ΕΧΩ ΑΚΟΜΑ ΖΕΣΤΕΣ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ. Η Εγνατίας ένα πυκνό πλήθος, κινούμενο και ακίνητο, σε ροή και σταματημένο, καθώς γινόταν όλο και δυσκολότερο να βρεις χώρο. Όλοι οι παράδρομοι μέχρι την Καμάρα και το Αριστοτέλειο με ανθρώπους κάθε γενιάς, πάρα πολλούς νέους και νέες, κυρίως όμως οικογένειες, ζευγάρια, πολλοί με τα καρότσια των μωρών. Ήταν ο λεγόμενος «γενικός πληθυσμός», το «εθνικό ακροατήριο» και όχι μόνο, ή όχι κυρίως ο κόσμος των οργανώσεων και της αριστεροσύνης. Αναγνώρισα πρόσωπα από την γειτονιά μου, την κοπέλα που δουλεύει στο καφέ λίγα μέτρα από το σπίτι, πρώην φοιτητές στα σαράντα τους με τα παιδιά τους, τη δασκάλα των Αγγλικών της κόρης μου.
Έπειτα από κάποιες ώρες επιστρέφοντας σπίτι εισέπραξα το θέαμα και κυρίως τη φιλολογία για τα επεισόδια και τα σχόλια θυμωμένων οπαδών του κυβερνητικού αφηγήματος που μιλούσαν για τον όχλο. Ένα εκατομμύριο πολίτες -και κάμποσοι χιλιάδες σε πλείστες γωνιές του πλανήτη- χαρακτηρίστηκαν μη πολίτες, άκριτη μάζα υποταγμένη στην ρηχότητα των συναισθημάτων. Είτε υποχείρια αφελή πουτινικών μηχανορραφιών είτε επαναβιώσεις της αιώνιας Αγανάκτησης.
Δεν υπάρχει «πένθος» δημόσιο δίχως πολιτική αιχμή. Η ηθική διαμαρτυρία είναι αδιάρρηκτα και πολιτικό μήνυμα.
Ας το πω απλά: πιστεύω ότι μια μετά από αυτή τη μέρα πολύ δύσκολα μπορεί να σταθεί το ίδιο σκηνικό, η ίδια κυβερνητική και πολιτική συνθήκη. Το γιγαντιαίο της κινητοποίησης συνέτριψε τα ετοιμόρροπα επιχειρήματα περί σχεδίων εκτροπής, ξένων δακτύλων ή κάποιου αντιδημοκρατικού «πραξικοπήματος». Κυρίως δεν μπορεί να διεκδικεί την νηφαλιότητα και την ευθυκρισία μια προσέγγιση στα πράγματα που δεν αντιλαμβάνεται το εξής: ότι δίχως έναν ενεργητικό λαό δεν μπορεί να υπάρξει καμιά θεσμική και κοινωνική ανάταξη. Όλες οι ολιγαρχικές, ψευδώς διαδικαστικές και στην ουσία ξινισμένες εκδοχές για τη λαϊκή διαμαρτυρία δεν έχουν κανένα έρεισμα. Προφανώς, η αλήθεια για τα Τέμπη δεν περιμένει τα πειράματα κάποιων φιλοκυβερνητικών «φυσικών επιστημόνων» για να λάμψει. Και ο αναστοχασμός για τα κρατικά και εταιρικά δεινά (όπως αυτά του ΟΣΕ, της Hellenic Train κλπ) δεν μπορεί να χωρέσει στην πασίγνωστη επωδό κάποιων «νεοφιλελεύθερων» για το κακό Δημόσιο και τους άχρηστους υπαλλήλους.
Τα πλήθη που έδειξαν την ισχύ τους δεν ήταν ένας κόσμος ακατέργαστης οργής ή αντιπολιτικού μένους. Δεν το διάβαζες πουθενά γύρω σου αυτό το πλαίσιο, το, ας το πούμε, «ακροδεξιό αντισυστημικό». Φυσικά σε μια τέτοιας έκτασης κινητοποίηση ανθρώπων υπήρξαν και μερίδες (κάποιες εκατοντάδες) που θεωρούν μοναδικό εξεγερσιακό ρεπερτόριο τα σπασμένα μάρμαρα και τις μολότοφ. Από όσα είδαμε και από μαρτυρίες (της Αθήνας), αυτή η χορογραφία - με κάποιες πραγματικά σκοτεινές άκρες, αλλά ας την θεωρήσουμε «ειλικρινή» - δεν άφησε κανένα αποτύπωμα στο μεγάλο δημοκρατικό γεγονός. Το γεγονός είναι ότι ο πληθυσμός έγινε λαός, καθημερινοί άνθρωποι αφιέρωσαν κάποιες ώρες σε μια τελετουργία που αποτελεί, όπως και να το κάνουμε, μέρος της δημοκρατικής μας νεωτερικότητας, της ιστορίας μας, των τρόπων που συναισθανόμαστε όσα μας συγκλονίζουν. Και ο λόγος και η σιωπή και οι κουβέντες κόμισαν συγχρόνως ηθικό και πολιτικό νόημα. Άλλωστε, όταν ο λαός κινείται για λίγο εκτός της οικονομικής, βιοποριστικής ή άλλης του ρουτίνας, όταν εγείρεται και συμπάσχει για κάποια δημόσια πληγή, όταν απαιτεί δικαιοσύνη, αναρωτιέται πάντα για τη στάση μιας εξουσίας, για τα όσα έκαναν ή λέγουν αυτοί που κυβερνούν. Δεν υπάρχει «πένθος» δημόσιο δίχως πολιτική αιχμή. Η ηθική διαμαρτυρία είναι αδιάρρηκτα και πολιτικό μήνυμα.
Η Παρασκευή 28/2 ήταν και μνημόνευση και απαίτηση δικαιοσύνης και μήνυμα για μια πολιτική με επίκεντρο την προστασία της ζωής και όχι την έκθεση στο θάνατο και σε όλες τις άλλες εκδοχές θανάτωσης και ασφυξίας. Το «δεν έχω οξυγόνο» που τόσο λοιδορήθηκε ως υπερβολικό, «αφηρημένο» ή μελοδραματικά άστοχο είναι μια εξαιρετική συμπύκνωση συλλογικών καταστάσεων που συχνά δεν μπορούν να ενθυλακωθούν σε «προτάσεις θεσμικές» ή «δημοσιονομικά μετρημένες λύσεις». Όταν μάλιστα ζητάς από τον κόσμο που δηλώνει την ασφυξία του ή κατανοεί (προσπαθεί να συναισθανθεί) την ασφυξία άλλων συμπολιτών, όταν του ζητάς παράβολα για να πρωτοκολληθεί το αίτημα στο υπεύθυνο γραφείο, όταν δηλαδή αντιμετωπίζεις την αφύπνιση των πολιτών από τη σκοπιά του αμέτοχου γραφειοκράτη και του κυβερνητικού κλητήρα, τότε δεν έχεις καταλάβει τίποτα. Ούτε από το πώς ζουν οι δημοκρατίες ούτε από τους λόγους που τις έχουν κάνει τόσο ευάλωτες και δίχως ζωντανά στηρίγματα.
Η μέρα για τα Τέμπη ήταν τελικά κάτι που δεν μπορεί να αφήσει αμετάβλητη την πορεία των πραγμάτων στη χώρα. Δεν ήταν μια «μαζική παραφροσύνη» εναντίον του «ορθολογισμού» αλλά μια μεγάλη ευκαιρία να αποκατασταθεί ο κριτικός, δημοκρατικός και βαθιά ανθρωπιστικός πυρήνας του ορθολογισμού ως εμπιστοσύνης στη συλλογική νοημοσύνη πολιτών που ζητούν το λόγο και διεκδικούν.