«Βγαίνω στο εξωτερικό περιβάλλον, σε πλατείες, δρόμους και γειτονιές χοροπηδώντας με τα υλικά μου πάνω στα χαρτιά. Στις παραλίες πλατσουρίζω στη ζέστη. Στο κρύο σφίγγομαι, τουρτουρίζω και μικραίνω. Τώρα τελευταία ανεβαίνω στον Λυκαβηττό. Έπιασα, ξεκινώντας, μια σταθερή συνθήκη μα ξέφυγα πάλι στα όρια των μεταβάσεων, εκεί που όλα κινούνται ραγδαία! Εισέρχομαι σ’ ένα μεταίχμιο πέφτοντας στο αναπόφευκτο κενό. Δεν είναι για τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος! Εκεί συναντιέμαι με μια δυσκολία και για να έρθω σε σχέση και να εννοήσω, θα καθίσω επτά χρόνια με την Καλυψώ! Ανεβαίνω στον Λυκαβηττό, τη δική μου ακτή, για το θεραπευτικό νήμα που μου στέλνει ο Ήλιος με τις ακτίνες του. Τη μιαν ακτίνα που με συνδέει δυνητικά προσδοκώ για να με πάρει πάνω απ’ την άβυσσο. Αυτό δεν είναι ποίηση! δεν είναι ούτε οίηση! Αυτά που άπλωσα εδώ, στον πάγκο της «ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ λαϊκής», είναι η πραμάτεια μου. Τ’ανολοκλήρωτα φτερουγίσματα, παραγωγή απ’ όλες αυτές τις μέρες στη σπηλιά της Καλυψούς και διαπνέονται όλα απ’ τον γεράσιμο ψίθυρο: 'Σκάσε και κολύμπα!'».

- Facebook
- Twitter
- E-mail
0