Δεκαετία 1960, Αθήνα. Ένας έφηβος παριστάνει τον μαέστρο διευθύνοντας μια φανταστική ορχήστρα. Ένας σπουδαίος μουσικός, του οποίου το όνομα το αγόρι αγνοεί, τον παρακολουθεί από το απέναντι μπαλκόνι με τρυφερότητα. Ο Γιάννης Χρήστου, ο Έλληνας με την ειδική βαρύτητα στην ευρωπαϊκή μουσική αβανγκάρντ, ο συνθέτης των «Περσών» και των «Βατράχων» του Κουν, σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα επιστρέφοντας με τη σύζυγό του από βραδινή έξοδο για την ονομαστική του γιορτή και παραμονή των γενεθλίων του. Λίγες μέρες μετά, η σύζυγός του πεθαίνει κι εκείνη.
Ήταν 8 Ιανουαρίου 1970 και ο Γιάννης Χρήστου ήταν μόλις 44 χρονών. Ο νεαρός γείτονας Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, φοιτητής Νομικής τα χρόνια που ακολουθούν, γνωρίζει και ερωτεύεται το κορίτσι που έχει πάρει τη θέση του πατέρα της στο απέναντι μπαλκόνι. Παντρεύονται και μαζί ιδρύουν μια μη κερδοσκοπική εταιρεία για τη διάσωση και διάδοση της μουσικής του ιδιοφυούς συνθέτη. Συγγραφέας ιδιαίτερα γνωστός από το πετυχημένο του θεατρικό έργο «Ο Σιμιγδαλένιος», καταθέτει στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Για τον Γιάννη Χρήστου» όλα όσα θέλησε να μοιραστεί με το φιλόμουσο, και όχι μόνο, κοινό, για την πορεία και προσωπικότητα του συνθέτη.
Ήταν ένας ενδιαφέρον τύπος, νεανικός, συνήθως με σκούρα ρούχα και μαύρα γυαλιά, που βημάτιζε αργά κάθε τόσο, πέρα-δώθε στη μεγάλη βεράντα. Τον παρατηρούσα χωρίς να ξέρω αρχικά ποιος είναι και με τι ασχολείται. Έμαθα το 1965, όταν μια θεία μου είχε δει τους «Πέρσες» στο Ηρώδειο και ήταν έξαλλη γιατί, λέει, ο Χορός ήταν κάτι σαν στροβιλιζόμενοι δερβίσηδες, και τη μουσική την είχε γράψει ο «απέναντι».
— Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σας;
Στον κάθε έναν και ασφαλώς όχι κατ’ ανάγκη σε ειδικούς, μιας και δεν είναι βιβλίο μουσικολογικό, ούτε εξειδικευμένο· είναι γραμμένο απλά και είναι στημένο έτσι ώστε να διαβάζεται με ενδιαφέρον. Απευθύνεται λοιπόν στον μέσο αναγνώστη, καθώς ο Γιάννης Χρήστου έχει περάσει πια στο πάνθεο των μεγάλων δημιουργών της χώρας, έτσι ώστε και μόνο η απλή μνεία του ονόματός του να προκαλεί έναν ιδιαίτερο μαγνητισμό, ακόμη και σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν το έργο του.
— Ωστόσο ανήκει στην αβανγκάρντ μιας άλλης, προγενέστερης εποχής.
Σίγουρα. Έχει περάσει άλλωστε πάνω από μισός αιώνας απ’ τον θάνατό του. Άρα μιλάμε για έργα που δημιουργήθηκαν πριν από εξήντα, εβδομήντα τόσα χρόνια. Εδώ ακριβώς όμως βρίσκεται το μεγαλείο του. Ενώ αρκετά απ’ τα έργα της εποχής εκείνης μοιάζουν μάλλον με «αφηρημένες κατασκευές», αν μπορώ να το πω έτσι γενικά, δεν συμβαίνει καθόλου το ίδιο με τον Γιάννη Χρήστου.
Είχε όραμα και ιδέες πολύ συγκεκριμένες και δημιουργούσε ήχους και καταστάσεις που άγγιζαν άμεσα την ψυχή του ακροατή − τότε ακριβώς όπως και τώρα. Τώρα μάλιστα πολύ περισσότερο, καθώς αποδεικνύεται πόσο δίκιο είχε και πόσο καθαρά έβλεπε από τότε. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο «Πιανίστας», για παράδειγμα, έργο του 1968, όποτε και όπου παίζεται έχει τρομερή επιτυχία, δημιουργώντας έναν απίστευτο ηλεκτρισμό στο κοινό.
— Στην Ελλάδα πάντως λιγότερο τα τελευταία χρόνια.
Δεν θα το έλεγα. Για κάποια μεγάλα έργα, ίσως ναι. Η «Εναντιοδρομία» παίχτηκε στο Ηρώδειο το ’86, όπως και η 2η Συμφωνία –σε παγκόσμια πρεμιέρα− το ’87. Οι «Πύρινες γλώσσες» στο Μέγαρο το ’92. Κάθε τόσο όμως όλο και κάτι οργανώνεται.
— Ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο Χρήστου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1926, δηλαδή έζησε τα πρώτα 8 χρόνια της ζωής του ταυτόχρονα με τον Καβάφη, σε μια πόλη όπου οι εύποροι Έλληνες έδιναν σημασία και στην ανάπτυξη των τεχνών.
Πράγματι. Με πολύ καλή παιδεία, γνωρίζοντας αγγλικά και γαλλικά, όπως και ο μεγάλος αδελφός του, ο Εύης, και μελετώντας ήδη πιάνο με την Τζίνα Μπαχάουερ.
— Ο πατέρας ήθελε τους δυο γιους του επιχειρηματίες.
Ήταν πολύ πετυχημένος σοκολατοβιομήχανος, μα και με κινηματογραφικές αίθουσες· άρα και με κάποια σχέση με την τέχνη και το θέαμα. Ήθελε να δει και τους δυο γιους του βιομήχανους, μα κανείς τελικά δεν έκανε κάτι τέτοιο. Ο Εύης σπούδασε Ψυχολογία στη Ζυρίχη με τον Γιουνγκ και ο Τζώννης, όπως τον έλεγαν, πήγε στο Κέμπριτζ, έκανε στην αρχή Οικονομικά, μετά μαθήματα Φιλοσοφίας και τελικά ακολούθησε τον δρόμο του, που ήταν η μουσική.
— Πάντως ήταν διανοούμενος. Οπωσδήποτε ως πρωτοποριακός καλλιτέχνης εξέφραζε μια βαθύτερη υπαρξιακή αναζήτηση.
Με επιρροές από τον μυστικισμό της Ανατολής λόγω Αιγύπτου. Ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μείγμα ανθρώπου. Να προσθέσω και τον γάμο του με τη Σία Χωρέμη, κόρη του μεγάλου εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Χωρέμη, η οποία είχε σπουδάσει Ζωγραφική και Γλυπτική, έχοντας μεγαλώσει με αυστηρές πατριωτικές αρχές από τον πατέρα της. Μετά την επανάσταση του Νάσερ ήρθαν στην Ελλάδα και ζούσαν τον μισό χρόνο στη Χίο, σε ένα από τα σπίτια του Γεωργίου Χωρέμη, μια μεγάλη έκταση στον Κάμπο λίγο έξω από τη Χώρα, και τον άλλο μισό στην Αθήνα, όπου εδραιώθηκε αμέσως και συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και με το Θέατρο Τέχνης το 1965.
— Ήσασταν έφηβος τότε και ζούσατε στην οδό Παπαδιαμαντοπούλου, απ’ όπου καθημερινά βλέπατε στο απέναντι μπαλκόνι έναν κύριο.
Στον 5ο όροφο, όπως κι εμείς. Ήταν ένας ενδιαφέρον τύπος, νεανικός, συνήθως με σκούρα ρούχα και μαύρα γυαλιά, που βημάτιζε αργά κάθε τόσο, πέρα-δώθε στη μεγάλη βεράντα. Τον παρατηρούσα χωρίς να ξέρω αρχικά ποιος είναι και με τι ασχολείται. Έμαθα το 1965, όταν μια θεία μου είχε δει τους «Πέρσες» στο Ηρώδειο και ήταν έξαλλη γιατί, λέει, ο Χορός ήταν κάτι σαν στροβιλιζόμενοι δερβίσηδες, και τη μουσική την είχε γράψει ο «απέναντι».
— Αμέσως απέκτησε άλλη διάσταση ο «απέναντι»;
Κατά κάποιον τρόπο ναι, γιατί ήμουν τρελαμένος με τη μουσική, που ίσως είναι το μόνο ταλέντο που είχα, αν και δεν έγινα μουσικός. Τότε περίπου είχα αγοράσει έναν ενισχυτή με δυο μεγάλα ηχεία, που τα είχα τοποθετήσει στη βιβλιοθήκη του πατέρα κι άκουγα στη διαπασών απ’ το πρωί ως το βράδυ κλασική μουσική και φανταζόμουν πως διηύθυνα μια συμφωνική ορχήστρα. Από απέναντι ο Χρήστου άκουγε, μ’ έβλεπε κι ένευε πού και πού, σαν να μου έλεγε: δεν με ενοχλείς, χαίρομαι. Τη δική του μουσική δεν την είχα ακούσει. Αυτό κράτησε πέντε χρόνια· μέχρι που μάθαμε στη γειτονιά ότι σκοτώθηκε στη Μεσογείων, την επομένη της γιορτής του, το 1970.
— Δηλαδή μέσα στη χούντα. Εσείς ως φοιτητής της Νομικής πιθανόν να είχατε κάποια ανάμειξη με την περίφημη κατάληψη του Φλεβάρη του ’73;
Και βέβαια είχα. Ήταν ένα δημοκρατικό ξέσπασμα εντελώς αυθόρμητο. Αργότερα, στο Πολυτεχνείο, είδα και κάποια άλλα παράξενα που με προβλημάτισαν πολύ, μα δεν έχω βρει ακόμη καμιάν απάντηση. Αυτά όμως είναι εκτός του θέματός μας.
— Ο Χρήστου είχε πολιτική ταυτότητα; Αν και, όντας μέλος της αθηναϊκής ελίτ, θα ήταν υποκρισία να ανήκει στην αριστερά της εποχής.
Όχι, με τη φτηνή, την τρέχουσα έννοια, δεν είχε πολιτική, κομματική ταυτότητα και σίγουρα δεν ήταν αυτό που λένε διάφοροι «επαναστάτης». Στη μουσική ναι, μα όχι αλλιώς. Όταν ένας άνθρωπος έχει Σκωτσέζα γκουβερνάντα όταν είναι μικρός στην Αλεξάνδρεια και είκοσι χρόνια μετά φέρνει την ίδια γκουβερνάντα στην Αθήνα για τα παιδιά του, αυτό λέει πολλά. Τα σκούρα ρούχα και τα γυαλιά του «απέναντι» δεν σηματοδοτούσαν έναν άνθρωπο που έσπαγε βιτρίνες.
— Μέχρι που στην ίδια βεράντα, απέναντι, τράβηξε το ενδιαφέρον σας μια κοπέλα.
Μελετούσα κιθάρα τότε, καθισμένος με τις ώρες πίσω απ’ την μπαλκονόπορτα και την έβλεπα να με κοιτάει συνεχώς· όπως κι εγώ άλλωστε. Κάποια στιγμή με ρωτάει απ’ τη βεράντα «Παίζεις κλασική κιθάρα ή ακουστική;». «Κλασική» της απαντώ.
— Και πέρασε τον δρόμο για να γνωριστείτε;
Ναι. Τη ρώτησα πώς τη λένε. «Χρήστου», μου απαντά. «Το όνομά σου ρωτάω». «Σάντρα». «Δηλαδή;» «Αλεξάνδρα». «Χαίρω πολύ· Αλέξανδρος». Αυτό ήταν… Ήμουν είκοσι ενός, ήταν δεκάξι και ήμασταν στο 1974.
— Και έτσι μπαίνετε στον κόσμο του Γιάννη Χρήστου…
Στο ίδιο του το σπίτι αρχικά. Όταν άρχισα να πηγαίνω, κάποιες φορές δεν μου άρεσε το κλίμα που υπήρχε. Αρκετοί πήγαιναν εκεί μόνο για να πάρουν κάτι, μιαν ιδέα, μια παρτιτούρα, μια μαγνητοταινία κυρίως απ’ το αρχείο του συνθέτη. Το συζητούσα με τη γιαγιά, τη μητέρα του συνθέτη, η οποία μεγάλωνε τα εγγόνια μόνη της, και σύντομα με εμπιστεύτηκε, καθώς κατάλαβε πως δεν ήμουν κίνδυνος για την εγγονή της, ούτε για το έργο του γιου της. Ένιωθε ευθύνη για το υλικό του αρχείου. Βλέποντας αυτή την κατάσταση, σιγά-σιγά συνειδητοποίησα πως χρειαζόταν ένας φορέας για να το διασώσει και να το διαδώσει. Και το 1984 έγινε μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με αυτόν τον σκοπό.
— Ήσασταν ήδη παντρεμένοι;
Ναι, πέντε χρόνια. Πήρε μεγάλη έκταση αμέσως. Χωρίς να κάνω καθόλου δημόσιες σχέσεις, όλος ο Τύπος ασχολήθηκε με την Εταιρεία. Η Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός Πολιτισμού, ήταν πολύ θετική, αν και «δεν είχε ιδέαν», όπως αφοπλιστικά ομολογούσε η ίδια.
— Ζούσε τότε και ο Χατζιδάκις, που σας στήριξε στην «Εταιρεία Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου».
Πάρα πολύ, και ομολογώ πως δεν το φανταζόμουν. Μάλιστα, ενώ διαφωνούσε με κάποια πρόσωπα που συμμετείχαν στην Εταιρεία, όταν γνωριστήκαμε και του εξήγησα πως όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από το τριμελές διοικητικό συμβούλιο, δηλαδή από δυο παιδιά του συνθέτη κι εμένα, που ήμουν ο διευθύνων σύμβουλος, είπε το περιβόητο: «Αυτό το καταστατικό είναι σταλινικότερο του Στάλιν· προσχωρώ αμέσως!». Και όχι μόνο προσχώρησε, αλλά ήταν ο μόνος που έκανε τόσα πολλά. Ακόμη και την 1η Συμφωνία του Γιάννη Χρήστου διηύθυνε ο ίδιος με την Ορχήστρα των Χρωμάτων το 1990, στα είκοσι χρόνια από τον θάνατό του.
— Ο Χρήστου ανήκε σε μουσικό περιβάλλον στην Αθήνα;
Προφανώς είχε συνάφεια με τους πάντες, ιδιαίτερα με τους κύκλους της σύγχρονης μουσικής. Δεν είχε όμως στενές, φιλικές σχέσεις με κανέναν. Ενδιαφέρον είναι πως για κάμποσα χρόνια, απ’ το 1958 ως το ’63, κατοικούσε στην Κυδαθηναίων 9, στο ίδιο σπίτι με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, υπουργό Προεδρίας τότε, με τον οποίο είχε πολύ καλή σχέση και μέσω αυτού δικτυώθηκε αρχικά. Αρκετά χρόνια μετά, ο Πρόεδρος πλέον Τσάτσος, σε μια πολύ σοβαρή συζήτησή μας, αποτιμώντας το έργο του Χρήστου, είπε πως κατά τη γνώμη του είχε δώσει με τρόπο ιδιοφυή την έννοια της «διάλυσης» μα δεν πρόλαβε να μας δώσει κάποια καινούργια ιδέα «σύνθεσης». Βρίσκω πολύ εύστοχη την παρατήρηση αυτή.
— Στο βιβλίο έχετε καταγράψει μια εκτενή συζήτηση και με τον Χρήστο Λαμπράκη.
Ανεξάρτητα απ’ την ιστορία με τον Γιάννη Χρήστου, υπήρχε παλιά οικογενειακή μας γνωριμία με τον Χρήστο Λαμπράκη· ακόμα και με τον πατέρα του, τον Δημήτριο Λαμπράκη. Τον επισκέφτηκα λοιπόν το 1994 στο Μέγαρο με αφορμή την ψηφιοποίηση των αρχείων του Χρήστου. Το απλό ραντεβού μας εξελίχθηκε σε μακρά φιλική συζήτηση, την οποία και κατέγραψα με ακρίβεια. Μου έκανε τεράστια εντύπωση πόσο καλά θυμόταν και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα· τον ίδιο τον συνθέτη, τον περίγυρό του και το έργο του, και πόσο εύστοχες παρατηρήσεις έκανε γι’ αυτόν. Νομίζω είναι η μόνη φορά που ο φιλόμουσος Χρήστος Λαμπράκης εκφράζεται έτσι άμεσα και ανοιχτά για κάποιον δημιουργό.
— Γιατί σας ενόχλησε η χρήση μέρους της μουσικής του Χρήστου από τον Τερζόπουλο στις «Βάκχες» του 1987;
Ενόχλησε τα παιδιά του κυρίως, γιατί δεν υπήρχε καμία αναφορά και δεν είχε ζητηθεί άδεια. Δόθηκαν όμως όλες οι απαραίτητες εξηγήσεις και δεν υπήρξε καμιά συνέχεια. Πάντως είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί ζητούσαν να χρησιμοποιήσουν διάφορα κομμάτια από έργα του σε δικές τους, θεατρικές κυρίως παραγωγές, σε διάφορα δρώμενα, σε εκθέσεις, αλλά ακόμα και σε τηλεοπτικές διαφημίσεις. Κι εδώ κολλάει πάλι αυτό που είπα στην αρχή, πως η μουσική του Χρήστου δεν είναι «αφηρημένη κατασκευή» μα αντιθέτως συγκεκριμένη, πολύ ανθρώπινη· απευθύνεται πολύ στο συναίσθημα και μπορεί να δημιουργεί τρομερά έντονες καταστάσεις.
— Οι «Πέρσες» και οι «Βάτραχοι» πάντως έχουν τύχει αναβίωσης από το Θέατρο Τέχνης.
Παρότι ο Κουν, όταν του πρότεινα ν’ ανέβουν οι «Πέρσες», είπε το υπέροχο: «Και ποιος θα το σκηνοθετήσει;». Χαριτολογώντας βέβαια, και δείχνοντας πόσο του έλειπε ο Χρήστου, που η παρουσία του ήταν καθοριστική στη διδασκαλία του Χορού και όχι μόνο. «Οι Βάτραχοι» έγιναν λίγο μετά από τον Μίμη Κουγιουμτζή.
— Οι παρτιτούρες των έργων του κυκλοφορούν;
Όχι όλες, μόνον όσες είχαν ήδη εκδοθεί.
— Τα CD;
Αυτά που κυκλοφόρησε σε πολύ επιμελημένη κασετίνα ο Σείριος, με χορηγία του Ιδρύματος Δοξιάδη. Και στο διαδίκτυο υπάρχουν πολλά. Μέχρι το 1995, πάντως, που σταμάτησα να έχω ενεργό ανάμειξη, οργανώθηκαν και έγιναν ενδιαφέροντα πράγματα. Ανέφερα ήδη, κυρίως, την παρουσίαση στο Ηρώδειο της «Ενατιοδομίας» και την παγκόσμια πρώτη της 2ης Συμφωνίας, καθώς και το ορατόριο «Πύρινες Γλώσσες». Το ορατόριο αυτό είχε παρουσιαστεί λίγο πριν στο Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής στη Βαρσοβία.
Εκείνη τη βραδιά ήρθε ο μέγας και τρανός Πεντερέτσκι, που ενθουσιάστηκε, και στη συζήτησή μας μετά δυσκολευόταν να καταλάβει πώς είναι δυνατό να μην υπάρχει πλήρης βιβλιογραφία, εργογραφία και δίσκοι για έναν τέτοιο δημιουργό. Έναν χρόνο μετά οργανώθηκε στο Αμβούργο ο μεγάλος κύκλος «Brahms, Schönberg, Christou», όπου παρουσιάστηκαν σχεδόν όλα τα έργα του με Γερμανούς εκτελεστές. Ακολούθησε και ένα σημαντικό σεμινάριο. Αξίζει να αναφέρω και την έκδοση στα ελληνικά του καθαρά μουσικολογικού έργου «Γιάννης Χρήστου» της Γαλλίδας Άννα Μαρτίν Λουτσιάνο, σε μετάφραση του Γιώργου Λεωτσάκου.
— Για το οποίο ο Χατζιδάκις είπε «μια φοιτητριούλα μάς βάζει τα γυαλιά».
Ακριβώς.
— Γιατί το βιβλίο τώρα;
Δεν είμαι βιογράφος, ούτε μουσικολόγος, κι έχω δικά μου πράγματα που με απασχολούν και γράφω τόσα χρόνια. Το 2020 συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια απ’ τον θάνατό του κι έγιναν διάφορες εκδηλώσεις. Με τον αναγκαστικό μας εγκλεισμό λόγω Covid, είχα απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή μου και θεώρησα τότε πως ήρθε πια η ώρα να συμμαζέψω και να δημοσιοποιήσω όλα όσα ήξερα για τον συνθέτη και όσα είχα ζήσει εγώ ο ίδιος στην προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης του έργου του. Κυρίως για να δείξω πράγματα που δεν είναι γνωστά και για να διαλυθούν ορισμένες πλάνες: Όχι· ο Χρήστου δεν είναι ο «αναρχικός» που νόμιζαν κάποιοι κάποτε.
Δεν σπούδασε ο ίδιος με τον Γιουνγκ, μα ο αδελφός του. Ούτε πετούσε στα σύννεφα, χαμένος κατ’ ανάγκη μέσα στη Μεταφυσική και στα μεγάλα λόγια. Αντίθετα, ήταν πολύ γήινος, δομημένος, πολύ συγκεκριμένος και είχε ακόμα και επιχειρηματικό δαιμόνιο. Ναι, σίγουρα κρατούσε σημειώσεις και είχε διάφορα projects κατά νου, μα δεν ολοκλήρωσε εκατό «Αναπαραστάσεις», όπως ακούστηκε κάποτε, αλλά μόνο δύο. Τέτοια πράγματα, απλά, που καλό είναι να μπουν στη θέση τους, γιατί αλλιώς δημιουργείται μια σύγχυση, μια μουτζούρα, και καταλήγουμε στο δήθεν, στο περίπου, κι από ’κει στο μυθώδες. Πράγμα που εμένα δεν μου αρέσει.
Χωρίς λοιπόν το βιβλίο να είναι εξειδικευμένο και χωρίς να απευθύνεται σε λίγους, έκανα μια προσπάθεια να δώσω μια σχετικά πλήρη και σαφή εικόνα. Ένα βιβλίο απλά γραμμένο −σοβαρό όμως και απολύτως τεκμηριωμένο−, με ροή, που μπορεί να το διαβάσει εύκολα όποιος ενδιαφέρεται. Ξέρω πως υπάρχουν πολλοί που έχουν ακουστά για τον Γιάννη Χρήστου, μα δεν ξέρουν τίποτε γι’ αυτόν.
— Είστε ικανοποιημένος με το πού βρίσκεται τώρα η φήμη του Γιάννη Χρήστου;
Είπαμε, ο Γιάννης Χρήστου ανήκει ήδη στο πάνθεο των μεγάλων δημιουργών της χώρας και δεν έχει ανάγκη κανέναν. Πολύ περισσότερο, δεν έχει ανάγκη ούτε εμένα, ούτε το βιβλίο μου. Εγώ θέλησα απλώς να καταθέσω για πρώτη φορά όσα είχα μέσα μου και θα είμαι ευτυχής αν κάποιοι αναγνώστες ενδιαφερθούν περισσότερο για τον δημιουργό κι ακόμα καλύτερα αν θελήσουν ν’ ακούσουν έργα του.