1. Μεσημέρι: Σ' ένα υπόγειο καφενείο, / που αφάνεια συμπαθητική προσέφερε, / ώρες μεσημεριάτικες / συντονιστήκαμε. / Σε λίγο / το έντονο φως του έρωτα φορέσαμε, / που όπως φαίνεται / μας πήγαινε πολύ. / Γιατί μια ζωγραφιά του Αβέρωφ / και μια φωτογραφία του ιδιοκτήτη / (που διέκοπταν ηρωικά / του τοίχου την ανία) / μας έτερπαν περίσσια. (Από τη συλλογή Έρεβος, που εκδόθηκε το 1956)
2. 1η Απριλίου: Ο Απρίλης / –φημισμένος κηπουρός– / πήδηξε το πρωί στον χέρσο κήπο μου / κι ένα εξαίσιο έμπηξε τριαντάφυλλο./ / Η άνοιξη, / κρυμμένη πίσω απ' το τριαντάφυλλο, / βλέπει την έκπληξή μου και γελάει, / ενώ με την απέραντη χαρά μου / παρασημοφορεί τον μάγο κηπουρό. (Από τη συλλογή Ερήμην, που εκδόθηκε το 1958)
3. Υλικά: Εκεί που τελειών' η οδός Καλλιδρομίου / – τον δρόμο αυτό περίτεχνα χειρίστηκε / αγαπημένος ποιητής – / κατεδαφίζεται παλαιά οικία: με τα ενδόμυχά της, / με ό,τι η είσοδός της έφερε, / και τους λυγμούς ονείρων στα δωμάτια.// «Τα υλικά πωλούνται». Κι εκεί / ανάμεσα λίθων, κεράμων και ανθρωπίνων, το σώμα κάθεται μιας νέας γυναίκας / – εντοιχισμένο στην πρόσοψη έζησε / και στα διατρέξαντα – σώμα / εκ τερακότας και απορίας μεγάλης, / που περιττεύει πια / και δεν πωλείται... / Μένει στην άκρη του δρόμου / καταμεσής του πρωινού / και περιμένει / να περάσει ο ποιητής διά τα περαιτέρω. (Από τη συλλογή Επί τα ίχνη, που εκδόθηκε το 1963)
4. Οι πικροδάφνες (Λόφος Φιλοπάππου): Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ. / Ο λόφος δεν σε ξέρει. / Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις. / Κι έτσι μπορώ να σταθώ / στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας / για να απολαύσω ανενόχλητα / αυτό το κάθαρμα τη δύση. (Από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, που εκδόθηκε το 1971)
5. Τρέχα γύρευε: Πότε πότε μας θυμάται το μέλλον / όσο μακριά κι αν βρίσκεται, / όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε, / γραμμένο πάντα βιαστικά / γιατί διαρκώς αναχωρεί / για πιο μακριά ακόμα. / Τι να το κάνεις; / Γραφτά που μένουνε αδιάβαστα. / Κανείς δεν ξέρει από μας / να διαβάσει τι γράφει το μέλλον. / Παρεκτός κάτι ελάχιστες / γραμματιζούμενες ελπίδες. / Τρέχα γύρευε. (Από τη συλλογή Το τελευταίο σώμα σου, που εκδόθηκε το 1981)
6. Κονιάκ μηδέν αστέρων: Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων. / Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει / – έχει μεγάλη πείρα ο χαμός. / Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό / του ανώφελου. / Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη / να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας / σε ό,τι έχει πεθάνει. // Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής φωτογραφίας / που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της: / νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι / ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας. / Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος; / Θα πεις / και πού δεν ήταν τότε θάλασσα. (Από τη συλλογή Χαίρε Ποτέ, που εκδόθηκε το 1988)
7. Ηχογράφηση φειδωλότητας: Λοιπόν, μόνον Απρίλη Μάη / μπορώ ν' ακούσω από τα χείλη του πρωτότυπου / τη μεθυστική του συντομία // Δεν θα 'ρθω αποφάσισα. Δεν είναι πρωτότυπο κάτι να μη διαρκεί // Ενώ ετούτη η κασέτα θα παρατείνεται / τουλάχιστον όσο χειμώνας διαρκέσω εγώ. // Βάλε να την ακούσεις θάρρος. (Από τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης, που εκδόθηκε το 1994)
8. Σαν μπλουζ: Τι μου χτυπούσες νύκτωρ από πάνω, Ύψιστε / το πάτωμα με το πάνθ' ορών μπαστούνι σου; / Το πιο σωστό να 'ρχόσουν να βοηθήσεις. / Δεν μ' έβλεπες; Μάζευα πεταμένη ανθρωπότητα / από το σκουπιδιάρικο ενός ντοκιμαντέρ – αποπνικτική / η πείνα ανάδινε θλίψη σκουρόχρωμης φυλής σου. / Δεν έβλεπες πόσο βαριά έκλειναν ένας ένας / οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια της; // Καλά, τι έγιναν οι άρτοι; Ο Άγιος / φούρναρης που ζύμωσε τον πολλαπλασιασμό τους / και έφαγαν πάντες και εχορτάσθησαν μήπως ήταν ρατσιστής; // Κορίτσια –οικείο τρυφερό παιχνίδι / κατάλληλο δώρο για κούκλες μικρής ηλικίας– / κείνται στα φορεία του ήλιου. / Εβιάσθη η διάπλασή τους, όπου να 'ναι / θα αποκτήσουν αραπάκι χώμα νόθο / Συ, μάλλον, ο Πατέρας. / Βρέφη κρεμασμένα στη θηλή του γόου / κάτι πέτσες μάνες στύβουν στύβουν / την εικόνα να κατεβάσει γάλα. / Ισχνότης ζωγραφίζει επί διαφανούς μεμβράνης / ταχείς σκελετούς που πλέκουν αγόρια / Δεκάχρονα περίπου – σύγκρινε~/ στην ηλικία τους Εκείνος δωδεκαετής / εκήρυττε ναόν συσσιτιάρχην~/ απανταχού. // Δεν θα το πιστέψεις, ετούτα εδώ τα πλάσματα / μαζί με τον Χριστό όταν ακόμα ήτανε σταυρουλάκι / κόσμημα πανάλαφρο στον ανήφορο λαιμό / εγώ τα 'χω γεννήσει~ ρόδινα. Τότε που ήταν δυνατόν. / Τότε που συνελάμβανα ευθύς / με τον παραμικρό άγγελο τους κρίνους / μυρίζοντας απλώς και μόνο τον λευκό / παρθενικά ανύποπτον ακόμα ευώδη κόσμο. // Γι' αυτό κι εγώ~/ τρύπησε ο κουβάς της ματαιοπονίας / και δεν της αγοράζω έναν καινούργιο. (Από τη συλλογή Ενός λεπτού μαζί, που εκδόθηκε το 1998)
[Από τη στήλη RADIO BOOKSPOTTING του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη]