Ανάμεσα στις ερωτήσεις παρατίθενται αποσπάσματα από τα βιβλία της «Το καπλάνι της βιτρίνας» (1η εκδ. Θεμέλιο 1963, 2η έκδ. Κέδρος 1974, 3η έκδ. Μεταίχμιο, 2011), «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» (1η εκδ. Κέδρος 1971, 2η έκδ. Μεταίχμιο, 2011), «Σπανιόλικα παπούτσια και άλλες ιστορίες» (Καστανιώτης, 2010).
1943. Παρ' όλη την Κατοχή, την φέρνω στη μνήμη μου σα μια ευτυχισμένη χρονιά. Η μεγάλη πείνα έχει περάσει. Ελπίζουμε πως σύντομα θα γίνουμε μια ελεύθερη χώρα.
[...]
Τώρα που τα γράφω όλα αυτά νοστάλγησα εκείνη την εποχή, κι ας ήτανε μαύρη Κατοχή. Νοστάλγησα τον Γιώργο, τον Κάρολο, τον Γκάτσο, τον Ταϊρωφ.
«Ρόμερσχολμ», Σπανιόλικα...
— Πώς γίνεται να νοσταλγεί κανείς την εποχή της πείνας και της ανελευθερίας;
Εκείνη την εποχή έκανα το κουκλοθέατρο και έρχονταν για να το παρακολουθήσουν ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Πλωρίτης. Έπειτα, δίπλα στον άνδρα μου, Γιώργο Σεβαστίκογλου, γνώρισα τη μαγεία του Κουν και του «Θεάτρου Τέχνης». Ο Κουν ανέβαζε τότε όλο το αμερικανικό θέατρο, το οποίο μάλιστα μετέφραζε ο Σεβαστίκογλου. Πρόσφερε αληθινό θέατρο στον κόσμο και αυτό ήταν μια επαναστική πράξη. Μια επανάσταση!
Από σήμερα, η κυκλοφορία επιτρεπόταν μόνο ως τις έντεκα το βράδυ. Όποιος κυκλοφορήσει μετά τις έντεκα θα πυροβολείται. Όποιος κρύψει αυτόν ή αυτούς που κατέβασαν τη σημαία θα εκτελείται. Κι όπου τον έβρισκαν αυτόν που την κατέβασε θα τον σκότωναν, κι ας ήτανε ο άγγελος κυρίου, που έλεγε η γριούλα
«Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου»
— Ζούσατε κι εσείς παράνομη τότε;
Μπορούσα να κυκλοφορώ ελεύθερη, δεν ήμουν αναγκασμένη να κρύβομαι. Φυσικά, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να με συλλάβουν. Θυμάμαι πως όταν ετοιμάζαμε παράνομη δουλειά, κάναμε ολονύχτια «πάρτυ». Δηλαδή, μαζευόμασταν και φτιάχναμε προκηρύξεις και πανό. Για να μην μας πάρουν είδηση οι Γερμανοί, βάζαμε το γραμμόφωνο να παίζει και κάναμε πως χορεύαμε. Μάλιστα, ερχόταν κι ένα παιδί μ' ένα μακρύ κασκόλ κι έπαιζε πιάνο. Έτσι τον έλεγα. Το παιδί με το μακρύ κασκόλ που παίζει πιάνο. Ο Μάνος Χατζιδάκις.
— Δεν φοβηθήκατε ποτέ;
Η μόνη φορά που φοβήθηκα ήταν το Δεκέμβρη του '44. Ετοιμαζόμασταν να πάμε σε μια γιορτή, σ' ένα σχολείο της Κυψέλης. Λίγο πριν φτάσουμε, μάθαμε πως οι Άγγλοι είχανε ρίξει κάτι σαν «οβίδα» και σκοτώθηκαν παιδιά. Μάλιστα, στο σχολείο ήταν και η Ζωρζ Σαρρή, η οποία τραυματίστηκε πολύ σοβαρά. Κόντεψε να χάσει χέρι και πόδι. Ήταν φρικτό.
Πολύ ωραίο πράγμα η επανάσταση! Να μην συλλογιέσαι τίποτα, να σέρνεις το χέρι στο νερό και να τραγουδάς έστω λίγο παράφωνα
«Επαναστάτριες για γλυκό κουταλιού», Τα σπανιόλικα...
— Ποια πράξη θα χαρακτηρίζατε ως πράξη αντίστασης σήμερα;
Μπορώ να πω τι δεν θα χαρακτήριζα ως πράξη αντίστασης. Τη βία και το πιστόλι στο χέρι. Η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά τον Εμφύλιο και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό.
— Αυτό το μετεμφυλιακό τραύμα αιμορραγεί ακόμη;
Ναι. Την περίοδο της Χούντας είχαμε αρχίσει να ενωνόμαστε. Ακόμη κι εγώ, που μέχρι τότε έλεγα ότι δε θα μπορούσα να κάνω παρέα με έναν δεξιό, έπαψα να τους ξεχωρίζω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τότε έγινε μια συμφιλίωση. Ας μην αρχίσουμε λοιπόν πάλι τα ίδια. Είναι πολύ πληγωμένη αυτή η χώρα. Φοβάμαι το διχασμό. Είναι χειρότερος ακόμη και από την οικονομική κρίση.
— Η διαιρετική τομή για την οποία μιλάτε είναι η ίδια; Αριστερά – Δεξιά;
Η αλήθεια είναι πως στο σημείο αυτό ακριβώς μπερδεύονται τα πράγματα...
Οι ορθοπεδικοί μού λένε υπομονή. Πού να τη βρω; Τέσσερις βδομάδες καθηλωμένη με συντροφιά το ΔΝΤ τρεις φορές τη μέρα στις ειδήσεις.
[...]
Είναι η ώρα για τις ειδήσεις. Δεν θα τις δω. Βλέπω στον Σκάι ένα ντοκιμαντέρ με θαλάσσιους ελέφαντες και πιγκουίνους. Όχι, θα κάτσω να σκάσω για το ΔΝΤ και τον έβδομο σπόνδυλό μου.
«Οδός Λευκωσίας», Σπανιόλικα παπούτσια...
— Τελικά, βλέπετε ειδήσεις ή όχι;
Τώρα πια μια φορά την ημέρα. Δε μπορώ περισσότερο.
— Τα πράγματα έχουν το βάρος που τους δίνουμε;
Το βάρος που τους δίνουμε εμείς και το βάρος που έχουν από μόνα τους. Είναι βαριά αυτά που ζούμε, δε μπορώ να πω. Επειδή όμως έχω περάσει πόλεμο, κατοχή, δικτατορία, εξορία, δε με βαραίνει τόσο αυτό που συβαίνει. Ξέρω ότι όταν θα βγω από το σπίτι μου δεν υπάρχει περίπτωση να με συλλάβουν ή να πυροβολήσουν. Κατανοώ όμως τους ανθρώπους που αισθάνονται ένα τεράστιο βάρος. Κατανοώ τους ανθρώπους που είναι απελπισμένοι. Το μόνο που με ενοχλεί είναι ο παραλληλισμός της σημερινής κατάστασης με την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Θέλω να σας διαβεβαιώσω πως τίποτα δεν συγκρίνεται με την πείνα της Κατοχής.
— Η πείνα και η οικονομική εξαθλίωση δεν αποτελούν μορφές βίας;
Σαφώς! Αλλά ευτυχώς, δεν έχουμε φτάσει ακόμη στην πείνα της Κατοχής κι ούτε πιστεύω ότι θα φτάσουμε. Η οικονομική εξαθλίωση είναι μια μορφή βίας επειδή σε αλλάζει. Αλλάζει τον χαρακτήρα σου. Σε αλλοιώνει. Σε αλλοτριώνει.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένας τίγρης, ένα καπλάνι όπως το λένε το νησί μας (αυτό που είναι μέσα στη βιτρίνα), κι είχε ένα μαύρο μάτι κι ένα καταγάλανο.
[...]
Σαν έβλεπε με το γαλάζιο μάτι, ήτανε ήμερο σαν γάτα, τριγύριζε ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βοηθούσε κι έπαιζε με τα παιδιά και τα ζωάκια στο δάσος. Όταν όμως άνοιγε το μαύρο μάτι, γινόταν άγριο, χαλούσε τις δουλειές των ανθρώπων και τα ζωάκια έτρεχαν να κρυφτούν στις τρύπες τους...
«Το καπλάνι της βιτρίνας»
— Πότε ξυπνάει το κακό;
Η φτώχεια το ξυπνάει. Όπως είπα και πριν, η φτώχεια τον αλλάζει τον άνθρωπο. Από την άλλη, όσοι περάσαμε την πείνα της Κατοχής, δεν αλλοτριωθήκαμε. Ξέρετε γιατί; Επειδή εμείς είχαμε να αντιμετωπίσουμε συγκεκριμένο εχθρό αλλά ταυτόχρονα, είχαμε και πολλές ελπίδες. Σήμερα, ο εχθρός δεν είναι συγκεκριμένος και η ελπίδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Τραγουδούν ένα τραγούδι που φλογίζει τις καρδιές: Πάντα μπροστά μας, για μια καινούρια ζωή...
«Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου»
— Από ποια υλικά είναι φτιαγμένη η αισιοδοξία;
Είναι πολύ δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος σήμερα. Ίσως βοηθούν τα βιβλία, το θέατρο, οι μουσικές. Για μένα μια κάποια λύση είναι να βρίσκονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Να συζητάνε. Αυτό κάνω κι εγώ με τους φίλους μου, οι οποίοι είναι νεότεροι από μένα. Ο μόνος συνομίληκος φίλος μου είναι ο Τίτος Πατρίκιος. Ξέρετε, η εγγονή μου λέει συχνά: «Η γιαγιά μου είναι πολύ έξυπνη επειδή κάνει παρέα με νεότερους από εκείνη».
-Γίναμε Αφρική, λέει η μια. Πού ο καλός κόσμος της πλατείας Αμερικής που διηγείται η θεία μου. -Εγώ το βράδυ δεν πάω βήμα μόνη μου. Μαύροι, μαύροι μέχρι και στα πεζούλια της πλατείας κάθονται και μιλάνε, μιλάνε σ' αυτήν την απαίσια γλώσσα τους, συνεχίζει η δεύτερη και ρίχνει μια λοξή ματιά στις μαύρες μαμάδες. -Απελπισία, αναστενάζει η πρώτη...[...] έτσι που πληθαίνουνε θα μας κάνουν καμιά ώρα να φύγουμε από τον τόπο μας.
«Οδός Λευκωσίας», Σπανιόλικα παπούτσια...
— Εδώ και λίγες μέρες έχει ανοίξει και πάλι μια συζήτηση για το ζήτημα των μεταναστών...
Δε μπορώ παρά να έχω μια συμπάθεια για αυτούς τους ανθρώπους, καθώς υπήρξα κι εγώ πολιτική πρόσφυγας. Η διαφορά βέβαια είναι ότι εγώ ήμουν πρόσφυγας πολυτελείας. Επί Χούντας, οι Γάλλοι μας βοηθούσαν πάρα πολύ. Μας στήριζαν, στήριζαν τα παιδιά μας. Από την άλλη, καταλαβαίνω κι εκείνους που ενοχλούνται. Το να διασχίσεις την Ευριπίδου είναι ένα ζήτημα. Όμως, δεν έχει ληφθεί κανένα σοβαρό μέτρο γι΄αυτούς τους ανθρώπους.
Μέρες και μέρες μου λέει πως θα περάσει το τρένο και θα φύγουμε. Εκεί που θα πάμε θα 'χει χωράφια σπαρμένα σιτάρι. Θα 'χουμε ψωμί. Στα ποτάμια θα τρέχει πολύ νερό. [...] -Πού πάει το τρένο; -Στοπουθενά....στοπουθενά, φώναζαν αυτοί που ήταν μέσα.[...] Λέει, λέει και το τρένο πάει, πάει. Την αφήνω να λέει. Εγώ όμως το ξέρω πως όταν μεγαλώσω θα γίνω ένα πεθαμένο παιδί.
«Στοπουθενά», Σπανιόλικα...
— Ποια παιδιά μεγαλώνοντας γίνονται πεθαμένα παιδιά;
Μονάχα τα παιδιά που ζούνε μες τον πόλεμο και βλέπουν γύρω τους το θάνατο. Τα παιδιά που ζούνε σε πόλεις και χώρες όπου γίνονται μάχες, όπου τελικά σκοτώνονται και τα ίδια...
σχόλια