Στα χρόνια της Χούντας, άτυχη εποχή εξορισμού, πολλοί νέοι ζήτησαν την τύχη τους στα ξένα, δραπετεύοντας από τη χώρα και από τον ντόπιο εαυτό τους. Κάποτε πρέπει να γραφτεί αυτή η ακούσια λαθρομετανάστευση που βρήκε καταφύγιο σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, φορώντας τον αόρατο σκούφο του «πολιτικού αυτοεξόριστου». Ο Τζούμας βέβαια δεν ανήκε ούτε καθ' υποψία στους αντιστασιακούς του εξωτερικού. Πασαλιμανιώτης από γέννα, ορκοπάτης του κοινού ήθους, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη σαν χορευτής και ηθοποιός, κυρίως όμως σαν προικισμένος τυχοθήρας που ήθελε να ασκήσει την κλίση του προς τους ψυχικούς εκτροχιασμούς.
Ό,τι κυνηγάς σε βρίσκει κάποτε, ενίοτε σεπαίρνει και σε σηκώνει. Από την αποναρκωμένη Αθήνα βρέθηκε στη μεγάλη πανδαισία -στο κέντρο του κόσμου όπου ο μύθος κυκλοφορεί στους δρόμους και η διασημότητα είναι συμφιλιωμένη με την καθημερινότητα. Ό,τι ήξερε σαν φήμη -ειδικά από τον κινηματογράφο- εκεί ήταν καθημερινός άρτος και θέαμα. Βγαίνοντας από κάποιο φουαγιέ, πατάει τον διπλανό του και μετά το απαραίτητο «σόρι» συμπληρώνει εις επήκοον της Τζόαν Γούντγουορντ: «Δεν φτάνει που σε πάτησα, είσαι και ο Πολ Νιούμαν». Δεν ξέρουμε αν το συμβάν είναι επινοημένο, αποδίδει πάντως τέλεια την ατμόσφαιρα που περιγράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του -δεύτερο στη σειρά- με τίτλο Τελείως αγνωστος (Καστανιώτης). Άσημος μέσα σε υπερδιάσημους, φτερό στον άνεμο μέσα σε κύκλους κατεστημένων αστέρων, ο αφηγητής αναλαμβάνει επίπονο έργο. Πιθανώς χωρίς να το αντιλαμβάνεται.
Όσο κι αν ο ερωτισμός του είναι αμφιρρεπής,έχει υπέροχες σελίδες με καταπληκτικές γυναίκες, τις οποίες μάλιστα περιγράφει με έμφυτη μαεστρία. Συναγελάζεται, συγχρωτίζεται και συγκυλίεται με την ίδια την ομορφιά. Θέλει να λατρέψει και να λατρευτεί ως σώμα. Κι όλα αυτά με ονειρική κομψότητα, με εξωπραγματική φινέτσα, με ποιητικό λούσο και άφατη παραφορά.
Διότι το φλέγον ζήτημα του βιβλίου του, πέρα από τον εκτυφλωτικό αριστοκρατισμό του περίγυρου -καθώς όλα τα θρυλικά ονόματα κυκλοφορούν πλάι του, από την Τζάκι Κένεντι και τη Ράκελ Γουέλς ίσαμε τους Ρόλινγκ Στόουνς και τον Άλβιν Νικολάι -δεν αφορά την εξωτερική ματιά και την ντρογκαρισμένη Νέα Υόρκη, αλλά το δικό του ασχημάτιστο ακόμη φρόνημα. Ο νέος που πασχίζει να συναντηθεί με τον κυοφορούμενο εαυτό του αποτελεί μέγιστο μύθο (της λογοτεχνίας) και ο αφηγητής δεν φείδεται δυνάμεων και δοκιμασιών. Ξέρει τι θέλει; Έχει δοκιμαστεί στο «ένατο κρατούμενο»; Η παραδίδεται στο μυστικισμό της στιγμής και ό,τι ήθελε προκύψει; Το σώμα βέβαια είναι ένας θησαυρός που πρέπει να σπαταληθεί, όπως και ο χρόνος άλλωστε, έτσι έχουμε αειφόρα εκστατικότητα πεντακοσίων σελίδων, ευφορική παράδοση σε κάθε πειρασμό,παραφθορές της λατρείας, ανεξάντλητη κλίση στην μπλαζέ μεταφυσική καθώς τα πάντα παίζονται σε μια πελώρια βιτρίνα όπου όλοι βλέπουν και βλέπονται. Η Νέα Υόρκη δεν είναι πόλη, μάλλον μοιάζει με θρησκευτική αποκάλυψη όπου οι περιφερόμενοι και θεατριζόμενοι κάτοικοι ανακάλυψαν το ελιξίριο της ζωής.
«Στη Νέα Υόρκη έχουν έρθει άνθρωποι για να ζήσουν τη ζωή που φαντάζονται για τον εαυτό τους. Όλοι το αναγνωρίζουν αυτό και το διευκολύνουν, κυρίως με το να μην το κάνουν θέμα. Είναι υπέροχα, παρ' ότι η ευρωπαϊκή μου αισθητική κάποια πράγματα τα βρίσκει κακόγουστα. Μερικές φορές σκέφτομαι: Πώς συμπεριφέρεται έτσι αυτός, πώς ντύνεται έτσι αυτή, δεν είχαν γονείς, κάποια ανατροφή; Όλα αυτά όμως δεν έχουν καμιά σημασία, γιατί οι άνθρωποι εδώ είναι ο εαυτός τους. Ζούνε έντονα,διασκεδαστικά και συναρπαστικά. Εδώ μαθαίνεις να μιλάς κατευθείαν. Στην Ευρώπη μέχρι να εκφράσουν αυτό που θέλουν -όλο κύκλους και τεθλασμένες,αναδρομές στο παρελθόν, εισαγωγές κι αγιοποίηση- βαριέσαι. Εδώ όχι».
Ο Τζούμας έχει ειδική σχέση με την απορία αν το ρούχο κάνει τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος το ρούχο. Η ποιητική του είναι πριν απ' όλα ενδυματολογική και ρέπει προς την οφθαλμοδουλεία. «Γουστάρω βελούδο και μετάξι κι από κάτω καυτή γύμνια.Υποκριτικό; Άτολμο; Δειλό; Σκασίλα μου». Όσο κι αν ο ερωτισμός του είναι αμφιρρεπής,έχει υπέροχες σελίδες με καταπληκτικές γυναίκες, τις οποίες μάλιστα περιγράφει με έμφυτη μαεστρία. Συναγελάζεται, συγχρωτίζεται και συγκυλίεται με την ίδια την ομορφιά. Θέλει να λατρέψει και να λατρευτεί ως σώμα. Κι όλα αυτά με ονειρική κομψότητα, με εξωπραγματική φινέτσα, με ποιητικό λούσο και άφατη παραφορά. «Νιώθω ελαφρύς, έχω την αίσθηση ότι είμαι λουσμένος σε χρυσαφί φως, το γκρι ριγέ σταυρωτό κοστούμι μου, τα καστόρινα κανελί παπούτσια, το κοντό μαλλί, το καλοξυρισμένο σαγόνι με κάνουν άλλο άνθρωπο». Πάντα η πεμπτουσία της απόλαυσης συναιρείται με την πεμπτουσία της ένδυσης.
Ως εκ τούτου, η παρουσία του Γιώργου Σκούρτη -που έχει πιο κεντραρισμένο εγώ, του αφιερώνει άλλωστε κατά το ήμισυ το βιβλίο- παίζει ρόλο έρματος σε όλη την αφήγηση. Ο ένας μοιάζει με πολύχρωμο μαντήλι στον άνεμο, ο άλλος κουβαλάει πολλή Αθήνα πάνω του και μέσα του, άρα φέρνει στα ίσα την παλάντζα. Ο ένας έχει άσχημα ξεμπερδέματα με το φαίνεσθαι, ο άλλος είναι συμφιλιωμένος με το είναι. Μέσα στην «υπεραγορά ονείρων» που είναι η πόλη, δύσκολα θα βρούμε μια στιγμή θλίψης του αφηγητή. Μόνο όταν η φίλη του μένει έγκυος νιώθει σαν να «κόπηκε το ρεύμα». Επιστροφή την πραγματικότητα; Ώρα για απολογισμούς; Χορευτής δεν έγινε· ηθοποιός ναι, αλλά χωρίς ηγεμονικές φιλοδοξίες. Το μανή, θεκέλ, φάρες, μοίρα όλων μας, ο Τζούμας το αποδίδει με κάποια απολογητική χροιά. «Ούτε σκέψη ότι πρέπει να διακριθώ, να υπερβώ εαυτόν, να λάμψω. Είχα αρχίσει να το βλέπω σαν παθητικό ναρκισσισμό, μου ‘φερνε γέλια η ιδέα ότι κάποιος έχει ανάγκη να αισθάνεται το κέντρο του σύμπαντος και οι άλλοι πρέπει να ανταποκρίνονται θερμά σε αυτή του την παθολογική επιθυμία». Συμπέρασμα: να τη βγάζεις στο φτερό, χωρίς πολλή δουλειά, αυτό είναι το θέμα.
σχόλια