ΗΤΑΝ 30 ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ 1931 όταν, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις», η αμαξοστοιχία του Σεμπλόν Οριάν Εξπρές, έχοντας ξεκινήσει από τον σταθμό των συνόρων με κατεύθυνση προς τη Θεσσαλονίκη, κινούνταν με εξαιρετικά αργή ταχύτητα, καθώς οι ράγες της γραμμής είχαν σκεπαστεί από το όψιμο ανοιξιάτικο χιόνι. Μάλιστα, οι υπάλληλοι του σιδηρόδρομου είχαν λάβει την εντολή να προσέχουν μη τυχόν, εξαιτίας της τελευταίας κακοκαιρίας, η γραμμή είχε υποστεί βλάβη σε κάποιο σημείο της.
«Σημειωτέον ότι και άλλοτε εις παρομοίας περιπτώσεις κακοκαιρίας, και προ παντός εις περίπτωσιν χιονοθυέλλης, λαμβάνονται παρόμοια μέτρα προνοίας προς ασφάλειαν των ταξειδευόντων εκ του εξωτερικού διά την Ελλάδα επιβατών και αποφυγήν δυστυχημάτων, έστω και παραμικρών, τα οποία θα εδυσφήμιζον τυχόν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους εις το εξωτερικόν».
Κάποια στιγμή, ο βοηθός μηχανοδηγού, Γεώργιος Ασκιούρης, ειδοποίησε τον μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας ότι επάνω στην αριστερή ράβδο της γραμμής διέκρινε έναν σκοτεινό όγκο. Ο ίδιος υπέθεσε ότι επρόκειτο για κάποιο χοντρό ξύλο και ο μηχανοδηγός, όπως ήταν επόμενο, ελάττωσε ακόμη περισσότερο την ταχύτητα της αμαξοστοιχίας.
Το υπερφυσικό έντομο, όπως παρατήρησαν όλοι, είχε μήκος πάνω από ενάμισι μέτρο και χρώμα βαθύτατο πράσινο προς το γκρι. Πιθανότατα ήταν μισοπαγωμένο ή χτυπημένο, γι’ αυτό κινούνταν βραδύτατα παραπλεύρως της σιδηροδρομικής γραμμής.
Όταν όμως το τρένο πλησίασε αρκετά κοντά στην ακαθόριστη μάζα, όλοι σάστισαν όταν διαπίστωσαν ότι το παράξενο εκείνο πράγμα σάλευε.
Η κατάπληξη των επιβατών
Η αμαξοστοιχία προσέγγισε ακόμα περισσότερο και σταμάτησε λίγα μέτρα πριν από το σημείο όπου βρισκόταν το κινούμενο αντικείμενο. Η απροσδόκητη αυτή στάση έκανε τους επιβάτες να αναρωτιούνται τι συνέβη και να ανησυχούν μήπως επρόκειτο για κάποια βλάβη της αμαξοστοιχίας. Οι περισσότεροι, όμως, αψηφώντας το τσουχτερό μακεδονικό κρύο, κατέβασαν τα παράθυρα και άλλοι, πιο τολμηροί, βγήκαν έξω ή έσπευσαν να ζητήσουν πληροφορίες από τους υπαλλήλους του Σεμπλόν Οριάν.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, οι μηχανοδηγοί πήδησαν κάτω και πλησίασαν το παράξενο αντικείμενο που είχαν εντοπίσει από μακριά. Η κατάπληξή τους κορυφώθηκε όταν είδαν πως επρόκειτο για ένα αληθινό τέρας-ακρίδα, η οποία –άγνωστο πώς– είχε βρεθεί εκεί μετά την τελευταία χιονοθύελλα που προερχόταν από τον Βορρά.
Το υπερφυσικό έντομο, όπως παρατήρησαν όλοι, είχε μήκος πάνω από ενάμισι μέτρο και χρώμα βαθύτατο πράσινο προς το γκρι. Πιθανότατα ήταν μισοπαγωμένο ή χτυπημένο, γι’ αυτό κινούνταν βραδύτατα παραπλεύρως της σιδηροδρομικής γραμμής.
«Φαντάζεται ο καθείς την κατάπληξιν των ταξειδευόντων επιβατών και των υπαλλήλων της αμαξοστοιχίας. Δεν έμεινε κανείς απολύτως εις την θέσιν του και όλοι περιτριγύρισαν την τεραστία ακρίδα, εκφράζοντες με φωνάς και σταυροκοπήματα την κατάπληξίν των».
Η μεταφορά στην Αθήνα

Ο προϊστάμενος της αμαξοστοιχίας του Σεμπλόν Οριάν, ανώτερος σιδηροδρομικός υπάλληλος, κύριος Ιωαννίδης, εκτιμώντας τη σημασία του τερατώδους αυτού εντόμου και έπειτα από τις προτροπές πολλών επιβατών, αποφάσισε να το παραλάβει μαζί του και έτσι διέταξε να το ανεβάσουν στην αμαξοστοιχία.
Μετά από πολλούς κόπους η γιγαντιαία ακρίδα τοποθετήθηκε στο βαγόνι. Καθώς ήταν ημιναρκωμένη από το χιόνι, μεταφέρθηκε και προσδέθηκε στη σκευοφόρο χωρίς αντίσταση. Επιπλέον, οι σιδηροδρομικοί τοποθέτησαν δίπλα της μερικά χόρτα, «τα οποία όμως, εβεβαίωσαν, η ακρίς ουδόλως έθιξε, παραμείνασα καθ’ όλην την διαδρομήν ημιναρκωμένη».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ακρίδα μεταφέρθηκε στην Αθήνα και φυλάχθηκε επί δύο ολόκληρες ώρες στην αποθήκη του Σταθμού Λαρίσης, μέχρι να ειδοποιηθεί η διεύθυνση του Ζωολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία απέστειλε αμέσως δύο υπαλλήλους για να εξετάσουν το τρομερό ζώο. Αμφότεροι αποφάνθηκαν ότι «πρόκειται, πραγματικά, περί καταπληκτικού πράγματος, περί ενός τέρατος-ακρίδος υπερφυσικών διαστάσεων». Ωστόσο, παρότι η εν λόγω ακρίδα αποτελούσε «μοναδικόν και πολύτιμον εύρημα», δεν ήταν δυνατό να μεταφερθεί αμέσως στο Ζωολογικό Μουσείο τόσο εξαιτίας της έλλειψης καταλλήλως διαμορφωμένου χώρου όσο –και κυρίως– επειδή ήταν ακόμα ζωντανή. Έτσι, αποφασίστηκε να ειδοποιηθεί η Επιτροπή Κήπων και Δενδροστοιχιών, η οποία και «εδέχθη ευχαρίστως όπως μεταφερθεί η γιγαντιαία ακρίς και εκτεθεί εις τον Εθνικόν Κήπον».

Καθ’ υπόδειξη του διευθυντή του Εθνικού Κήπου, η ακρίδα τοποθετήθηκε στο διαμέρισμα όπου φυλάσσονταν τα ζαρκάδια, οι πέρδικες και τα παγόνια. Μέσα σε εκείνο το διαμέρισμα διαρρυθμίστηκε ένα κατάλληλο μέρος, το οποίο περικλείστηκε με δικτυωτό συρματόπλεγμα, προκειμένου η γιγάντια ακρίδα να εκτεθεί σε κοινή θέα.
Η ανεύρεση της ακρίδας αποτέλεσε επιστημονικό γεγονός, ενώ η υπηρεσία του Ζωολογικού Μουσείου αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για ένα από τα σπανιότερα είδη. Μάλιστα, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ακρόπολις», ένα αντίστοιχο πλάσμα είχε εντοπίσει έναν χρόνο πριν έξω από το Βερολίνο ο διάσημος καθηγητής Εντομολογίας Πολ Φίσερ, ο οποίος στη σχετική προς την Ακαδημία ανακοίνωσή του τόνιζε ότι το τερατώδες αυτό έντομο έχει πολλές ομοιότητες με την κατηγορία ενός πολύ επικίνδυνου εντόμου που φέρει το επιστημονικό προσωνύμιο «ακρίς η σταυρόνοτος» ή «αφρικανική», η οποία αποκαλείται «μπδόνα» από τους ιθαγενείς. Ο Φίσερ εξέφρασε επίσης τη θέση ότι η ακρίδα που βρήκε είχε αναπτυχθεί σε κάποιο σπήλαιο. Προφανώς, κάτι παρόμοιο συνέβη και με την ακρίδα που βρέθηκε ημιναρκωμένη από το χιόνι στη Μακεδονία, η οποία, με βάση την εξέταση της υπηρεσίας του Ζωολογικού Μουσείου Αθηνών, ήταν ζήτημα αν θα κατάφερνε να ζήσει περισσότερο από μία ή δύο μέρες.
Οι παραπάνω πληροφορίες της «Ακροπόλεως» συνοδεύονταν και από μια δημοσιευμένη φωτογραφία της ακρίδας. Η συγκεκριμένη λήψη είχε τραβηχτεί την προηγούμενη μέρα από τον φωτορεπόρτερ Εμμανουήλ Μεγαλοκονόμου κατά τη μεταφορά του εντόμου από συνεργείο τριών υπαλλήλων του Εθνικού Κήπου.
Βέβαια, το φύλλο στο οποίο φιλοξενήθηκε η συγκεκριμένη ιστορία, που υποτίθεται ότι είχε εκτυλιχθεί τις δύο προηγούμενες ημέρες, ήταν αυτό της 1ης Απριλίου 1931. Στο φύλλο της επόμενης ημέρας, η εφημερίδα επανήλθε με μια εξήγηση.
Πρωταπριλιά!
«Με τις υγείες σας και του χρόνου! Και να μας συγχωρείτε. Ούτε η ακρίδα των τεραστίων διαστάσεων υπήρχε εις τον Εθνικόν Κήπον ούτε σιδηροδρομικοί υπάλληλοι Ασκιούρης και Ιωαννίδης υπάρχουν, αλλ ̓ ούτε και διάσημος Γερμανός εντομολόγος Πολ Φίσερ ευρίσκεται εις τον κατάλογον των ζώντων. Υπήρχε μόνον ο ημεροδείκτης, ο οποίος έγραφε 1 Απριλίου».
Ο Ευστάθιος Θωμόπουλος, συντάκτης της εφημερίδας, ανέλαβε να εξιστορήσει τα επακόλουθα της πρωταπριλιάτικης αυτής φάρσας. Όπως ανέφερε ο φύλακας του Εθνικού Κήπου, ο κόσμος έφθανε εκεί καταμουσκεμένος από την ξαφνική νεροποντή, ασθμαίνοντας και ζητώντας να μάθει πού ακριβώς βρίσκεται η πελώρια ακρίδα. Μέχρι το απόγευμα, άνθρωποι κάθε ηλικίας, φύλου και τάξης ανεβοκατέβαιναν στον Εθνικό Κήπο για να αντικρίσουν με τα μάτια τους το ανύπαρκτο θέαμα του τεράστιου εντόμου. Συγχρόνως, οι αναγνώστες της «Ακροπόλεως», αφού την έπαθαν οι ίδιοι πρώτα, σκάρωναν με βάση το ίδιο ψέμα ολόκληρη οδύσσεια προς όσους έφταναν καθυστερημένοι στο σημείο, λέγοντάς τους ότι η ακρίδα βρισκόταν πότε στο βάθος του Κήπου, πότε δεξιά, πότε ότι μεταφέρθηκε στο Ζάππειο και πότε στον Ζωολογικό Κήπο.

«Πλήθος από κοριτσόπουλα επίσης έτρεξε διά τον αυτόν λόγον και ολόκληραι αι ειδικαί υπηρεσίαι των Υπουργείων Γεωργίας και Συγκοινωνίας. Το ωραιότερον είναι ότι ο φύλαξ της προς τη λεωφόρον Αμαλίας εισόδου, μπαρμπα-Γιώργης, απελπισθείς να διαψεύδει, απεφάσισε να γκαφάρει και ο ίδιος και ο αθεόφοβος ηθέλησε να μας την φτιάξει και εις ημάς τους ιδίους. Όταν τον ρωτήσαμε επίτηδες πού ευρίσκετο το τεράστιον έντομον, χωρίς να διστάσει μας είπε: “Προς τα εκεί. Προχωρείτε επάνω και θα τη βρείτε!”».
Όμως τον μπελά του βρήκε και ο περιπτεράς έξω από την είσοδο του Εθνικού Κήπου, καθώς, γύρω από το περίπτερό του, πραγματοποιήθηκε σωστή διαδήλωση και ο ίδιος μετατράπηκε σε γραφείο πληροφοριών. Ο Θωμόπουλος δικαιολόγησε όλην αυτή την αναστάτωση που προκάλεσε η «Ακρόπολις» στο πλαίσιο μιας παλιάς παράδοσης της εφημερίδας που επέβαλε να τηρηθεί για άλλη μια χρονιά το ανώδυνο λαϊκό έθιμο.
Ο ίδιος περιέγραψε το παρασκήνιο της φάρσας, καθώς και τις εναλλακτικές ιδέες που τελικά απορρίφθηκαν. Ειδικότερα, στη σύσκεψη των συντακτών της εφημερίδας κάποιος πρότεινε να αναγγελθεί ότι από τα μεγάφωνα της πλατείας Συντάγματος θα ακούγονταν δίσκοι του Ελευθέριου Βενιζέλου να τραγουδά κρητικά άσματα, ενώ άλλος ότι θα εμφανίζονταν κατά τις δέκα το πρωί «οι οπαδοί της μυστηριώδους οργανώσεως Κου Κλουξ Κλαν με τους λευκούς ποδήρεις χιτώνας». Τέλος, εν μέσω πολλών συζητήσεων και καλαμπουριών, προκρίθηκε η λύση της ακρίδας.
Για να γίνει όμως το πράγμα πιστευτό, χρειάστηκε να σκαρωθεί και η απαραίτητη φωτογραφία. «Πρόκειται απλώς περί μεγεθύνσεως με τον φωτογραφικόν φακόν μιας μικροτάτης ακρίδος. Πρέπει ακόμη να εξηγηθεί ότι οι εργάται εις την πραγματικότητα έσυραν το πτώμα ενός αλόγου. Εις την θέσιν του πτώματος, περικοπέντος, επεκολλήθη η μεγέθυνσις της ακρίδος. Τα υπόλοιπα τα συνεπλήρωσεν η σινική μελάνη και το κραγιόν του σκιτσογράφου».
Η ομάδα dirty '30s & late '20s αποτελείται από την Εύα Γανίδου, δρ. νεοελληνικής φιλολογίας και τον Τάσο Θεοφίλου, ερευνητή-συγγραφέα.