Δευτέρα πρωί και οι άντρες κοντοστέκονται στα περίπτερα καιχαζεύουν τους τίτλους των αθλητικών εφημερίδων σκοτώνοντας χρόνο, αναβάλλονταςγια λίγο την επιστροφή στη δουλειά, αρπάζοντας καμιά χοντράδα από τα εξωφρενικάσυχνά πρωτοσέλιδα για την ψιλοκουβέντα με τους άλλους άντρες στο γραφείο.«Έχυσεόλη η Ελλάδα», «Χωρίς σάλιο», «DaPipa»μερικοί από τους πιο κλασικούς που έρχονται στο μυαλό από τις μούρες των πιο άρρωσταοπαδικών από τις 12 (13; Έχω χάσει το μέτρημα, ενώ η μπάλα ως γνωστόν έχειχαθεί προ πολλού) αθλητικές εφημερίδες που κυκλοφορούν μόνο στην Αθήνα.Αθλητικές τρόπος του λέγειν - ούτε καν ποδοσφαιρικές δεν μπορείς να τιςχαρακτηρίσεις, στην πραγματικότητα πρόκειται για ενήλικα οπαδικά φανζίν μαζικήςκυκλοφορίας, χαβαλετζίδικοι αντιπερισπασμοί στη ρουτίνα της καθημερινότητας,ιδιαίτερα καλοδεχούμενοι στο «doom and gloom»κλίμα της οικονομικής ύφεσης.
Αν υπάρχει πάντως μεγαλύτερος ευφημισμός από τον όρο «αθλητικήεφημερίδα» (μιλάμε για τα ελληνικά ταμπλόιντ της μπάλας, όχι για την «Gazetta dello Sport») αυτός είναι βέβαια η«Σούπερ Λίγκα», που φέτος προμηνύεται ακόμα πιο μίζερη και βαρετή από πέρσι,αποδεικνύοντας πόσο εύκολα -όταν το επίπεδο είναι τόσο χαμηλό- αυτό που οιΓερμανοί έχουν ορίσει ως το πιο ασήμαντο σημαντικό πράγμα του κόσμου (τοποδόσφαιρο δηλαδή) μπορεί να γίνει το πιο ασήμαντο. Και τι να κάνουν και οιφυλλάδες για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους; Όσο πιο μακριά από τηνπραγματική δράση βρίσκεσαι, αλλά κι απ' την πραγματικότητα γενικώς (όποιος δενέχει δει τους ελληνικούς αγώνες στην τηλεόραση και βλέπει την άλλη μέρα τουςτίτλους των εφημερίδων μπορεί και να πιστέψει ότι έχασε επεισοδιακές «ματσάρες»όπου έπεφταν κορμιά), τόσο πιο πολύ πρέπει να ουρλιάζεις για ν' ακουστείς
Έτσι κι αλλιώς, οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές τις εμπιστεύονταιόλο και λιγότερο (έχουν την τηλεόραση πια ως αποκλειστική πασαρέλα), ενώ οιοπαδοί απλά παίρνουν το καθημερινό φιξάκι τους και μετά πάνε στο καλό ήσπεύδουν -οι πιο αργόσχολοι- να εκτονωθούν ανακυκλώνοντάς το από τον αέρακάποιου αθλητικού ραδιόφωνου (άλλη τεράστια πλάκα αυτή). Όσο για τους χιλιάδεςαθλητικογράφους και αναλυτές της ποδοσφαιρικής επικαιρότητας, αυτούς τουςθαυμάζει κανείς όταν δεν απορεί πώς και δεν έχουν αυτοκτονήσει ακόμα με τηνιδέα ότι πρέπει για άλλη μια μέρα να κάτσουν να επισημάνουν τα κενά και τιςανακολουθίες στα εγκεφαλικά συστήματα του Δώνη π.χ. (κάποιος άσχετος θα νόμιζε ότιπλέον για προπονητές προσλαμβάνονται πρώην πυρηνικοί φυσικοί και άνεργοιθεωρητικοί της αποδόμησης). Και στο επίκεντρο όλων η καταθλιπτική φιγούρα του «Έλληναδιαιτητή» ως τυποποιημένου καρατερίστα που καλείται να παίξει το σάκο του μποξ,τον αποδιοπομπαίο τράγο ή τον προδότη σε έργο της Κατοχής, φιλοσοφώντας ενίοτεαπό μέσα του μόνος κι έρημος στο κέντρο του γηπέδου: Να ακολουθήσω το γράμμα ήτο πνεύμα του νόμου; Ιδού το μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα που δεν θα απαντηθείποτέ.
Τι να κάνει κι ο «παραδοσιακός» οπαδός, τα κάνει γαργάρα όλααυτά και συγχρόνως μέσα του ξέρει ότι η μπάλα έχει γίνει πάνω απ' όλα μπίζναπια με τεράστια πλοκάμια (μάρκετινγκ, μάνατζμεντ, σταρ σύστεμ, Στοίχημα,μάνατζερ, ατζέντηδες, τηλεοπτικά δικαιώματα, ντόπινγκ), ενώ η συμπεριφορά τουβρίσκεται διαρκώς υπό καθεστώς επιτήρησης και χειραγώγησης στη Νέα Τάξηπραγμάτων, όπου ιδανικός πελάτης της «ιδέας»-εταιρείας είναι ο μέσοςοικογενειάρχης καταναλωτής, κατά προτίμηση παρέα με την οικογένειά του. Δενμεταλλάσσεται όμως έτσι εύκολα, με το ζόρι και χωρίς σοβαρές αναταράξεις η φύσητου οπαδισμού («πίστευε και μη ερεύνα στην ομάδα κι όλοι οι άλλοι να πάνε ναγαμηθούν») και ο κεντρικός ρόλος που κατέχει στην ιδέα που έχει κανείς για τηνταυτότητά του. Όπως και να' χει, και παρά τις δυσοίωνες ενδείξεις -γήπεδα malls, νυσταλέα ατμόσφαιρα,φυτώρια γενίτσαρων που θα έλεγε κι ο «ρομαντικός» αλλά άβουλος Πλατινί-, έχειενδιαφέρον να αναλογιστεί κανείς ποιο θα είναι το μέλλον του ποδοσφαίρου στον τρίτοαιώνα του ως επαγγελματικού παιχνιδιού. Ο συγχωρεμένος ο David Foster Wallace (οΑμερικανός συγγραφέας που αυτοκτόνησε πρόσφατα) είχε γράψει παλιότερα ότι έναςαπό τους σκοπούς του αθλητισμού (των σπορ για την ακρίβεια) είναι να μας συμφιλιώσειμε την ιδέα του σώματός μας. Ο Σάββας Κωφίδης (τι έγινε αυτή η όαση ήθους καιχαρακτήρα;) έλεγε στους παίκτες του μεταξύ Σοπενχάουερ και Metallica να «παίζουν με τη σοβαρότηταμικρού παιδιού» (από Νίτσε νομίζω είναι αυτό). Ρομαντικά πράγματα σε μια εποχήόπου η εισβολή πάσης φύσεως τεχνολογικών κόλπων θα κάνει ακόμα και την εμπειρίατης παρακολούθησης ενός ματς από τον καναπέ να μοιάζει πιο πολύ με αγχώδησυμμετοχή σε video game (με τους παίκτες να γίνονται ολογράμματα) παρά μειεροτελεστία χαλαρής εκτόνωσης με μια μπίρα στο χέρι. Σύμφωνα με όλες τις σχετικέςπροβλέψεις, η εμπειρία του παιχνιδιού θα απομακρυνθεί από την πραγματικότητα καιθα μετακινηθεί προς τη φαντασία του θεατή. Υπ' αυτή την έννοια, οι ελληνικές αθλητικέςεφημερίδες μπορεί να είναι και μπροστά από την εποχής τους...
σχόλια