#quote#
Τον Σταυριανό τον γνώρισα στο facebook. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το βιβλίο του Κ.Ι.Χ. και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραφε γι' αυτό διθύραμβο: το χαρακτήριζε «παγκόσμια καινοτομία λόγω των θεατρικών-κινηματογραφικών διαλόγων που γεννιούνται μέσα από τη μυθιστορηματική αφήγηση», μίλαγε για «ανατροπή-ρίσκο» και «μια αστυνομική πλοκή που δεν έχουμε ξαναδεί», ενώ κατέληγε ότι «είναι ένα ρίσκο που ανάλογά του μόνο ο Χίτσκοκ τολμούσε να πάρει». Το βιβλίο του πραγματικά δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως είδος. Και είναι πολύ ιδιαίτερο, με έναν ευφυή μαθηματικό γρίφο στη ραχοκοκαλιά που σε κάνει να θαυμάζεις τις γνώσεις του συγγραφέα και τον ξεχωριστό τρόπο που έχει χτίσει τους χαρακτήρες των ηρώων του. Λες κι έγραφε σενάριο για ταινία (στη συνέντευξη το επιβεβαίωσε, είχε όντως το σινεμά στο μυαλό του).
Με τον Σταυριανό κανονίσαμε να συναντηθούμε για να μιλήσουμε για το βιβλίο του πολλές φορές, κάθε φορά όμως κάτι συνέβαινε και η συνάντηση ακυρωνόταν. Πέρασαν ιώσεις, επεμβάσεις, μετακομίσεις, χωρισμοί και, τελικά, μετά από μήνες, καταφέραμε να τα πούμε από κοντά. Ο Σταυριανός δεν έχει γράψει μόνο το Κ.Ι.Χ. αλλά και θεατρικά, τα οποία έχει ανεβάσει όχι μόνο σε δική του σκηνοθεσία αλλά και κρατώντας κι ο ίδιος κάποιο ρόλο. Δεν του αρέσουν οι ταμπέλες, αλλά εκτός από συγγραφέας είναι και ηθοποιός – αυτό έχει σπουδάσει. Και γραφίστας. «Δεν μπορώ να κατανοήσω το καπιταλιστικό πρότυπο της εξειδίκευσης» λέει. «Γιατί ξεχάσαμε τον αναγεννησιακό καλλιτέχνη; Καλλιτέχνης-σουγιάς. Χρησιμοποιείς όποιο εργαλείο είναι καταλληλότερο κατά περίπτωση, ή συνδυασμό αυτών. Η ερώτηση δεν θα έπρεπε να είναι "ποια είναι η ιδιότητά σου", αλλά "τι κάνεις για να μη σκουριάσει ο σουγιάς σου, τα εργαλεία σου"».
Ο Σταυριανός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη και από πολύ μικρός ήθελε να γίνει ζωγράφος ή ηθοποιός. Ή και τα δύο. Αργότερα, που άρχισε να γράφει, κατάλαβε ότι η συγγραφή ήταν κάτι που το είχε μέσα του και του έβγαινε με άνεση. «Αντί να κρατάω βούρτσα και να μιμούμαι τον Mάικλ Τζάκσον, έπαιρνα μια πένα και μιμούμουν τον Φρέντυ Γερμανό» λέει. «Η Αλεξανδρούπολη είναι όμορφη πόλη. Θάλασσα, βουνό, ποτάμι. Ίσως γι' αυτό ένιωθα περιορισμένος. Υπήρχε παντού ένα φυσικό εμπόδιο. Το μεγαλύτερο, όμως, ήταν οι άνθρωποι. Δεν είναι κακοί. Το ακριβώς αντίθετο. Αγνοί. Και αυτή η αγνότητά τους τούς κάνει να φοβούνται. Δυστυχώς, στην επαρχία γίνονται μεγαλύτερα τέρατα και, μάλιστα, σκεπάζονται με τα σεμεδάκια της γιαγιάς, για να μην το μάθει η γειτονιά».
Το πρώτο θεατρικό που έγραψε και ανέβασε λέγεται Τρία Κάππα. «Πρόκειται για αληθινή ιστορία που είδα στον Larry King. Μια ιστορία που μιλά για το μοναδικό πράγμα που οφείλουμε να μη συγχωρούμε». Δεν λέει ποιο είναι αυτό, πάντα κρατάει ένα μυστικό από την υπόθεση των έργων του. Κι έχει κάτι αστείο να διηγηθεί. «Το Κ.Ι.Χ. είναι ένα αστυνομικό δράμα με θεατρικούς/κινηματογραφικούς διαλόγους. Το ξεκίνησα στα 17, το τελείωσα στα 27, και εκδόθηκε πριν από έξι μήνες. Τη λατρεία μου για την ψυχολογική και νοητική έρευνα που σε προκαλεί να μπεις σε ένα αστυνομικό έργο την απέκτησα βλέποντας το Ψυχώ. Είχα προτείνει στην ξαδέρφη μου να κάνουμε τη σκηνή με την ντουζιέρα με μια σπάτουλα και σάλτσα Πουμαρό, αλλά δεν δέχτηκε να τσιτσιδωθεί για την τέχνη!». Το βιβλίο έχει πάρει πολύ καλές κριτικές. «Ποιος το περίμενε; Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι όταν μου στέλνουν σχόλια στο facebook για το Κ.Ι.Χ. Καμαρώνω για ένα πράγμα απ' όσα μου λένε. Κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα να βρει τον δολοφόνο».
Μιλάει για το Ασανσέρ, το θεατρικό που είναι έτοιμος να ανεβάσει (υπό την αιγίδα τoυ Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της UNESCO), και αναφέρεται στις φοβίες. «Ξεκινά από τους φόβους που μπορεί να σε πιάσουν σε ένα ασανσέρ, όπως κλειστοφοβία, υψοφοβία, αγοραφοβία του ενικού, και καταλήγει σε πιο βαθιές φοβίες, όπως αυτές της εγκατάλειψης, του ανεξέλεγκτου πόθου, της συνήθειας. Βρίσκει, όμως, τον κοινό φόβο όλων μας, κάτι που σέρνεται στα πόδια μας κάθε μέρα, βάζοντας εμπόδια σε ό,τι κάνουμε. Ποιος είναι αυτός; Δεν θα σου πω! Δεν φοβάμαι ποντίκια, κατσαρίδες και αρκούδες. Μικρός είχα φάει και μια κατσαρίδα! Τα φίδια, όμως, τα τρέμω. Όχι τους σφιγκτήρες, αλλά τα μικρά δηλητηριώδη. Σκέφτομαι ότι σέρνονται ύπουλα για να σε λαβώσουν εκεί που δεν το περιμένεις. Τώρα που το σκέφτομαι, είχα και κάτι φίλους τέτοιους».
«Θεατρικά μου έχουν εκδοθεί μόνο τρία κι έχω ανεβάσει άλλα δύο. Ο Ορνιθόρυγχος είναι μια ιστορία-κουβάρι από πολλές αληθινές ιστορίες γκέι ατόμων. Δύο διαμερίσματα, ένα γκέι αντρών και το απέναντι, γκέι γυναικών, που ζουν ακραία την ερωτική τους ζωή. Όλο το έργο συνοψίζεται σε τρεις λέξεις από έψιλον: Εκδίκηση, Εγκατάλειψη, Εξάρτηση».
Του Σταυριανού του αρέσει πολύ να βγαίνει στο μπαλκόνι και να κρυφακούει. Να αφουγκράζεται ήχους και διαλόγους των γύρω πολυκατοικιών, των περαστικών στον δρόμο, των ανθρώπων που ζουν τις καθημερινότητές τους μέσα σε ένα διαμέρισμα, που κουβεντιάζουν, κάνουν σεξ, μαλώνουν, συμφιλιώνονται.
«Τις ιστορίες στα θεατρικά μου τις μάζεψα κρυφακούγοντας ανθρώπους να μιλάνε σε μπαρ» εξηγεί. «Μερικές είναι ιστορίες φίλων μου που πήρα άδεια για να τις ενσωματώσω στο έργο, οι πιο πολλές όμως είναι αγνώστων που άκουσα τυχαία».
«Υπάρχει ακόμα έντονος σεξουαλικός ρατσισμός. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Δεν πιστεύω ότι θα εξαλειφθεί, τουλάχιστον άμεσα. Είναι σφηνωμένα τόσα συμπλέγματα μέσα μας – και μιλάω για όλα τα φύλα. Ας το καταλάβουμε, το ότι δεν είμαστε ίδιοι δεν δημιουργεί ανισότητα μεταξύ μας».
«Στην Αθήνα μου αρέσει που έχει πιο πολλά θέατρα από το Λονδίνο. Που υπάρχει μέσα της κομμάτι από την Αλεξανδρούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Υόρκη, τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και ένα σωρό νησιά, και αυτό το βλέπεις είτε στην Πλάκα είτε στο Φάληρο. Την εικόνα πλέον μου τη χαλάει η μιζέρια των ανθρώπων. Δικαιολογημένη 100%, αλλά αυτό με χαλάει. Τελικά, μετά την τουριστική περιήγηση, μια πόλη καταλαβαίνεις ότι την κάνουν οι άνθρωποι και όχι τα αξιοθέατα. Ξέρεις γενικά τι με βοηθά στην αποσυμφόρηση πληροφοριών και μαζεμένης ρουτίνας; Μια βόλτα από την Τεχνόπολη μέχρι το Θησείο μέσω του πλακόστρωτου του Κεραμεικού.
Νομίζω πως έναν ξένο θα τον πήγαινα στο θέατρο, κι ας μη γνωρίζει τη γλώσσα. Μετά, σε κάποιο καλλιτεχνικό στέκι για καλή ελληνική κουζίνα και οινόμελο. Την Ακρόπολη τη βρίσκει και μόνος του».