Ο Άλεξ ασχολήθηκε πάνω από δεκαπέντε χρόνια με το μόντελινγκ, έχει πάρει μέρος σε μεγάλες καμπάνιες στην Ελλάδα και το εξωτερικό και θεωρείται από τα πρωτοκλασάτα μοντέλα. Όμως, όλα έχουν ημερομηνία λήξης και όταν βαρέθηκε τα φωτογραφικά κλικ και τον ανταγωνισμό, δηλαδή το ωμό του πράγματος, είπε να το γυρίσει στο άλλο ωμό, σ’ αυτό που πιο πολύ αγαπούσε, δηλαδή στο γιαπωνέζικο φαγητό. Λόγω του μόντελινγκ ταξίδεψε και δούλεψε πολύ στη Ασία, έχει μείνει για καιρό στη Σιγκαπούρη, στην Ιαπωνία και στη Ταϋλάνδη και ο ουρανίσκος του έχει εκπαιδεύεται στις πιο εξωτικές και λεπτές γεύσεις. Έτσι, όταν γύρισε στην Αθήνα, έψαξε να βρει ένα καθαρό χώρο να προσφέρει τίμιο σούσι. «Δεν ήθελα αποκλειστικά Κολωνάκι», λέει «αλλά η Μασσαλίας είναι πέρασμα φοιτητών και προσελκύει και εργαζόμενους, κυρίως δικηγόρους, αλλά και ανθρώπους από όλες τις περιοχές».
Η επένδυσή του αυτή ήταν ότι είχε και δεν είχε, το προσωπικό του κομπόδεμα και χρειάστηκε τρομερή δουλειά από πλευράς του για να φέρει το μαγαζί εκεί που ήθελε. Ευτυχώς, στη ζωή αυτή απέκτησε καλούς φίλους που τον βοήθησαν με το αζημίωτο και με προσωπική εργασία.
Το Nakama είναι σαν μωρό παιδί, θέλει συνεχή προσοχή και παντού ελλοχεύουν κίνδυνοι. Δεν είναι λίγες οι φορές που είπε «τώρα τι πήγα και έκανα;» αλλά πείσμωσε και δεν το άφησε ούτε μια στιγμή. Είναι μια σύνθεση ολόκληρη, κάτι να χαλάσει, κάτι μικρό, είναι σαν το πλεκτό που τραβάς τη λάθος κλωστή και ξηλώνεται όλο. Όταν τα πράγματα ζορίζουν, βάζει τα αθλητικά του και αρχίζει να τρέχει αφού το τρέξιμο πάντα τον αποφορτίζει.
Για καλή του, όμως, τύχη και επειδή πιστεύει πολύ στο «από στόμα σε στόμα», ο κόσμος άρχισε να ξεχωρίζει το Nakama. Δουλεύει και το ντελίβερι, αλλά οι τιμές είναι προσιτές και ο κόσμος προτιμά να έρχεται και να τον περιποιείται. «Κάνεις ένα διάλειμμα, τρως το σούσι που δεν σου πέφτει και βαρύ και γυρίζεις στη δουλειά σου». Όσο για τα βράδια, το κλίμα αλλάζει, το σάκε πάει και έρχεται και όπως μου λέει έχουν αρχίσει αρκετά ειδύλλια με τα διπλανά τραπέζια που αργά το βράδυ γίνονται μια παρέα. Γιατί η κουζίνα είναι ανοιχτή μέχρι τη μια, οπότε προσφέρεται να πας και μετά το θέατρο, το σινεμά τη διασκέδασή σου.
Ο Άλεξ μεγάλωσε στην Γλυφάδα, οι αναμνήσεις του είναι αναμνήσεις που ’χουν μέσα ελευθερία. «Τίποτα δεν με περιόριζε» λέει, «ακόμα δεν θέλω τίποτα να με περιορίζει, δεν μπορώ το ταβάνι». Αγαπάει τα αεροπλάνα, ήθελε να γίνει πιλότος, αλλά τον πρόλαβε ο ξάδερφός του και είδε το επάγγελμα και από άλλη οπτική γωνιά και αναθεώρησε. Από παιδικές αναμνήσεις και γεύσεις θυμάται τα μπέργκερ στα Κούνις, τις πάστες ποντικάκια, τα μικλ σέικ με χοντρό καλαμάκι, να αράζει στα παγκάκια με τους φίλους του και οι ώρες να περνούν χωρίς να έχει τίποτα σημασία.
Θυμάται τον εαυτό του σεμνό παιδάκι από αυτά που τους έκανες γούτσου-γούτσου. Ήρεμος και ονειροπόλος, αργότερα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό . Ήθελε να ασχοληθεί με το μπάσκετ και το πήγαινε σοβαρά, άλλα κόλλησε -όπως λέει- στο 1,88 και κάπου τα εγκατέλειψε γιατί και ο αθλητισμός απαιτούσε θυσίες και όλη αυτή η πειθαρχία δεν ταίριαζαν στον πιο μποέμ χαρακτήρα του. Ήθελε να ζει τη ζωή χωρίς πρόγραμμα και με το δισάκι του στον ώμο. Μόλις λοιπόν τελειώνει το λύκειο, περνάει στη διοίκηση οικονομίας στα ΤΕΙ Χαλκίδα και αποφασίζει να ακολουθήσει τα λογιστικά. Η Χαλκίδα του άρεσε πολύ και του αρέσει ακόμα. Αγάπησε τα τρελά της τα νερά, είχε ένα μπαλκόνι και καθόταν με τις ώρες και κοιτούσε την άμπωτη και την παλίρροια και αυτό τον ηρεμούσε. Έμοιαζε με το μέσα του, που μια ανοίγεται και μια μαζεύεται. Οι σπουδές του αποδείχτηκαν χρήσιμες, γιατί του οικοδομούσαν με έναν πιο πρακτικό τρόπο τη σκέψη και του βγήκαν τώρα πολύτιμες με όλο το στήσιμο, το budget plan και τα οικονομικά του μαγαζιού. Και επειδή είναι φύση ανεξάρτητη, εκεί στα δεκαοκτώ άρχισε να δουλεύει νύχτα για να βγάλει λεφτά και να κόψει τον ομφάλιο λώρο. Δούλεψε πολλά χρόνια νύχτα. «Η νύχτα σε ρουφάει, πίνει τις αντοχές, σου κλέβει τις μέρες» λέει με μια δόση ποιητική και κοιτάει το ταβάνι σαν να φοβάται να κοιτάξει ευθεία μήπως τον μαστιγώσουν οι αναμνήσεις. «Και μετά και μετά;» ρωτάω. Μετά γνώρισε μια κοπέλα που του είπε ότι η ομορφιά του είναι φραγκάτη, δηλαδή μπορεί να βγάλει λεφτά και τον πήγε σε ένα πρακτορείο μοντέλων.
Στην αρχή του φάνηκε τρελά ψωνισμένη και άκυρη δουλειά. «Ντρεπόμουν να το πω και σε φίλους γιατί θα με θεωρούσαν μεγάλο νούμερο» λέει. Ισχυρίζεται πως δεν τον ενδιέφερε ποτέ πώς δείχνει και άργησε πολύ να καταλάβει ότι μπορεί να αρέσει και αυτό, κυρίως το πήρε πρέφα από τα βλέμματα τον άλλων. Στο μόντελινγκ όμως μπήκε για τα γρήγορα και εύκολα λεφτά και, κυρίως, για τα ταξίδια. Πέτυχε μια εποχή που γίνονταν πράγματα και οι μισθοί ήταν παχυλοί. «Και νάρκισσος να μην είσαι, ναρκισσεύεσαι» μου εξηγεί, «οι φωτογράφοι, τα φώτα πάνω σου να αιχμαλωτίζουν την καλή σου στιγμή. Θέλει ένα μέτρο για να μην το χάσεις». Ο ίδιος όμως πάντα διατηρεί το χιούμορ του και, άλλωστε, εκεί στα κάστινγκ έχεις πάντα μια αναμέτρηση με το καλύτερο. Η ομορφιά αρχίζει και ρευστοποιείται. «Τίποτα δεν κρατάει πολύ», λέει, «πάντα θα υπάρχει κάτι πιο όμορφο, πιο λαμπερό, πιο νέο. Σε τρελαίνει αυτό το πράγμα». Έτσι, μετά από τα σούρτα-φέρτα του σε πασαρέλες και σε λαμπερά εντιτόριαλς, άρχισε να εισάγει σύκα Καλαμών στην Ανατολή και το επιχειρηματικό δαιμόνιο πια τον είχε γραπώσει. «Το σύκο πάει πολύ καλά έξω, αλλά δεν έχουμε δυνατότητες μεγάλης παραγωγής, δυστυχώς. Ξεριζώσαμε τις συκές και βάλαμε ελιές στη Μεσσηνία. Το σύκο είναι μεγάλο όπλο, αλλά τα δυνατά μας χαρτιά τα καίμε» μου λέει ρητορικά.
Στο Nakama, όμως, χώρεσε όλο του το μεράκι και δεν κάνει εκπτώσεις. Δεκαπέντε άνθρωποι προσωπικό, o χώρος είναι πενατακάθαρος, άνετος, δεν βρωμάει ψαρίλα και έχει δυο-τρία πιάτα που ήταν κορυφαία. Ξεχωρίζει ο τόνος ταρτάρ με αυγά χελιδονόψαρου. Η miso soup αλλά και οι διαφορετικές σούπες (τρεις με τέσσερις που έχει κάθε μέρα). Απ’ τα nakama rolls, το dragon roll με καπνιστό χέλι, το mango twist με αβοκάντο και μάνγκο, το ike roll με ελαφρώς τηγανισμένο καλαμάρι, το Crunchy shrimp roll (ρολό με τηγανίτες γαρίδες) και κάποια γιαπωνέζικα ζεστά πιάτα. Ξεχωρίζουμε τα noodles με γαρίδα tempura.
Τρως φίνα και μαζί με το αλκοόλ με δεκαπέντε περίπου ευρώ φεύγεις πολύ ικανοποιημένος. Το καλό το αφήνω για το τέλος: το τσιζκέικ με πράσινο τσάι είναι για αστέρια μισελέν, για προσκύνημα. Ωραία, φίνα ισορροπία γεύσης μπισκότου με βελούδινο τσάι. Τίποτα πιο ωραίο.
Εν ολίγοις, από το Nakama φεύγεις χαρούμενος, γλυκαίνεσαι και η ευγένεια του Άλεξ είναι τόσο συγκινητική που μπορείς να την εκλάβεις και σαν φλερτ. Όλα στο Nakama -που στα γιαπωνέζικα σημαίνει «φίλος»- έχουν θετικό vibe και την αίσθηση ότι θέλεις να επιστρέψεις (ξανά και ξανά).
Nakama, Μασσαλίας 5, τηλέφωνο 2103616053
σχόλια