1.
Φαράγγι που είν' ο χρόνος. Διαβάζω, και σαρώνω με το βλέμμα, τον λίαν καλαίσθητο τόμο Νίκος Δ. Καρούζος, Χειροποίητη Γαλήνη. Ακουαρέλες Χειρόγραφα Πορτρέτα (εκδ. Γαβριηλίδης). Τον επιμελήθηκε η εκλεκτή Χριστίνα Ντούβρη, η οποία υπήρξε φίλη και συνομιλήτρια του μεγάλου μας ποιητή, όπως και ο σύζυγός της, ο σπουδαίος εικαστικός Γιώργος Ξένος. Στον τόμο περιέχονται ποιήματα και ζωγραφιές του Καρούζου, προϊόντα πολύωρων και μεταμεσονύχτιων συζητήσεων, και συμποσίων, ανάμεσα στον Καρούζο, την Ντούβρη και τον Ξένο. Διαπιστώνω και πάλι ότι το πρώτο πρόσωπο στην ποίηση του Νίκου Καρούζου είναι ένα ευγενικό τρίτο ενικό ή ένα, επίσης ευγενικό, πρώτο πληθυντικό. Ο Καρούζος προσφέρει αφειδώς το εγώ του σ' εμάς, στην ανθρωπότητα. Όταν λέει εγώ, ο Καρούζος λέει κάτι που φωτίζει ποιοι είμαστε όλοι μας. Δεν το λέει για να ξεχωρίσει, πρόκειται όντως για μια φορτισμένη υπαρξιακή αμεσότητα. Όταν μιλάει για τον ίδιο, η ποίηση του Καρούζου μιλάει για όλους μας. Γράφει ο Καρούζος: «Ρυθμός είναι το σώμα μου / ή χασομέρι;/ Δεν το 'χω ξεδιαλύνει./ Πρέπει να υπάρξω ακόμη». Και: «βρέχει κι ακούγονται στην / άσφαλτο αβέβαια φώτα./ Ίσως έπρεπε να πλαγιάσω ο / δύστυχος / σε ένα παραγώνι τ' ουρανού / με τα παπούτσια μου». Και: «Φαράγγι που είν' ο χρόνος / κι αναπαύει διλήμματα / δίχως ανεμώνες κι αδυσώπητα / λουλούδια / συνεχώς αφαιμάσσοντας / ονείρατα / αιωνιότητας εργαλεία,/ σινιάλα εκείνου που δεν / είμαστε / παρ' όλη την όραση». Τέλος, και πάλι για τον χρόνο, μία από τις έμμονες εμμονές στην ποίηση του Καρούζου: «Και ένα τελευταίο μήνυμα:/ Ο χρόνος είναι χασάπικο / τι να κάνουμε;».
2.
Ο Νίκος στην ύπαρξη. Στον τόμο περιέχονται, επίσης, ένα ολιγόλεκτο συγκινητικό σημείωμα του Γιώργου Ξένου και ένα ποίημά του στο οποίο συνοψίζεται, θαρρείς, όλη η πελώρια προσωπικότητα και ο πολυπρισματικός χαρακτήρας του Καρούζου. Ο Ξένος εκμυστηρεύεται ότι ο ποιητής τον γοήτευε, του κινούσε δημιουργικά τους μηχανισμούς της σκέψης. Πορευόταν μαζί του, και ξέρουμε πόσο έξοχος και πείσμων διαβάτης ήταν ο Καρούζος. Γράφει ο Ξένος: «Άκουγε ως μουσουργός / σκεπτόταν ως φιλόσοφος / έβλεπε ως ζωγράφος και αισθανόταν ως παιδί./ Ήξερε και του άρεσε να παίζει με τον ήχο της αστραπής,/ που ερχόταν με τη λάμψη. Άκουγε τη λάμψη, άρπαζε / τα ηλεκτρόνια και έφτιαχνε ποιήματα. Μα μπορείς / να ανεβείς πάνω τους και να δεις ότι πράγματι / στον ουρανό οι δυνατότητες είναι μόνο συναρπαστικές». Ας θυμηθούμε ότι οι τελευταίοι αυτοί στίχοι είναι οι εναρκτήριες αράδες από το ύστατο, και συγκλονιστικό, ποίημα του Καρούζου, την «Αιώρηση», που ο ποιητής είχε αφιερώσει στον γιατρό και λάτρη της ποίησης, τον αείμνηστο Θάνο Κωνσταντινίδη. Αξίζει να το παραθέσω ολόκληρο: «Στον ουρανό οι δυνατότητες / είναι μόνο συναρπαστικές./ Καθώς κρεμόμουνα στον αέρα / κρατημένος από ένα κάτασπρο σύννεφο / σε μυθική οθόνη της φαντασίας / παρατηρούσα τις τιμές / των στοιχείων του αίματός μου / κι άκουγα μιαν εκθαμβωτική μουσική πράξη / σχεδόν εξωανθρώπινη / προς τ' αριστερά στον γεωγραφικό χάρτη / στο σημείο που βρίσκεται το βουνό Τρόμος / τυλιγμένο πάντοτε μ' αστραπές / και έκπαγλες καταιγίδες./ Εκεί ανέβηκα μια φορά./ Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι / που έλεγε: ανήκουμε στα νερά./ Κι απ' την άλλη έλαμπε ο Εκκλησιαστής».
3.
Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας. Εξαιρετικό είναι το κείμενο της Χριστίνας Ντούβρη, με τίτλο Σύντομον, ένα επίρρημα ακορντεόν, όπου αναλύονται εμβριθώς ο ποιητικοί τρόποι του Καρούζου, αλλά και παρέχονται πληροφορίες από πρώτο χέρι για το πώς αντιμετώπιζε την ύπαρξη και τη δημιουργία, καθημερινώς, ο μεγάλος ποιητής. Γράφει η Ντούβρη: «Τον θυμάμαι περήφανο, αγέρωχο, αναρχικό, θλιμμένο, με μιαν οξύτητα πνεύματος που σε αφόπλιζε. Η ζωή του, μια συνεχής πρόκληση θανάτου. Τον περιφρονούσε και τον φοβόταν. Διάσπαρτος στην ποίησή του, δείχνει πόσο απασχολούσε τον ποιητή, που ήξερε ότι δεν μπορεί να τον αποφύγει και γι' αυτό τον προκαλούσε. Στη συλλογή του Φαρέτριον γράφει: Θεμελίωση θανάτου... σ' αυτό το εφιαλτικό γκρενά ωιμένα ... Τον θυμάμαι αυτό τον ποιητή-φιλόσοφο, τον κατεξοχήν λυρικό της υπαρξιακής αγωνίας, να χαμογελάει από ευχαρίστηση όταν τον καλούσα στο σπίτι μας στα Εξάρχεια, τα αξέχαστα εκείνα σαββατοκύριακα, όπου ο Καρούζος, ο Ξένος κι εγώ κάναμε ατελείωτες συζητήσεις μέχρι πρωίας για ποίηση, ζωγραφική, μουσική, φιλοσοφία, ορατό και αόρατο στην τέχνη, άπειρο, αυτοκτονία, θάνατο. Θεϊκά βράδια. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Διάχυτη η κλασική μουσική στο σπίτι, κυρίως ακούγαμε J.S. Bach. O Νίκος, σκυμμένος με τα γόνατα στο πάτωμα, ζωγράφιζε με μανία ακουαρέλες, ο Γιώργος ζωγράφιζε έργα μεγάλων διαστάσεων κι εγώ συντελούσα στην υλοποίηση της δημιουργίας τους, παρέχοντας κάθε διευκόλυνση και προσφέροντας όλα τα δυνατά μέσα [...]».