έκδοση πριν από μερικά χρόνια, από άλλη μεταφράστρια).
«Η μετάφραση είναι ένα πολεμικό παιχνίδι», έλεγε η Τζένη Μαστοράκη. «Πότε κυριαρχία και πότε άκρα υποταγή. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα υπάρχει, πρέπει να υπάρξει, ένα σημείο ισορροπίας. Το σημείο όπου το πρωτότυπο θα βρει και θα επιβάλει τα δικά του ελληνικά. Δεν είναι μεταφυσικό αυτό το σημείο. Είναι μόνο υποκειμενικό. Τόσο υποκειμενικό που μπορεί απλώς να το φαντάζομαι. Παλαιότερα έλεγα πεισματικά πως μεταφράζοντας, μαθαίνω καλύτερα ελληνικά. Ήταν αλήθεια αυτό, αλλά όχι ολόκληρη η αλήθεια».