Ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας που έφυγε πριν λίγες μέρες από τη ζωή, πλήρης ημερών στα 91 του, πήρε μαζί του και τα ξεψυχίσματα ενός κόσμου που χάθηκε καθώς και μια περηφάνια ανθρώπων άλλης κοπής.
Το ερώτημα σε ποιο βαθμό συναισθάνεται ο φωτογράφος στον παρόντα χρόνο το τι καταγράφει χάριν του μέλλοντος είναι ίσως ανάλογο με το κατά πόσο οι πρωταγωνιστές του ψυχανεμίζονται τι ζουν είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε ως μέλη του θιάσου της ιστορίας. Μόνο που η μεγάλη διαφορά εδώ είναι πως και ο ίδιος ο Μπαλάφας ως μέρος της ιστορίας έζησε το αντάρτικο, από θέση μαχητή-τυφεκιοφόρου, και όχι ως απλώς παρατηρητής –και άρα με βαρύ το διχασμό του «τώρα ζω ή καταγράφω;"
Στέκομαι σε κάποιες φωτογραφίες του από τα ελληνικά νησιά, το φωτεινό αρνητικό της αγριάδας των βουνών του, πιο άσημες αυτές από τις άλλες τις τραχιές της Ηπείρου. Νησιώτισσες, σαν αρχαϊκές μορφές, ντυμένες με τις πλουμιστές παραδοσιακές φορεσιές τους, βάζουν τα καλά τους για να πάνε στην εκκλησία.
Αυτή η ολιγόζωη παράδοση που πρόλαβε να αιχμαλωτίσει ο φακός του Μπαλάφα– «ό,τι τρώει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός» όπως έλεγε ο ίδιος– διόλου τυχαία με οδηγεί σε κάποιες άλλες νησιώτισσες, εκείνες μιας παιδικής ανάμνησης του Γιάννη Τσαρούχη:
Θα 'μουνα έξι ετών, όταν μέσα στον ηλεκτρικό Αθηνών-Πειραιώς έβλεπα δύο κόσμους, χωρίς κανένας να μου μιλάει γι' αυτούς: γυναίκες με καπέλα παριζιάνικα, με λουλούδια ή φτερά, με φορέματα και κοσμήματα ευρωπαϊκά, και δίπλα Καστελοριζιές –γυναίκες απ' το Καστελόριζο– με μεταξωτές ριγωτές κάλτσες, με τα χρυσοκέντητα βελούδινα πανωφόρια τους, με τον κεφαλόδεσμο τους σαν της Παναγίας. Ανατολίτισσες και Παριζιάνες πηγαίνανε στην εκκλησία...Τι φοβερό να γεννηθείς σ' ένα χωριό που είναι σταυροδρόμι. Πικρό προνόμιο.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για το κατά πόσο αυτός ο διχασμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ελληνικότητας και εξευρωπαϊσμοϋ είναι η ρίζα του κακού για ένα σωρό νεοελληνικές παθογένειες. Με το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί, κι εκεί που λες εγκαταλείπω οριστικά τη μία βάρκα για την άλλη τελικά δε σε χωράει καμιά.
Το παρθένο βλέμμα του μικρού Τσαρούχη συνέλαβε με τα πιο εναργή χρώματα αυτή τη διάσταση. Αργότερα όλο του το έργο θα είναι λες σαν μια σύνθεση αυτής της πρωτοφανέρωτης εικόνας. Σε όλη του τη ζωή θα πασχίζει να παντρέψει τον έμφυτο κοσμοπολιτισμό του με τη λαϊκή παράδοση.
Αν πάρει κανείς το τρένο Αθήνα-Πειραιά, στην ίδια γερασμένη γραμμή, 100 χρόνια μετά τι θα δει; Σίγουρα όχι τον υπεσχημένο επί τόσα έτη εξευρωπαϊσμό, παρά μόνο ένα λούστρο κι αυτό ξεθωριασμένο, και φυσικά ούτε ίχνος παράδοσης, κάτι αμήχανο και νωθρό μόνο να σέρνεται και ένα χαμένο στοίχημα πολυπολιτισμικότητας. Και σίγουρα κανείς δεν πάει στην εκκλησία... Ούτε καν η ελληνορθόδοξη παράδοση –άλλη αντίφαση κι αυτή, ελληνικότητα και ορθοδοξία– στάθηκε κανένας αλώβητος πυλώνας:
Τη μία μέρα με πήγαινε ο πατέρας μου στο θέατρο να δω το δίδαγμα του Αριστοφάνη και του Ευριπίδη, διασκευασμένο απ' το Παρίσι -δηλαδή το ευρωπαϊκό θέατρο- , την Κοτοπούλη σ' έργο του Μπερνστάιν ή τα «Παναθήναια» και την άλλη μέρα πήγαινα στην εκκλησία κι έβλεπα μιαν άλλη διασκευή του αρχαίου κόσμου που επέβαλαν οι αυστηροί πατέρες για να σωθεί ό,τι ηταν δυνατόν.
Ποιος ξέρει, αυτό το αίσθημα του χαμένου που έχουμε όλοι σήμερα, πόσο σχετίζεται με το ξάφνιασμα του μικρού Τσαρούχη από τα παρδαλά πουλιά που έβλεπε γύρω του στο τρένο.
Λέει παρακάτω για την μαθητεία του στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου:
Οι πιο πολλοί νόμισαν πως τρελάθηκα να πάω να θητέψω στον Κόντογλου... Ο Κόντογλου μου είχε γεννήσει βαθείς ενδοιασμούς κι αμφιβολίες για τον ολοκληρωτικό εξευρωπαϊσμό μας.
Ο Ανατολίτης Κόντογλου δεν ταλανιζόταν από τις αντιφάσεις του Τσαρούχη. Αποτασσόταν μετά βδελυγμίας κάθε τι το δυτικό. Από το κλίμα της Σχολής του Μονάχου και τη Δυτική τέχνη που θα γνωρίσει στα νιάτα του θα ξεκόψει σύντομα για να αφιερωθεί στη βυζαντινή τεχνοτροπία και στην ορθόδοξη παράδοση. Την επιστροφή στις πηγές της γενιάς του την πήγε ως το τέρμα κόβοντας όλες τις γέφυρες με την άλλη πλευρά. Δεν γνώρισε σαν παιδί τις απόλυτες διαφορές. Στις απέναντι ακτές του Αϊβαλιού κολυμπούσε στα στοργικά νερά της μαμάς Ανατολής, μέσα σε μια μυστικιστική φύση και στην «ποίηση της θρησκείας», όπως έλεγε.
Πόσο μας λείπει σήμερα η περιπαιχτική αιχμηρή ακίδα του λόγου του Τσαρούχη και η ολόλαμπρη πρόζα του:
Το αληθινό έργο του καλλιτέχνη είναι να ξεχωρίζει, ν' απορροφά, ν' αμύνεται, να υψώνει την ελευθερία που την τσακίζουν κάθε τόσο οι αφόρητοι ανταγωνισμοί.
Καλλιτέχνης δηλαδή σημαίνει να ξεπερνάς τις διχογνωμίες της φύσης σου, της καταγωγής σου, του καιρού σου, του τόπου σου ή να μην τις ξεπερνάς και να προσφέρεις το δικό σου άθροισμα. Και να διασώζεις έτσι μια κάποια αυθεντικότητα, είτε λέγεσαι Μπαλάφας και φωτογραφίζεις νησιώτισσες στα ξωκλήσια, είτε Τσαρούχης και ζωγραφίζεις στρατιώτες σε στιγμές ανάπαυλας, είτε Κόντογλου και στολίζεις με αγίους τους τρούλους των εκκλησιών...
(Οι φωτογραφίες προέρχονται από το λεύκωμα «Κώστας Μπαλάφας, Τα Νησιά» από τις εκδόσεις Ποταμός σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη. Τα αποσπάσματα από το κείμενο του Γ. Τσαρούχη «Νυν και αεί ή ποτέ πια» από το «Ανάμεσα σε ανατολή και δύση, Πέντε κείμενα», εκδ. Άγρα.)
σχόλια