1. Άλλωστε η Βίβλος δεν θα μπορούσε να εννοεί κάτι άλλο, όταν μιλούσε για περπάτημα πάνω στο νερό, παρά μόνο το σέρφινγκ (Thomas Pynchon, Έμφυτο Ελάττωμα).
2. Κακό πράμα η κατάθλιψη. Πολύ κακό, το στρίμωγμα. Χείριστο, η ολούθε σκοτεινιά, η πτώση πάσης προοπτικής, ο εγκλωβισμός στο Τίποτα του Πουθενά. Και παρατηρώ, ολοένα και πιο έντιμα και έντονα, ότι μονάχα όσοι έχουν από χρόνια μείνει πιστοί στις προσηλώσεις τους, μονάχα όσοι το μποστάνι των εμμονών το καλλιέργησαν με εσαεί εκνευριστική επιμονή, ναι, επίμονοι κηπουροί στο περιβολάκι πίστης πολυτελείας, που όμως γίνεται πλέον πίστη λυτρωτική, καθότι ανάσα μες στην πνιγηρότητα, ναι, μονάχα αυτοί είναι οι Φονιάδες της Κατάθλιψης, μονάχα αυτοί μπορούν να είναι Λυτρωτές και Λυτρωμένοι.
3. Για να σκεφτούμε γιατί τελειώνει ένα μυθιστόρημα έτσι, με τούτη τη φράση: «Να διαλυθεί η ομίχλη, και αυτήν τη φορά, με κάποιον τρόπο, να αφήσει πίσω της κάτι διαφορετικό». Μια φράση λίαν αισιόδοξη, σε καιρούς μάλλον απαισιόδοξους. Μια φράση που δεν της λείπει το χιούμορ. Μια φράση που είναι κατακλείδα ενός μυθιστορήματος 435 σελίδων, τίγκα στη μουσική, στις πλάκες, στα αναπάντεχα επεισόδια, στο αναντάμ-παπαντάμ και στη γενεαλογία της ξέφρενης, εκτυφλωτικής, εκκωφαντικής τεμπελχανίασης –τεμπελχανιάσεως, με έμφαση στο -ιάσεως–, που συνιστά το ύφος της Δεκαετίας του Εξήντα, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη.
4. Τελειώνει έτσι γιατί αρχίζει με ένα ποιητικό τροχιοδεικτικό από τον Μάη του '68: «Κάτω από το λιθόστρωτο, η παραλία», επινοημένο ή από τον λεγόμενο «ποιητή των τοίχων», τον αριστοκράτη αναρχικό situationniste, τον Christian Sebastiani, είτε από τον ίδιο τον «στρατηγό» των εξεγερμένων, τον περιλάλητο Guy Debord.
5. Τελειώνει έτσι, διότι ένα κατάστημα ειδικευόμενο στα είδη καπνιστού μαριχουάνας παίζει από τις πρώτες σελίδες και φέρει την ονομασία Το Ουρλιαχτό του Υπεριώδους Μυαλού, και διότι επίσης παίζει ένας αδιανόητος αλάνης Έλληνας που ακούει στο όνομα Τίτος Σταύρου, νοικιάζει ξεχαρβαλωμένες ψυχεδελικές λιμουζίνες και ακούει μετά μανίας Ρόζα Εσκενάζυ από κασέτες στο στερεοφωνικό του αυτοκινήτου του. «Άκου την, τη λατρεύω αυτή την τύπισσα, ήταν η Μπέσι Σμιθ της εποχής της, τραγουδούσε με την ψυχή» λέει ο Τίτος Σταύρου. «Τι άτιμο μεράκι, ποιος δεν το 'χει νιώσει αυτό, ρε φίλε; Μια ανάγκη τόσο απεγνωσμένη, τόσο εξευτελιστική, που ό,τι κι αν πεις γι' αυτή θα είναι τρίχες».
6. Εμπνέομαι από τη διάπυρη αισιοδοξία του συγγραφέα, από τη διάθεσή του να συνθέσει ένα (ακόμα ένα, δηλαδή) βιβλίο όπου εκθειάζονται οι τόποι και οι τρόποι της αθωότητας, η ηθική που άδολου παιχνιδιού, η πολύχρωμη αμεριμνησία, το διαβολεμένα άοκνο έλα-να-δεις. Εμπνέομαι, ξανά και ξανά, από έναν κρεμανταλά, όπως τον φαντάζομαι, κομμάτι ανατσούμπαλο, εκ πεποιθήσεως και εκ γενετής, άμα λάχει, γαλανομάτη και λίαν φλύαρο και γελαστό, παρά τις περί του αντιθέτου ανυπόστατες φήμες. Εμπνέομαι, ιδίως μεσούσης της κρίσεως και της ακατάσχετης υποκρίσεως, από έναν γεροπιτσιρικά, από έναν πιτσιρικόγερο, που σερφάρει πάνω σε γιγάντια τιρκουάζ κύματα προς τα εβδομήντα έξι του χρόνια (στις 8 Μαΐου έχει γενέθλια), που είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας μονίμως τα τελευταία δέκα χρόνια και που, σύμφωνα με τις πλέον εμπεριστατωμένες και τριπλοδιασταυρωμένες μελέτες και πληροφορίες, είναι, αναντιρρήτως, Ο Συγγραφέας του Εικοστού Πρώτου Αιώνα.
7. Ο λατρεμένος μας, που χαίρομαι γιατί κερδίζει ολοένα και πιο ωραίους πόντους μες στις ελληνικές αναγνωστικές καρδούλες, έγραψε το πιο αισιόδοξο βιβλίο των τελευταίων ετών. Και μας το δώρισε. Και ο μεταφραστής/αναδημιουργός, ο ξακουστός πια σε ορισμένους κύκλους της έλλογης παραφοράς, ο Γιώργος Κυριαζής, το γύρισε επιδέξια και μαγκιόρικα στα λαμπρά ελληνικά. Το Έμφυτο Ελάττωμα (εκδ. Καστανιώτης) είναι η πιο γκαγκάν-γκαγκάν υπενθύμιση ότι, φίλες και φίλοι, όσο κι αν μας στριμώχνουν η μέγγενη, το δόκανο, ο τροχός, η γκαρότα της αδίστακτης, αλλά χαζής Πραγματικότητας του Χθαμαλού, τόσο θα μπορούμε να την κοπανάμε στο Καταγώγιο της Καταγωγής μας, δηλαδή να σερφάρουμε στα σύγνεφα. Να 'σαι καλά, Commander!
σχόλια