Ψηλά στου Ζωγράφου, περνάω την πόρτα του μεγάλου εργαστηρίου των αδελφών Αλαχούζου. Σαν άλλη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων πέφτω σε μια λαγότρυπα για να περιπλανηθώ σε έναν φανταστικό και λίγο τρομακτικό κόσμο. Δίπλα μου, μεταξύ ενός σώματος δολοφονημένου με τσεκούρι και της στολής ενός πελώριου cupcake, της νέας μασκότ του Πανιωνίου, ένας πάνθηρας, ένα νεογέννητο μωρό ακουμπισμένο στο τραπέζι, εκμαγεία προσώπων, τα προσθετικά κομμάτια που παράγουν διαρκώς για τη «Φάλαινα του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, φιάλες με αίμα, ένας ιστός αράχνης και το καλούπι του κεφαλιού ενός γνωστού ηθοποιού.
Στον τοίχο είναι παραταγμένα σαν τρόπαια πρόσωπα από σιλικόνη, νεκροκεφαλές και κεφάλια τεράτων, στα ράφια μέλη ανθρώπινων σωμάτων και υλικά: σιλικόνες, πρώτες ύλες για την κατασκευή ομοιωμάτων και δοχεία με άγνωστα σ’ εμένα υλικά που θυμίζουν εργαστήρια αλχημιστών. Στο βάθος ακούγονται αμερικανικοί σταθμοί που παίζουν ροκ· ο Γιώργος έπαιζε σε συγκροτήματα και ψάχνει την progressive ροκ. Όσο προχωράς στο εργαστήριο, αρχίζεις να νιώθεις τρόμο, καθώς τα αληθοφανή δημιουργήματα δημιουργούν ατμόσφαιρα μυστηρίου.
Το πιο αισιόδοξο για το μέλλον της δουλειάς αυτής είναι ότι παρατηρείται μεγάλη επιστροφή στα πρακτικά εφέ. «Έχει ανέβει πολύ το χειροποίητο, τα θεωρούν καλύτερα, πιο αληθοφανή εφέ, προσθέτουν καλλιτεχνική αξία στην ταινία.
Ο Γιώργος και ο Ρούλης Αλαχούζος –οι Αλαχούζοι, όπως τους αποκαλούν στην αγορά–, καλλιτέχνες και δημιουργοί ειδικών εφέ και make-up aritsts, είναι παθιασμένοι καλλιτέχνες-τεχνίτες που εδώ και τέσσερις δεκαετίες δουλεύουν ασταμάτητα με αμείωτο ενθουσιασμό και εφευρετικότητα, εξελίσσοντας μια τέχνη που δεν μαθαίνεις σε κανένα πανεπιστήμιο και απαιτεί να μπορείς να δώσεις κάθε στιγμή λύσεις σε προβλήματα, απρόοπτα περιστατικά, να σκέφτεσαι λίγο έξω από τον κανόνα, λοξά, για να βρεις τη λύση που ίσως βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου.
Οι καλλιτέχνες που έχω μπροστά μου επεξεργάζονται με περιέργεια οτιδήποτε εμφανίζεται μπροστά τους, υλικό, μηχάνημα, μοντέλο.
Η βιβλιοθήκη του Γιώργου είναι ό,τι πιο αξιοσημείωτο μπορεί να δει κάποιος σε σχέση με τα σπέσιαλ εφέ, την τέχνη, τη γλυπτική, τις επιστήμες, μια μεγάλη γκάμα βιβλίων ανατομίας ή αληθινές εικόνες πτωμάτων από αστυνομικά αρχεία, η βάση πάνω στην οποία δημιουργούνται τα αληθοφανή και πιστά ομοιώματά τους.
Δεν έχουν σταματήσει να μελετούν, να βλέπουν ταινίες, να αναρωτιούνται για οτιδήποτε καινούργιο –και φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι– εμφανίζεται στις οθόνες, ενώ παράλληλα το μυαλό τους ψάχνει να λύσει το αίνιγμα της κατασκευής του. Η φαντασία τους μεταμορφώνει ακόμα και ψίχουλα ψωμιού, οι γνώσεις τους πάνω στη χημεία, τη φυσική και την αντοχή των υλικών είναι εντυπωσιακές. Κάθε κατασκευή, κάθε εφεύρεση έχει τους δικούς της κανόνες, τη δική της λειτουργία, όχι ως ένα ανεξάρτητο δημιούργημα του εργαστηρίου αλλά ως κάτι που μπορεί να προσαρμοστεί και να αντέξει στις συνθήκες κάθε παραγωγής, από πλευράς διάρκειας, κλιματολογικών συνθηκών, θερμοκρασίας και υγρασίας.
Οι παραγωγές στις οποίες έχουν δουλέψει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι εκατοντάδες· για καθεμία από αυτές κλήθηκαν, επιστρατεύοντας τη φαντασία και τη δεξιοτεχνία τους, να δημιουργήσουν μηχανικά εφέ και ψεύτικα αντικείμενα. Η αληθοφάνειά τους είναι τέτοια που είμαι έτοιμη να πιάσω ρόπαλο και σφυρί για να δω αν είναι αληθινά. Από τα θέατρα μέχρι την «Ανατομία ενός εγκλήματος», το «Νησί», το «Έτερος Εγώ», τον Harry Potter και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μέχρι την τελευταία ταινία του Κρόνενμπεργκ, Eγκλήματα του μέλλοντος, που γυρίστηκε στην Αθήνα, η δουλειά τους καταφέρνει να κερδίζει τις εντυπώσεις.
Η γαλήνια, καθησυχαστική παρουσία τους, η ηρεμία, η υπομονή, ο χαδιάρης Λέμι, ο σκύλος τους, που τους ακολουθεί ακόμα και στα γυρίσματα, με έναν περίεργο τρόπο εναρμονίζονται με το περιβάλλον· η φρίκη είναι κάτι κατασκευασμένο, σαν όνειρο που ζωντανεύει μαζί με τα πλάσματα που φτιάχνουν, και σταματά όταν αρχίζει η καθημερινότητα. Τελικά, αυτά τα αληθοφανή όντα που μας περιστοιχίζουν είναι αθώα, μου λένε, στην πραγματική ζωή υπάρχουν τα σοβαρά, η αρρώστια, οι φόνοι, οι πόλεμοι, η βία. Εδώ επικρατεί αρμονία, υπάρχει συνεννόηση, και ας μου μιλάνε για ομηρικούς καβγάδες και διαφωνίες που σβήνουν μόλις λυθεί ένα πρόβλημα ή ολοκληρωθεί ένα πρότζεκτ. Πολιτογραφημένοι Ζωγραφιώτες, περνάνε σχεδόν μαζί τον ελεύθερο χρόνο τους και όταν μιλάνε συμπληρώνει ο ένας τον άλλο, σαν να έχουν μία φωνή. Έξω από τη δουλειά δεν διαφωνούν ποτέ και τηρούν την αρχή να μην τσακώνονται ποτέ για λεφτά και γυναίκες.
Τους βρίσκω να ασχολούνται με τη Φάλαινα, παράγουν διαρκώς προσθετικά για να αντικαθιστούν όσα καταστρέφονται. Ο μηχανισμός είναι περίπλοκος, η κατασκευή έπρεπε να είναι ελαφριά για να μπορεί να ανασαίνει ο Πυγμαλίωνας. Μου εξηγούν ότι στον κινηματογράφο υπήρχε ολόκληρο ψυκτικό σύστημα σε βαλιτσάκι, σαν αυτό που έχουν οι αστροναύτες. Ο Ρούλης, εν τω μεταξύ, ετοιμάζει ένα νεογέννητο μωρό. Μου λέει γελώντας ότι είναι πολύ «δημοφιλές» σε γυρίσματα και όταν μου το δίνει να το κρατήσω, ανατριχιάζω: είναι τουλάχιστον τρία κιλά, σαν πραγματικό.
Ο Γιώργος είναι σήμερα 65 χρονών και ο Ρούλης 60 και από τότε που ήρθαν στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στα Ιλίσια, τη γειτονιά τους. Η μητέρα τους ήταν Ιλισσιώτισσα γέννημα-θρέμμα και μετανάστευσε μικρή στην Αυστραλία. Εκεί έκανε την οικογένειά της, εκεί γεννήθηκαν τα δυο αγόρια. Εκείνη έμεινε στο σπίτι να μεγαλώνει τα παιδιά, ο άντρας της ήταν εργάτης. Από τότε που επέστρεψαν στην Ελλάδα δεν έχουν μπορέσει να πάνε ξανά στην Αυστραλία. Ποτέ δεν είχαν χρόνο, αν και με τη δουλειά ταξίδεψαν σε πολλά μέρη του πλανήτη.
«Τα πράγματα τότε στην Αυστραλία ήταν πολύ καλά», μου λένε. «Τώρα όλα έχουν αλλάξει πολιτικά, υπάρχει αυταρχισμός και λογοκρισία. Εμείς μπαίναμε από το δημοτικό στις τέχνες, είχαμε ειδικές αίθουσες με υλικά για να δουλεύουμε». Ο Γιώργος, όταν τέλειωσε το δημοτικό, μπήκε με υποτροφία στο πειραματικό γυμνάσιο που ήταν συνεργαζόταν με το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. «Εκεί υπήρχαν τα πάντα, μεγάλα εργαστήρια χημείας, εργαστήρια τεχνών, εκεί έμαθα φωτογραφία. Είχαμε σκοτεινό θάλαμο, εμφανίζαμε τα ασπρόμαυρα φιλμ».
Ο Γιώργος ανακάλυψε σ’ εκείνο το σχολείο την καλλιτεχνική του φύση, το ταλέντο του στο σχέδιο και στο να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του. Από το μυαλό του δεν είχε καν περάσει η ιδέα ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με μια τέτοια δουλειά.
«Υπάρχουν συμπτώσεις», λέει ο Ρούλης, «που μας δείχνουν πράγματα τα οποία αργότερα συνδέονται με το μέλλον μας. Την πρώτη μας μάσκα τη φτιάξαμε στην Αυστραλία. Ήμουν δώδεκα χρονών, στο δημοτικό είχαμε πλαστικά κεριά και κάναμε κατασκευές, και με ένα τέτοιο υλικό, σαν πλαστελίνη, φτιάξαμε μια μάσκα, ένα πλάσμα που φορούσα. Ως παιδιά και έφηβοι βλέπαμε ταινίες ασπρόμαυρες, τα πάντα, πηγαίναμε σινεμά συνέχεια. Τα “Outer Limits”, μια διάσημη σειρά σαν το “Twilight Zone”, ήταν τα αγαπημένα μας. Μας άρεσαν οι ταινίες τρόμου, ήμασταν φανατικοί των Godzilla. Στο γυμνάσιο, το σχολείο είχε σινεμά, βλέπαμε συγκροτήματα να παίζουν ζωντανά από τζαζ μέχρι ροκ, γενικώς σε βοηθούσε να αναπτύξεις το ταλέντο σου – εκεί έκανε ο Γιώργος την πρώτη του ταινία. Αν ήθελες έκανες ραδιοφωνικές εκπομπές».
«Ήμουν δώδεκα χρονών», λέει ο Γιώργος, «και έκανε μια φίλη μια ταινία με βρικόλακες σε super 8. Έπρεπε να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, μέχρι και το μοντάζ. Επειδή ήξεραν ότι είχα τρέλα με αυτά, έκανα τον αρχιβρικόλακα: βαφόμουν μόνος μου, έβαζα δόντια και μια μπέρτα και κυνηγούσα τα κορίτσια στους διαδρόμους. Μάλιστα τότε, είχε βγει και το Κουρδιστό πορτοκάλι, που ήθελα πολύ να το δω, αλλά δεν μας άφηναν, ήταν ακατάλληλο. Οι μεγαλύτεροι συμμαθητές μάς περιέγραφαν τις ταινίες κι εγώ είπα τότε «αφού δεν με αφήνετε να το δω, θα κάνω δική μου ταινία». Και έκανα την πρώτη μου super 8, το Teenage πόλεμος, που ήταν δεκαπεντάλεπτο: στο σχολείο οι μισοί είναι ναρκομανείς και οι άλλοι μισοί αστυνομικοί, και σφάζονται – μέχρι φωτιά βάζαμε στους φίλους μας που έπαιζαν, με ζιπέλαιο, για την αληθοφάνεια της ταινίας, και πανιά βρεγμένα από κάτω για να μην πάθουν έγκαυμα. Μπορείς να πεις ότι κάναμε βλακείες, αλλά ήταν τα πρώτα μας βήματα στα εφέ. Την επόμενη χρονιά έκανα τη δεύτερη ταινία μου, εικοσάλεπτη, το Τι απέγινε ο δόκτωρ Μπιρντ, με έναν τρελό επιστήμονα που σκότωνε κόσμο».
Ο Γιώργος ξεκίνησε να κάνει πειράματα, στα οποία βοηθούσε και ο μικρότερος τότε Ρούλης, ενώ συνέχισαν να ενθουσιάζονται με τα κινηματογραφικά φεστιβάλ στο σχολείο και ταινίες όπως η Οδύσσεια του Διαστήματος και το Ζαμπρίνσκι Πόιντ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα. Δεν είχαν φίλους και παρέες, έτσι άρχισαν να βλέπουν σινεμά με μανία. Αγαπημένες τους ταινίες ήταν ο Εξορκιστής και η Άγρια Συμμορία. Δεν αφήναν σινεμά για σινεμά γιατί, όπως λένε, υπήρχε μεγαλύτερη χαλαρότητα στις αίθουσες, δεν έδειχναν ταυτότητα και μπορούσαν να δουν και τα ακατάλληλα.
Ο Γιώργος τότε ζωγράφιζε και έδωσε εξετάσεις στα ΚΑΤΕΕ, στις γραφικές τέχνες. Πέρασε μόνο με το σχέδιο, γιατί τα ελληνικά του δεν ήταν καλά. Αν και αυτοδίδακτος, οι επιδόσεις του ήταν άριστες, παρόλο που δεν τέλειωσε ποτέ τη σχολή.
Ο Ρούλης πήγαινε ακόμα σχολείο, έλεγαν στους γονείς τους «το παιδί σας δεν είναι των γραμμάτων, ας πάει σε τεχνική σχολή». Μέχρι που στα 40 του ανακάλυψε ότι έπασχε από δυσγραφία. Το μεγαλύτερό τους πρόβλημα εκείνη την εποχή ήταν η προσαρμογή, το να μιλήσουν τη γλώσσα. «Δεν μπορούσαμε να εκφραστούμε στα ελληνικά με ευκολία, μιλάγαμε greeklish», λένε.
Για να βοηθήσουν την οικογένεια έκαναν μεροκάματα σε μετακομίσεις και δουλειές του ποδαριού, μέχρι που ο Γιώργος έπιασε δουλειά σε μια εταιρεία με καλλυντικά ως αποθηκάριος. Τα τρία χρόνια που έμεινε εκεί έμαθε να δουλεύει τα απλά μακιγιάζ. Είχαν μετατρέψει το ισόγειο του πατρικού τους σε εργαστήριο για πειράματα, έπαιρναν περιοδικά και βιβλία, κοίταζαν τις λεπτομέρειες σε εικόνες με φακό και άρχιζαν να κάνουν τις δοκιμές τους.
«Οι πληροφορίες γύρω από μακιγιάζ και εφέ τότε κυκλοφορούσαν με το σταγονόμετρο», λέει ο Γιώργος. «Άρχισαν να γίνονται γνωστές μετά τον Πόλεμο των Άστρων, την πρώτη ανεξάρτητη παραγωγή. Τότε εμείς είχαμε γνωριστεί με παιδιά που πήγαιναν σε σχολές κινηματογράφου και από στόμα σε στόμα άρχισαν να μαθαίνουν τι κάναμε».
Η πρώτη επαγγελματική δουλειά του Γιώργου ήταν ένα διαφημιστικό με λουκάνικα που ζωντανεύουν και χορεύουν και μάγειρα τον παππού του Μάπετ, μια δουλειά περίπλοκη, που τους έφερε και την πρώτη τους πελατεία.
«Στη αρχή ήταν δύσκολα, έχουμε ακούσει τα πάντα. Μας έλεγαν “τι είναι αυτά; Να πάτε να δουλέψετε έξω”. Mας φτύνανε όταν έβλεπαν το πορτφόλιό μας, δεν καταλάβαιναν τίποτα», λέει ο Γιώργος και ο Ρούλης συμπληρώνει, «δεν ήμασταν γνωστοί και γενικά ήταν όλοι δύσπιστοι. Ακόμα και στην πρώτη μας δουλειά στο σινεμά, στο Babylon του Κώστα Φέρρη, ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι. Άκουγα κάποια πράγματα του τύπου “πώς φτάσατε εδώ, έχετε σκουπίσει πατώματα;” Ήταν εξωφρενικό, αλλά δεν δίναμε σημασία, πάντα ήμασταν ένα περίεργο φαινόμενο. Ήμασταν κακοί στις δημόσιες σχέσεις, λιγομίλητοι και στην ουσία στη δουλειά κάναμε τα πάντα βήμα-βήμα: διαφήμιση, βίντεο κλιπ, μικρού μήκους, ο ένας μάς σύστηνε στον άλλον».
Οι αδελφοί Αλαχούζοι δούλεψαν στο θέατρο πολλά χρόνια. Έμαθαν στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη που τον θεωρούν μεγάλο δάσκαλο, εξηγούσε τα πάντα με μεγάλη υπομονή. Αυτό που τους είχε ενθουσιάσει ήταν ότι τον έβλεπαν στις πιο περίεργες ταινίες, στα μεγάλα σινεμά των Αμπελοκήπων, σε ταινίες με καράτε και ξύλο, σε ταινίες τρόμου ή αυτές του Στίβεν Σίγκαλ.
«Κάποια στιγμή πήρα το θάρρος», λέει ο Γιώργος, «και τον ρώτησα “συγγνώμη, εσύ κάνεις πολύ κουλτουριάρικο θέατρο και εγκεφαλικό, αλλά συνέχεια συναντιόμαστε σε κάτι b movies. Πώς κι έτσι;”». Μου είπε: «Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ελευσίνα και από μικρός έμπαινα πίσω από την οθόνη στα σινεμά και τα έβλεπα όλα, έχω μάθει πράγματα και από τις πιο άθλιες ταινίες». Είναι από τους λίγους που το έλεγαν αυτό. Εμένα μου κάνει εντύπωση που συναντώ ανθρώπους οι οποίοι δουλεύουν στον χώρο και μου λένε «δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι». Δεν το καταλαβαίνω. Είναι δυνατό να μην παρακολουθείς τη δουλειά; Πώς εξελίσσεται; Εμείς τώρα έχουμε ξετρελαθεί με το “Σογκούν” και το “Πένγκουιν”. Η μεταμόρφωση του Κόλιν Φάρελ είναι αριστουργηματική. Κάθε μέρα, βλέποντας, διαρκώς μαθαίνουμε και κάτι καινούργιο».
«Από μικροί σκεφτόμασταν περίεργα, διαφορετικά. Παίζει ρόλο το ότι μεγαλώσαμε στο εξωτερικό, είχαμε άλλα ερεθίσματα, πολύ πιο πλούσια από αυτά των παιδιών της γενιάς μας που μεγάλωσαν στην Ελλάδα. Οπότε ξεκινήσαμε χωρίς να ξέρουμε πού θα οδηγηθούμε. Ο καθένας μας έκανε διαφορετικά πράγματα, δεν χωρίσαμε ποτέ τις δουλειές, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Είχαμε έναν κοινό στόχο: να βρίσκουμε μια λύση, να λύνουμε κάθε πρόβλημα. Οπότε το μυαλό μας ήταν διαρκώς στο πώς θα ολοκληρώσουμε μια δουλειά, θέλαμε να είναι τέλεια. Έτσι αποκτήσαμε μεγάλη τεχνογνωσία σε υλικά αρχικά, τη βάση της δουλειάς μας, τα οποία αρχίσαμε να αγοράζουμε μόνοι μας από το εξωτερικό κυρίως. Στην ουσία, τα χρήματα που βγάζαμε τα επενδύαμε σε ό,τι νέο βλέπαμε για να κάνουμε τα πειράματά μας. Σκέψου ότι μάζευα από τον δρόμο ακόμα και πεταμένες κεραίες τηλεόρασης για να τις αξιοποιώ σε κατασκευές», λέει ο Ρούλης.
«Τα περισσότερα υλικά τα παραγγέλνουμε από το εξωτερικό. Αυτό με το οποίο δουλεύουμε περισσότερο είναι οι σιλικόνες. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά μας έρχεται πιο φθηνά μια παραγγελία από το εξωτερικό από το να αγοράσουμε από τα λίγα υλικά που υπάρχουν εδώ. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι το αίμα. Το παράγουμε μόνοι μας και είναι άριστης ποιότητας. Επίσης, φτιάχνουμε τατουάζ που χρησιμοποιούντα σε ταινίες, και εδώ μας ζητάνε κάτι πιο περίπλοκο και φυσικά πολύ αληθοφανές», λέει ο Γιώργος.
Όταν ζητούσαν κόσμο για τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, οι αδελφοί Αλαχούζοι σκέφτηκαν να πάνε στη Νέα Ζηλανδία. Είχαν αυστραλέζικο διαβατήριο και η διαδικασία ήταν εύκολη. Άλλαξαν τα σχέδιά τους όταν πήραν ένα φαξ για να δουλέψουν στα εφέ της ταινίας «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», που αρχικά είχε σχεδιαστεί ως μια ταινία παρόμοια με τον Στρατιώτη Ράιαν.
«Άλλαξε ο σκηνοθέτης κι έγινε αυτή η γλυκανάλατη ταινία, έτσι χάσαμε τη Νέα Ζηλανδία και τον Άρχοντα για τον Κορέλι», λένε. «Στη συνέχεια κάναμε μια μεγάλη δουλειά το 2008 με τους λυκάνθρωπους, το Dark Moon Rising, και πήγαμε έναν μήνα στην έρημο, στη Νεβάδα. Κάναμε τα σπέσιαλ εφέ, πήραμε και βραβείο στη Φλόριντα, στο φεστιβάλ τρόμου, γι’ αυτή την ταινία. Την επόμενη χρονιά πήγαμε στο Harry Potter and the Deathly Hallows - Part 2. Εκεί δουλέψαμε τα γκόμπλιν, στη σκηνή στην τράπεζα. Αυτή ήταν μια απίστευτα μεγάλη εμπειρία. Εκεί καταλάβαμε καλά ότι γενικά, αν ξέρεις να κάνεις τη δουλειά σου, δεν δημιουργείς πρόβλημα στην παραγωγή και δεν ανακατεύεσαι σε όλα, σε γουστάρουν και σε σέβονται. Στις μεγάλες παραγωγές δεν αρέσει το μπάχαλο. Μια ταινία είναι ομαδική δουλειά, δεν είσαι μόνος σου, πρέπει να συνεργαστείς με τον διευθυντή φωτογραφίας, τον σκηνοθέτη. Σε έχουν στα όπα όπα, σε ακούνε, δεν κάνουν ότι τα ξέρουν όλα.
Μάθαμε ότι το συζητούσαν έναν χρόνο, ότι ήθελαν “τα παιδιά από την Ελλάδα”. Γι’ αυτή μόνο τη σκηνή ήμασταν 140 άτομα που ασχολούμασταν με τα εφέ και τα μαλλιά και άλλοι 60 οι ηθοποιοί, εβδομήντα σεφ και οι υπόλοιποι 70 βοηθοί που ασχολούνταν με το φόντο. Ήταν μαζεμένη η αφρόκρεμα της Ευρώπης στα εφέ».
Κάθε χρόνο ο Γιώργος και Ρούλης ταξίδευαν σε φεστιβάλ και εκθέσεις και εκεί γνωρίστηκαν με όλους τους συναδέλφους τους, τους «εφετζήδες», όπως τους αποκαλούν. Εκεί κατάλαβαν ότι ανήκουν σε μια διεθνή κοινότητα. Μια φορά άκουσαν τον πολύ διάσημο, και θρύλο στα εφέ, Μάρτιν Ρεζάρ, που έχει δουλέψει σε μεγάλες ταινίες όπως το Μάτριξ και τα Άλιεν, να λέει στον γιο του, δείχνοντάς τους “αυτοί είναι πολύ διάσημοι στα εφέ”, και αυτό τους έδωσε μεγάλη χαρά, όπως χαρά τούς έδινε και το ότι τους επέτρεπαν να πηγαίνουν και να παρακολουθούν κάθε χρόνο τα γυρίσματα του Χάρι Πότερ. «Μας εμπιστεύονταν, βλέπαμε τι θα συμβεί στην επόμενη ταινία» λένε και όταν τους ρωτώ πώς και δεν έφυγαν στο εξωτερικό, μου απαντάνε: «Σκεφτήκαμε πολύ παλιά να φύγουμε έξω, αλλά εδώ ήμασταν σαν μικρή αυτοκρατορία. Επίσης κάνουν πράγματα που δεν κάνουν οι άλλοι, μακέτες και ήμασταν στον τόπο μας, μιλάγαμε τη γλώσσα μας. Πήγαμε όμως να διδάξουμε στο πανεπιστήμιο της Φινλανδίας και πάντα θέλαμε να κάνουμε κάποια workshops, αλλά ποτέ δεν μας περισσεύει χρόνος».
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 οι Αλαχούζοι έφτιαξαν μέσα σε δυόμισι μήνες 250 κομμάτια. «Εμείς φτιάξαμε όλα τα κεφάλια των αθλητών και τα 25 φουστάνια για τις Κόρες. Φαντάσου, μία εβδομάδα πριν από την έναρξη μάς έφεραν το τελευταίο σχέδιο. Νομίζω ότι ήταν μια απίθανη τελετή, έχουμε δει επόμενες και ήταν σαν μπάχαλο. Ήταν από τις πιο εντυπωσιακές ενάρξεις αγώνων, δείξαμε ότι μπορούμε να κάνουμε σπουδαία πράγματα», λέει ο Γιώργος.
Η πιο πρόσφατη μεγάλη δουλειά τους σε ταινία είναι στου Κρόνενμπεργκ που γυρίστηκε στην Ελλάδα. Εκεί έκαναν όλες τις μηχανικές κατασκευές. «Αρχικά, κάναμε τις μικρές κατασκευές, μετά μας ζήτησαν να κάνουμε και τις μεγάλες: ένα πελώριο κρεβάτι, καρέκλες απλές και μηχανικές. Ερχόταν εδώ ο Κρόνενμπεργκ δύο-τρεις φορές την εβδομάδα να δει την πρόοδο, μαζί με τη σκηνογράφο του και τον Βίγκο Μόρτενσεν, ήταν άψογοι», λέει ο Γιώργος.
«Δεν μας είπε ούτε μια φορά “δεν μου αρέσει αυτό”. Έλεγε “προχωρήστε εσείς, εγώ έρχομαι εδώ για τον Λέμι”. Μου έκανε εντύπωση που δεν ανακατευόταν και του το είπα, γιατί εδώ έχουμε συνηθίσει να λέει ο καθένας από μια άποψη. “Εγώ είμαι σκηνοθέτης”, είπε. “Προτιμώ να αφήνω του συνεργάτες μου ελεύθερους, να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό”. Ας πούμε, αν έπρεπε να λύσεις ένα πρόβλημα στο πλατό, γιατί όλα όσα φτιάχναμε τα δοκίμαζαν πρώτη φορά, έλεγε ο Κρόνενμπεργκ “μη στενοχωριέστε, κάντε τη δουλειά σας χωρίς άγχος” σε μια συνθήκη που τα γυρίσματα και ο χρόνος ήταν μετρημένα. Ήταν μεγάλο ρίσκο για εμάς, αλλά πήγε περίφημα», λέει ο Ρούλης.
Στην τηλεόραση ξεκίνησαν με τον Πάνο Κοκκινόπουλο και την «Ανατομία ενός εγκλήματος». Έκαναν πολλά επεισόδια, τρία χρόνια δουλειά. «Το πρόβλημα με τις παραγωγές είναι ότι θέλουν μεν να μην ξοδέψουν, αλλά να έχουν εφέ», λένε.
«Κάναμε πολλές δουλειές, π.χ. το “Έτερος Εγώ” του Τσαφούλια, αλλά η δουλειά που κόπηκε εντελώς, ειδικά μέσα στην κρίση, ήταν στο θέατρο, το μπάτζετ μηδενίστηκε. Παλιότερα ήταν αλλιώς, πλέον οι σκηνογράφο πάνε για μάσκες στα παιχνιδάδικα, δεν υπάρχει χρήμα. Τώρα κάνουμε τη Φάλαινα και όλοι πάλι συζητάνε για εμάς. Αυτή η παραγωγή είναι μεγάλη γιατί επέμενε ο Πυγμαλίωνας να γίνουν όλα σωστά. Δυο μήνες μας πήρε να φτιάξουμε τη στολή του κι εκείνος κάνει μιάμιση ώρα προετοιμασία πριν βγει στη σκηνή».
Αν υπάρχει κάτι που τους δυσαρεστεί, είναι να βλέπουν ανθρώπους να παίρνουν τη δουλειά τους και να την παρουσιάζουν σαν δική τους. Ειδικά με πράγματα που έχουν φτιάξει στο χέρι κομμάτι-κομμάτι και είναι δικά τους. Όσο και αν οι οικονομικές συνθήκες της δουλειάς έχουν αλλάξει και το κόστος έχει εκτιναχθεί, το σοβαρότερο πρόβλημα είναι η έλλειψη των υλικών που υπάρχει στην Ευρώπη γιατί τώρα γυρίζονται πολλές σειρές στο Netflix, γερμανικές, ισπανικές, και κάνουν παραγγελίες πολλούς μήνες νωρίτερα.
Το πιο αισιόδοξο για το μέλλον της δουλειάς αυτής είναι ότι παρατηρείται μεγάλη επιστροφή στα πρακτικά εφέ. «Έχει ανέβει πολύ το χειροποίητο, τα θεωρούν καλύτερα, πιο αληθοφανή εφέ, προσθέτουν καλλιτεχνική αξία στην ταινία. Λέγαμε ότι οι υπολογιστές θα κάνουν όλη τη δουλειά. Φυσικά και χρησιμοποιούν το ψηφιακό, αλλά έχουν ανάγκη την ανθρώπινη δεξιοτεχνία, το χέρι, για το ειδικό μακιγιάζ», λένε. Οι ίδιοι, μετά από σχεδόν μισό αιώνα, συνεχίζουν να ενθουσιάζονται εν όψει μιας πρόκλησης, της δημιουργίας ενός νέου προσώπου, ενός νέου πλάσματος. Πριν προλάβω να τους αποχαιρετήσω, έχουν ήδη καταπιαστεί με ένα καινούργιο σχέδιο, αναζητώντας την επόμενη ευφάνταστη λύση, ανοίγοντας ακόμα μια πόρτα στον κόσμο του φανταστικού.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.