Είναι αδύνατον ν' απαριθμήσει κανείς σε λίγες γραμμές τα βιβλία που σημάδεψαν τη ζωή του, να ξεχωρίσει ανάμεσα στα τόσα και τόσα που έχει διαβάσει τα «καλύτερα», για τον απλό λόγο πως δεν υπάρχουν καλύτερα, αφού σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του επέλεγε όσα είχε κάθε φορά ανάγκη, όσα τροφοδοτούσαν τη φαντασία και την ευαισθησία του και απαντούσαν στα αγωνιώδη ερωτήματα της κάθε εποχής. Στα δεκαπέντε μου, για παράδειγμα, διάβαζα με πάθος Σικελιανό και Γουίτμαν, Καζαντζάκη και Κέρουακ. Σήμερα σπάνια κατεβάζω τα έργα τους από τα ράφια της βιβλιοθήκης μου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο αλαφροΐσκιωτος Σικελιανός έδωσε τη σκυτάλη στον χαμηλόφωνο Καβάφη, ο οιστρήλατος Γουίτμαν στη στοχαστική Ντίκινσον, ο ασκητικός Καζαντζάκης στον πολιτικό Τσίρκα και ο οργισμένος Κέρουακ στον τρυφερό Φιτζέραλντ.
Ισως, λοιπόν, έχει νόημα να απαντήσει κανείς σε άλλη ερώτηση: ποια βιβλία «αντέχουν» ακόμη μέσα του. Σε ποια καθρεφτίζεται ένα πρόσωπο που αναγνωρίζει ως δικό του. Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, ρίχνω κλεφτές ματιές στη βιβλιοθήκη του γραφείου μου. Μπροστά βλέπω τους Αμερικανούς ποιητές, στα αριστερά τους Άγγλους και τους Ιρλανδούς, δεξιά τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και λίγο πιο δίπλα τον Δάντη, τον Πετράρχη, τον Βοκκάκιο και τους Λατίνους, και αν γυρίσω το κεφάλι μου, αντικρίζω τους Έλληνες − από τον Σολωμό και τον Κάλβο, έως τη γενιά του '30 και την πρώτη μεταπολεμική γενιά. Εκατοντάδες συγγραφείς, νεκροί και ζωντανοί, φωνάζουν με σπαραχτικό σχεδόν τρόπο: «Εμένα ν' αναφέρεις, εγώ είμαι αυτός που σε στήριξα εκείνη τη δύσκολη στιγμή, θυμάσαι πόσες μέρες και νύχτες με κρατούσες στα χέρια σου, άνοιξε το βιβλίο μου να δεις πόσες γραμμές έχεις κάνει πάνω στο σώμα μου».
Το μάτι μου πέφτει τυχαία στον Έλιοτ. Πριν από τρία χρόνια εξέδωσα τη μετάφρασή μου των «Τεσσάρων Κουαρτέτων», ποιητική σύνθεση με την οποία αναμετριόμουν πάνω από δύο δεκαετίες. Την αγαπούσα στα τριάντα μου; Όχι. Με απωθούσε η «χριστιανική στροφή» του Έλιοτ. Προτιμούσα χίλιες φορές να διαβάζω πάλι και πάλι «Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ». Γιατί όμως, παρόλες τις επιφυλάξεις, συνέχιζα να κουβαλάω τα «Κουαρτέτα» μέσα μου; Τι συνέβη και είκοσι χρόνια αργότερα ένιωσα τη σφοδρή επιθυμία να επιχειρήσω να ολοκληρώσω τη μεταφορά τους στη γλώσσα μου; Πιστεύω πως η απάντηση είναι προφανής (και ολίγον οδυνηρή): δεν είμαι πια αυτός που ήμουν. Όμως, ευτυχώς, ένα μέρος εκείνου που υπήρξα διασώζεται ακόμη μέσα μου. Τα «Κουαρτέτα», λοιπόν, σημαδεύουν και τη ρήξη και τη συνέχεια της πορείας μου στη λογοτεχνία. Υπήρχε κάτι στο ποίημα αυτό, που τότε δεν μπορούσα να το προσδιορίσω και που το έκανε, με την πάροδο του χρόνου, όλο και πιο πολύτιμο, όλο και πιο αναγκαίο.
Αν από τα «Κουαρτέτα» επιστρέψω πίσω στον χρόνο και απαριθμήσω τους (αγγλόφωνους μόνο) ποιητές που έχω μεταφράσει τα τελευταία τριάντα χρόνια (αφού η μετάφραση από μόνη της αποτελεί πράξη ύψιστης αγάπης), και μάλιστα με τη σειρά που το έχω κάνει, βλέπω να συγκροτείται ξαφνικά μια συναρπαστική ιστορία γεμάτη από φλογερούς έρωτες, ανούσιες απιστίες αλλά και επώδυνες προδοσίες: ο Γουίτμαν με οδήγησε στην αγκαλιά του Πάουντ, ο Πάουντ στην αγκαλιά του Έλιοτ, ο Έλιοτ στου κάμμινγκς, ο κάμμινγκς στου Στήβενς, ο Στήβενς στου Άσμπερυ, ο Άσμπερυ στης Κάρσον – κι αυτή με τη σειρά της, παραδόξως, πάλι πίσω στου Έλιοτ! Όμως στην ποίηση δεν ερωτευόμαστε ακριβώς τους ποιητές. Ερωτευόμαστε συγκεκριμένα ποιήματά τους. Επομένως, τα πράγματα δυσκολεύουν λίγο, γιατί δεν έχει νόημα να μιλά κανείς γενικά για έναν συγγραφέα ή ακόμη και για μια συλλογή του. Νόημα έχει η ειδική σχέση που αναπτύσσει με κείμενα που θεωρεί πως τον αφορούν άμεσα. Ο δικός μου Ελύτης μπορεί να είναι αυτός που γράφει το «Φωτόδεντρο» και τα «Ελεγεία της Οξώπετρας», και όχι τη «Μαρία Νεφέλη» ή τον «Μικρό Ναυτίλο». Αλλά, πάλι, ποια ποιήματα να επιλέξω από τα «Ελεγεία»; Το «Ρήμα το σκοτεινόν» και τα «Περασμένα μεσάνυχτα» ή το «Ιουλίου λόγος» και το «Το ύστερο των Σαββάτων»; Στη δική μου περίπτωση κρατώ τα πρώτα δύο, άλλος θα κρατούσε τα άλλα.
Επιστρέφω, λοιπόν, στο βασικό ερώτημα: ποια βιβλία αντέχουν ακόμη μέσα μου; Και, φυσικά, η απάντηση αφορά το τώρα, γιατί σε είκοσι χρόνια (αν είμαι ακόμη alive and kicking) τα δεδομένα θα έχουν σίγουρα αλλάξει. Μπορεί αίφνης να ανακαλύψω μια νέα λάμψη στα σονέτα του Μαβίλη ή να θέλω να ξενυχτίσω απολαμβάνοντας για άλλη μια φορά το «ανεπανάληπτο» (έτσι το είχα αποκαλέσει ως φοιτητής) «Middlemarch» της Τζωρτζ Έλιοτ (το όνομα Έλιοτ φαίνεται να ασκεί μεγάλη γοητεία πάνω μου!).
Αλλά επειδή ο όγκος των βιβλίων είναι τεράστιος και οι συγγραφείς που συνωστίζονται μπροστά μου αμέτρητοι, ας περιοριστώ στην ποίηση, και για ν' αποφύγω συγκρούσεις ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς, τους Έλληνες και τους ξένους, ας επιλέξω ανάμεσα στους ξένους νεκρούς ποιητές, και δη του 20ού αιώνα (γιατί αλλιώς θα διεκδικούσαν μια θέση στον κατάλογο η Σαπφώ, ο Αρχίλοχος, ο Προπέρτιος, ο Κάτουλλος, ο Καβαλκάντι, ο Σαίξπηρ, ο Μπλαίηκ, ο Κητς, ο Μπράουνινγκ, ο Ρεμπώ κ.ά.): σήμερα λοιπόν, ημέρα Σάββατο, 14 Νοεμβρίου 2015 και ώρα 1:30 μ.μ, αν έπρεπε να εγκαταλείψω ξαφνικά το σπίτι μου (όπως ο Οβίδιος) και να πάρω μαζί μου δέκα συλλογές ή συνθέσεις, που θα με βοηθούσαν να αντέξω τη μοναξιά της εξορίας στην οποία θα με είχε καταδικάσει η ζωή (ο άσπλαχνος Ρωμαίος αυτοκράτορας), θα ήταν οι εξής:
- Το ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ (Τ.Σ. Έλιοτ)
- Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ (Έζρα Πάουντ)
- Σημειώσεις για μια υπέρτατη μυθοπλασία (Γουάλλας Στήβενς)
- No Thanks (ε.ε. κάμμινγκς)
- Ο κ. Cogito (Ζμπίγκνιου Χέρμπερτ)
- Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο (Τζων Άσμπερυ)
- Η ομορφιά του συζύγου (Ανν Κάρσον)
- Το βιβλίο των ερωτημάτων (Εντμόν Ζαμπές)
- Η θαλασσινή ωδή (Φερνάντο Πεσσόα)
- Ρέκβιεμ (Άννα Αχμάτοβα)
Στις τσέπες του σακακιού και του παλτού μου, βέβαια, θα προσπαθούσα να κρύψω και τόμους με ποιήματα του Ρίλκε, του Τσέλαν, του Μίλος, του Χόλουμπ, του Ώντεν, του Μοντάλε, του Κουαζίμοντο, της Τσβετάγεβα, του Μαντελστάμ. Ίσως και μέσα στο πουκάμισο και κάτω από το πουλόβερ να κατάφερνα να χώσω ποιήματα του Λάρκιν, του Βαλερύ, του Ζακόμπ, του Μπόρχες, του Γέητς και του Χήνυ. Αν φορούσα μπότες δε, σίγουρα θα σφήνωνα μέσα δύο μικρούς τόμους που έχω με ποιήματα του Ντύλαν Τόμας και της Σέξτον. Και μέσα στην εφημερίδα που θα κρατούσα θα είχα τυλίξει τη μικρή «Αλφάβητο» της Δανής Κρίστενσεν.
ΥΓ: Θα ρωτούσε ο αναγνώστης της LiFO γιατί επέλεξα αυτά τα συγκεκριμένα δέκα βιβλία (αν και στα κρυφά πρόσθεσα καμιά εικοσαριά ακόμη). Δεν έχει νόημα να σταθώ στις αρετές του κάθε βιβλίου χωριστά. Τα θέματα ασφαλώς ποικίλλουν, όπως άλλωστε και ο τρόπος που οι ποιητές αυτοί επιλέγουν να τα μορφοποιήσουν. Ωστόσο, όλες οι συλλογές ή τα ποιήματα που επέλεξα υπογραμμίζουν πόσο όμορφη αλλά και πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη επικράτεια, αλλά και πόσο δυνατή μπορεί να είναι η ποίηση σε στιγμές σκοτεινές ή και εφιαλτικές ακόμη, αφού μ' ένα τόσο ρευστό και επισφαλές υλικό όπως η γλώσσα κατορθώνει να δημιουργεί ένα παρόν τελειούμενο, μια «ανταμοιβή μέσα στην ανίατη πενία της ζωής».
________
Ο Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής, μεταφραστής και διευθυντής του περιοδικού «Ποιητική». Το τελευταίο του βιβλίο έχει τίτλο «Γιατί γράφω ποίηση» και κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Άγρα.
Επιμέλεια άρθρου: Μαρκέλλα Ανδρικάκη
σχόλια