ΟΤΑΝ Η ΙΣΠΑΝΙΔΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ και συγγραφέας Μπεγκόνια Γκόμεζ Ουρζάιθ άφησε τον μικρότερο γιο της στον παιδικό σταθμό για πρώτη φορά, οι φίλοι της τη ρώτησαν αν έκλαψε (εκείνη, όχι το παιδί). «Λιγάκι», ψέλλισε, χωρίς να θέλει να ομολογήσει ότι το συντριπτικά κυρίαρχο συναίσθημα ήταν αυτό της ευγνωμοσύνης και της ανακούφισης.
Για λίγες ευλογημένες ώρες θα ήταν ελεύθερη να συνεχίσει τη δουλειά της, χωρίς κάποια παιδικά χεράκια να τραβούν την πρίζα του φορητού υπολογιστή από τον τοίχο και χωρίς μια μικρή φωνή να επιμένει ότι ήταν ώρα να παίξουν.
Η Ουρζάιθ, η οποία εδρεύει στη Βαρκελώνη, είπε ψέματα επειδή δεν ήθελε να φανεί οτιδήποτε λιγότερο από μια τέλεια μητέρα. Αυτή είναι η Ισπανία, άλλωστε: μια χώρα που εξακολουθεί να καθορίζεται από αυτό που η ίδια αποκαλεί «τη μητρική ειδωλολατρία που επέβαλε η φρανκική, εθνοκαθολική ατζέντα».
Το διαζύγιο δεν ήταν καν νόμιμο μέχρι το 1981. Ωστόσο, παραδέχεται ότι είχε πάντα μια ύπουλη έλξη προς τις ιστορίες γυναικών που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Όχι ότι αυτές είναι απαραίτητα εύκολο να βρεθούν, ένα κενό που η ίδια έβαλε σκοπό να καλύψει με αυτό το βιβλίο της που έχει τίτλο «Εκείνες που εγκαταλείπουν».
Η συντηρητική Αμερική σκανδαλίστηκε, με έναν γερουσιαστή να βροντοφωνάζει ότι η Μπέργκμαν αποτελούσε την «ενσάρκωση του κακού». Αν ήξερε τι θα έκανε εκείνη στη συνέχεια, μάλλον δεν θα είχε καν λόγια να εκφράσει την αποστροφή του. Χωρίζοντας από τον Ροσελίνι το 1957, η Μπέργκμαν παρέδωσε τα τρία παιδιά της σε νταντάδες στη Ρώμη, ενώ η ίδια έφυγε για το Παρίσι με τον νέο της σύντροφο.
Το βιβλίο ξεκινάει με τη Βρετανίδα συγγραφέα Μίριελ Σπαρκ, επί μακρόν το πρότυπο των γυναικών που απεχθάνονται και εγκαταλείπουν τα παιδιά τους. Το 1938, η Σπαρκ γέννησε τον Ρόμπιν στην τότε Ροδεσία και, μόλις το επέτρεψαν οι συνθήκες του πολέμου, έφυγε για τη Βρετανία, αφήνοντας το παιδί στην ασφαλή φύλαξη των καλογριών. Τελικά έφερε το αγόρι στην πατρίδα της, μόνο και μόνο για να το αποθέσει στους γονείς της στο Εδιμβούργο, ενώ εκείνη επικεντρωνόταν στην καλλιέργεια της λογοτεχνικής της καριέρας στο Λονδίνο.
Μυθιστορήματα όπως το «Η Δεσποινίς Τζιν Μπρόντι στο άνθος της ηλικίας της» θα μπορούσαν να δημιουργηθούν μόνο σε περιόδους απόλυτης συγκέντρωσης, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό, όταν ένα νήπιο επιμένει να σκαρφαλώνει στην ποδιά σου. Ο εξαρχής διαρρηγμένος δεσμός της Σπαρκ με τον γιο της δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια ζωή αμοιβαίας απέχθειας. Μέχρι και το 1998 ανέφερε ότι έβλεπε τον Ρόμπιν, ο οποίος μεγαλώνοντας έγινε ζωγράφος, με απόλυτη περιφρόνηση: «Ποτέ δεν έκανε τίποτα για μένα, εκτός από το να αποτελεί μια μεγάλη βαρεμάρα».
Η Σπαρκ κατάφερε να μην αποσπάσει την έντονη προσοχή του κοινού με την τερατώδη μητρική συμπεριφορά της επειδή οι συγγραφείς, για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα, δεν ήταν διασημότητες με τη σύγχρονη έννοια.
Διαφορετικό ήταν όμως το ζήτημα για τη διάσημη σταρ του Χόλιγουντ Ίνγκριντ Μπέργκμαν όταν, το 1949, εγκατέλειψε τον Σουηδό οδοντίατρο σύζυγό της και την κόρη της για τον Ιταλό σκηνοθέτη Ρομπέρτο Ροσελίνι. Η συντηρητική Αμερική σκανδαλίστηκε, με έναν γερουσιαστή να βροντοφωνάζει ότι η Μπέργκμαν αποτελούσε την «ενσάρκωση του κακού». Αν ήξερε τι θα έκανε εκείνη στη συνέχεια, μάλλον δεν θα είχε καν λόγια να εκφράσει την αποστροφή του. Χωρίζοντας από τον Ροσελίνι το 1957 (εκείνος είχε αρνηθεί να την αφήσει να συνεχίσει την καριέρα της ως ηθοποιός), η Μπέργκμαν παρέδωσε τα τρία παιδιά της σε νταντάδες στη Ρώμη, ενώ η ίδια έφυγε για το Παρίσι με τον νέο της σύντροφο.
Η λίστα συνεχίζεται με περιπτώσεις διάσημων γυναικών που εγκατέλειψαν τα παιδιά τους, όπως η Ντόρις Λέσινγκ, η Τζόνι Μίτσελ, η Γκαλά Νταλί και, πιο απροσδόκητα απ' όλες, η Μαρία Μοντεσόρι, η διάσημη Ιταλίδα γιατρός που έκανε καριέρα και περιουσία ως πρότυπη παιδαγωγός και ιδρύτρια των σχολείων που φέρουν ως τίτλο το όνομά της.
Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι ίσως η ενότητα στην οποία η Ουρζάιθ παίρνει συνεντεύξεις από ένα άλλο, πολύ διαφορετικό είδος «απουσών» μητέρων: τις οικονομικές μετανάστριες που αναγκάζονται να εργαστούν στο εξωτερικό προκειμένου να στείλουν χρήματα στα παιδιά τους στην πατρίδα. Είναι από τη Νικαράγουα, την Κολομβία και το Περού, και πηγαίνουν στην Ισπανία για να βρουν συγκριτικά καλά αμειβόμενες δουλειές στην καθαριότητα, τα ξενοδοχεία και την κοινωνική φροντίδα.
Οι γυναίκες αυτές αφηγούνται στο βιβλίο ζοφερές ιστορίες για το πώς μένουν σε επαφή με τα παιδιά τους μέσω WhatsApp και επιστρέφουν μία φορά κάθε τρία χρόνια περίπου, με αποτέλεσμα εκείνα να τους συμπεριφέρονται σαν να είναι ξένες.
Με στοιχεία από The Guardian