Κάθισμα συνοδηγού. Κομμάτια από θρυμματισμένα γυαλιά. Ντουλαπάκι ανοιχτό, το καπάκι στραβωμένο. Πεταγμένα έξω σκόρπια έγγραφα, άδειες, ένα πακέτο χαρτομάντιλα κι ένα μισοφαγωμένο μανταρίνι.
Λεβιέ ταχυτήτων σπασμένο, ξεχαρβαλωμένο κάθισμα οδηγού. Ένα σίδερο εξέχει.
Κεφάλι άντρα. Γκρίζα μαλλιά. Αίμα που κυλάει στο μέτωπο. Μάτια ανοιχτά, ακίνητα. Μικρά κρύσταλλα στα βλέφαρα. Ροή άσπρου-μπεζ υγρού στα μάγουλα.
Ραδιόφωνο παίζει ερωτική μπαλάντα με παράσιτα. Μύγα πετά. Ήχος περιπολικού. Ραγισμένο κοντέρ. Ο δείκτης σταματημένος στο 100.
=====
ΝΕΟΝΑΖΙ, ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΕΩΣ
Ντάλα μεσημέρι. Καμιά εκατοστή παλικαράδες πίνουν το φραπέ τους, όρθιοι στη μικρή πλατεία, το γνωστό τους στέκι.
Όλοι κοντοκουρεμένοι, οι περισσότεροι γουλί, όλοι με τις μαύρες μπλούζες τους, όλοι με αγριάδα στο μάτι και με έκφραση σαν ο καφές να 'ταν θεόπικρος.
Απ' το δρομάκι απέναντι προβάλλει άξαφνα ένα μπουλούκι νοικοκυρές, που κουβαλάνε σε πλαστικές λεκάνες την μπουγάδα τους.
Οι γυναίκες διασκορπίζονται ανάμεσα στους άνδρες, που οι περισσότεροι είναι ένα κεφάλι πιο ψηλοί.
Μια γυναίκα, η πιο ηλικιωμένη μα κοτσονάτη, στέκεται μπροστά τους και με διαπεραστική φωνή τσιρίζει: «Χάιλ Χίτλερ!».
Μεμιάς, όλοι οι παλικαράδες στέκονται προσοχή, χτυπώντας στρατιωτικά το πόδι, σηκώνουν για χαιρετισμό το δεξί τους χέρι και μένουν αγάλματα.
Τότε, όλες οι άλλες αρχίζουν ανέμελα ν' απλώνουν την μπουγάδα τους –κυρίως κιλοτάκια, σώβρακα, μεσοφόρια και κάλτσες– στα σηκωμένα χέρια.
=====
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΖΩΓΡΑΦΩΝ
«Τι μπορείτε να ζωγραφίσετε με εκατό γραμμές;» ρώτησε ο ρεπόρτερ.
«Είκοσι πέντε παραλληλόγραμμα» απάντησε αυθορμήτως ο Mοντριάν.
«Τις ρυτίδες του προσώπου μου ή τις ακτίνες του χρυσάνθεμου» συμπλήρωσε ο Βαν Γκογκ.
«Δεν υπάρχουν εκατό γραμμές» είπε ο Νταλί. «Υπάρχει μόνο μία: αυτή που ενώνει το πραγματικό με το όνειρο».
«Η ζωγραφική δεν γίνεται με γραμμές» είπε ο Σαγκάλ.
=====
ΠΡΟΒΑ ΝΥΦΙΚΟΥ
Απόηχος Κώστα Ταχτσή
«Είμ' εκτός εαυτού... Αναιδέστατο θηλυκό... Τέτοια σύγχυση, Θε μου... Μόλις και μετά βίας θα 'ταν είκοσι χρονώ... Βοηθός της ράφτρας μου... Τι βοηθός, τρομάρα της... Εκείνη έλειπε... Μου το 'χε πει... "Πέρνα να σου πάρει τα μέτρα η μικρή, για να μην καθυστερούμε, αφού το βιάζεσαι το ταγεράκι...". Πέρασα και γω, πού να 'ξερα πως θα μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι... Βγάζει τη μεζούρα η μικρή κι αρχίζει... Να οι ώμοι, να το μάκρος, να το ένα, να το άλλο, φτάνει και στη μέση. Όπως ήταν γονατισμένη κι είχε καρφίτσες στο στόμα, που να της μπήγονταν στη γλώσσα, βγάζει τις καρφίτσες και μου λέει: "Μμμ... μέση εκατό ", για να συμπληρώσει μ' ένα χαμόγελο όλο ειρωνεία: "Tα παραπήραμε βλέπω τα κιλάκια μας". – "Εκατό να 'ν' οι μέρες σου" μου 'ρθε να της πω... Ακούς το τσόλι; Δεν σεβάστηκε ούτε ότι ήμουνα πελάτισσα, ούτε ότι θα μπορούσα να 'μαι μάνα της – κούφια η ώρα, τέτοιο γύναιο... Τι μάνα της, λέω... Γιαγιά της μάλλον... Τότε και γω, θες από εγωισμό, θες από γυναικεία φιλαρέσκεια, γυρίζω και της λέω – πώς μου 'ρθε;... "Δεν είναι πάχος, κορίτσι μου... Έγκυος είμαι!". Με κοίταξε μ' ένα ηλίθιο βλέμμα όλο απορία και συνέχισε να σημειώνει νούμερα. "T' όνομά σας;" ρώτησε στο τέλος. Δεν ξέρω πώς μου 'ρθε πάλι και κατάπια το «Τασία» και για να της περάσω ένα μήνυμα, της λέω: "Σάρα". – "Σά-ρα" έγραψε με κάτι ορνιθοσκαλίσματα. Να χέσω την παιδεία που παίρνουν οι σημερινοί νέοι. Ούτε την Παλαιά Διαθήκη δεν ξέρουν...»
=====
ΣΕΛΗΝΟΦΩΣ
Ήταν σε στιγμές γλυκιάς μελαγχολίας –κάτι σαν βραδινή αναίτια λύπη– που κοίταξε τη γεμάτη σελήνη.
Έμεινε ώρα πολλή με το βλέμμα αδρανές, σαν να απομυζούσε το ωχροκίτρινο χρώμα της.
Ύστερα, με μία μόνο κίνηση, την έπιασε, την κατέβασε, την άπλωσε σ' ένα μεγάλο ξέφωτο του κήπου και την έκοψε συμμετρικά σε 100 κομμάτια.
Πήρε τα 12 από αυτά και τα φύλαξε προσεκτικά, ώστε την επομένη να φτιάξει τη λεπτή, νέα σελήνη.
Συγκέντρωσε τα υπόλοιπα 88, μπήκε στο σπίτι και πλησίασε το πιάνο. Με άκρα προσοχή τοποθέτησε τα 52 στα ισάριθμα λευκά πλήκτρα. Το ελεφαντόδοντο απέκτησε αίφνης την απόχρωση του έμβιου λευκού. Τα υπόλοιπα 36 –από τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης– τα απόθεσε στα 36 μαύρα πλήκτρα, κι εδώ το μαύρο έγινε καταμέλανο, λες και είχε πάρει την απελπισία του βλέμματος που το κοιτούσε.
Όταν το πιάνο άρχισε να παίζει μόνο του, εκείνος, μέσα στις διέσεις της αναίτιας λύπης του, δεν άκουσε καμία μουσική· μόνο μακρινές ομιλίες, φωνές νεκρών, ερωτικά επιφωνήματα, ψιθύρους, ανάκατα με στίχους ποιητών, κελαηδίσματα πουλιών, ήχους της θάλασσας και βουή ανέμων.
Έτσι, πείστηκε πια ότι το σεληνόφως δεν περιέχει νότες κι ότι όποιος θαρρεί πως τις ακούει, απλώς ακροάται τη μελωδία του χρόνου.
=====
ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΗ ΡΙΖΑ
«Ποια είναι η τετραγωνική ρίζα του 100;»
«Στοιχειώδη πράγματα. Το 10 ασφαλώς»
«Γιατί την είπαν τετραγωνική ρίζα;»
«Γιατί αποτελεί ρίζα του τετραγώνου, δηλαδή της εξίσωσης x2=α. Το x2 ονομάζεται δεύτερη δύναμη του x ή τετράγωνο του x, γιατί παραπέμπει στον τύπο εμβαδού του τετραγώνου»
«Δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω...»
«Κακώς. Είναι απλά πράγματα. Οι μαθηματικοί έχουν τον τρόπο να εξηγούν τον κόσμο με αριθμούς»
«Αντιθέτως, οι ποιητές αδυνατούν»
«Τι υπαινίσσεσαι;»
«Τον Λόρκα, βεβαίως, που μας άφησε αξήγητη για πάντα τη σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής»
=====
ΜΟΙΡΟΓΝΩΜΟΝΙΟ
Το πάθος του –από μαθητής του Λυκείου ακόμα– για την τριγωνομετρία τον οδήγησε σε ερασιτεχνική, αλλά συστηματική, μελέτη γωνιών και τριγώνων.
Γοητευμένος από ημίτονα, συνημίτονα και τόξα εφαπτομένης, παθιασμένος για προσκείμενες και απέναντι πλευρές, για οξείες και αμβλείες γωνίες, άρχισε να παρατηρεί τον γύρω κόσμο, εφαρμόζοντας τη θεωρία και επεκτείνοντας τους ορισμούς.
Μελετούσε, ας πούμε, πόσων μοιρών γωνία δημιουργούσε το πιγούνι με τον λαιμό μιας κοπέλας που έλεγε «σ' αγαπώ», πόσες μοίρες ήταν το δουλοπρεπές σκύψιμο κάποιου υφισταμένου του ή ποιες ήταν οι αναλογίες του μαύρου της θάλασσας με την υποτείνουσα της σελήνης.
Όταν εφάρμοζε το αόρατο μοιρογνωμόνιό του στον εαυτό του, μπορούσε να γίνεται πιο ακριβής.
Αγαπούσε τις 0 μοίρες του ύπνου (γιατί κοιμόταν πάντα μπρούμυτα) και ξόρκιζε τις 180 του θανάτου.
Λάτρευε τις 5-10 στις ερωτικές του συνευρέσεις, με δυσφορία υπάκουε στις 45 για κάτι όχι ευχάριστο και περπατούσε πάντα σε 80, μια και από παιδί έσκυβε λίγο.
Οι δύσκολες στιγμές –πένθη, χωρισμοί, απώλειες– τον έβρισκαν ευθυτενή στις 90 μοίρες, αλλά η απόλυτη ευτυχία γι' αυτόν ήταν οι 100, γιατί μόνο έτσι μπορούσε τις νύχτες να παρατηρεί τ' άστρα.