Η ΩΡΑ ΗΤΑΝ 12, μια Κυριακή πρωί, όταν αντιληφθήκαμε ότι οι γείτονες έκαναν φασίνα γυμνοί στο μπαλκόνι. Αυτή φορούσε ένα ροζ βρακί, αυτός τίποτα. Καθάριζαν κάτι που έμοιαζε με σκηνή ή με εξοπλισμό αναρρίχησης ανάμεσα στα φυτά του μπαλκονιού τους. Η πολυκατοικία τους είναι διαγωνίως απέναντι. Δεν μπορώ να διακρίνω τα πρόσωπά τους. Αν τους έβλεπα στον δρόμο δεν θα τους αναγνώριζα. Ξέρω όμως πως έχουν έναν μεγάλο καφέ σκύλο και άπειρα λαμπάκια στο μπαλκόνι.
Μένω στο κέντρο, πάνω από ένα κεντρικό σταυροδρόμι. Η μία πλευρά της πολυκατοικίας «βλέπει» σε ένα μικρό δρομάκι: στο ρετιρέ απέναντι, που έχει νέον φώτα στη βεράντα σαν παλιό κρεοπωλείο, μένει μια φοιτήτρια με κόκκινα κατσαρά μαλλιά – βγαίνει πού και πού με το σουτιέν για να απλώσει ρούχα. Από την άλλη μια λεωφόρος και ένα νοσοκομείο. Κάθε όροφος έχει κι άλλο χρώμα κουρτίνες. Το βράδυ, φωτισμένο, είναι σχεδόν όμορφο. Καμιά φορά βλέπω τους ασθενείς στα παράθυρα ή στα ελάχιστα μπαλκόνια να καπνίζουν.
Περιέργως, ο πρωταγωνιστής, ενώ παρακολουθεί το αντικείμενο του πόθου του κρυφά για μήνες, και παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που γυρίστηκε η ταινία, δεν μοιάζει επικίνδυνος αλλά ρομαντικός.
Το σύντομο κυριακάτικο ηδονοβλεπτικό μου επεισόδιο μού θύμισε την κλασικότερη ίσως ταινία ελληνικής ηδονοβλεψίας, τους Απέναντι του Γιώργου Πανουσόπουλου.
Ένας φοιτητής αστρονομίας (ο Άρης Ρέτσος πολύ νέος και τρομερά καθηλωτικός) ζει σε ένα διαμέρισμα με τη χήρα θρησκευόμενη μητέρα του. Ο Χάρης, γνωστός και ως «Φάντασμα», κυκλοφορεί μόνο βράδια παρέα με μηχανόβιους με παρατσούκλια όπως «Ρόκυ» και «Αχτένιστος» (ένα βραβείο σε αυτόν που σκέφτηκε να ονομάσει έτσι τον ήδη καραφλό Δημήτρη Πουλικάκο).
Συχνάζουν σε ουφάδικα με burgers και παιχνίδια Pac-Man ή παρακολουθούν κόντρες με μηχανάκια στην παραλιακή. O Χάρης ζει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο –τα παράθυρα είναι όλα καλυμμένα με μπλε σκούρα πανιά– και περνά τα πρωινά του καπνίζοντας με το σώβρακο, παρακολουθώντας τους γείτονες με το τηλεσκόπιό του, και ακούγοντας πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς (radio armonia 80).
Ένα καλοκαίρι αρχίζει να παρακολουθεί τυχαία τη Στέλλα, την παντρεμένη γειτόνισσά του. Τον ρόλο της «νοικοκυράς» Στέλλας, που παρουσιάζεται να ζει μια «συμβατική» ζωή ως μάνα που ξεσκονίζει και μαγειρεύει, υποδύεται η Μπέτυ Λιβανού. Το 1981 που γυρίστηκε η ταινία ήταν μόλις 30 ετών. Ο Ρέτσος ήταν 24.
Δεν είμαι σίγουρη πού ακριβώς βρίσκεται η λεωφόρος που τους χωρίζει. Μοιάζει με τη Βουλιαγμένης – μια αχανής λεωφόρος με ξερόχορτα ανάμεσα στα μπετά, αν και αργότερα βλέπει από το παράθυρό του την πρωταγωνίστρια να πηγαίνει θερινό σινεμά στο Αμίκα, που τότε βρισκόταν στην Πανόρμου.
Περιέργως, ενώ ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί το αντικείμενο του πόθου του κρυφά για μήνες, και παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που γυρίστηκε η ταινία, δεν μοιάζει επικίνδυνος αλλά ρομαντικός. Ακόμα και τα παράξενα τηλεφωνήματά του στο σταθερό τηλέφωνο της πρωταγωνίστριας –σε κάποια της βάζει μουσική και δεν μιλάει– μοιάζουν ερωτικά. Ίσως βέβαια να τα αντιλαμβάνομαι εγώ έτσι, μέσα από το πρίσμα των τελευταίων σκηνών.
Η Στέλλα διασχίζει τη λεωφόρο που τους χωρίζει, του χτυπάει το κουδούνι, κάνουν σεξ και μετά φεύγει λέγοντάς του πως έχει να μαζέψει το σπίτι, και ρωτώντας τον, με σχεδόν μητρικό ενδιαφέρον, αν έχει φάει. Την παρακολουθεί να φεύγει, σκίζοντας τα πανιά που είχε στα παράθυρα για να κρύβουν το φως.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.