Απόγευμα της περασμένηςΤρίτης, σε μια ιρλανδέζικη παμπ στοLower East Sideτου Μανχάταν, όπου κατέφυγα για ναπαρακολουθήσω live (στις14.45 τοπική ώρα) τον επαναληπτικό αγώναμεταξύ Άρσεναλ και Μάν. Γιουνάιτεντ γιατο Champions League.Η βροχή απέξω μπορεί να ενισχύει τηγοτθική αρχιτεκτονική και την glamorousμουντίλα που μοιάζει να πηγάζει απότους πόρους αυτής της αγαπημένης πόλης,αλλά, όταν πέφτει αλύπητα και μονότοναγια τόσες μέρες σερί, μπορεί να σου ρίξειτο ηθικό. Σ' αυτήν τη φάση, πάντως,μοιάζει ταιριαστή και καταλαγιάζει τιςενοχές που νιώθει κάποιος επισκέπτηςόταν πίνει μπίρες σε μια παμπ που θαμπορούσε να είναι οπουδήποτε στον κόσμο,αντί να ρουφά κι άλλες (κι άλλες! κιάλλες!) παραστάσεις που δεν μπορεί καλάκαλά να αφομοιώσει σε κάποιο στενό πουδεν έχει ξαναπερπατήσει. Οι θαμώνεςστην παμπ δεν είναι πάνω από δέκα (τοhappy hour ξεκινάστις πέντε) και μέχρι το τέλος του πρώτουημίχρονου θα απευθυνόμαστε ο ένας στονάλλο με τα μικρά μας ονόματα - όλοι, είτετουρίστες είτε μόνιμοι κάτοικοι μεκαταγωγή από χώρες που το ποδόσφαιροαποτελεί μαζικό αντρικό πάθος και όχιπεριθωριακό (και κάπως «αδερφίστικο»)ομαδικό σπορ, όπως στις ΗΠΑ. Ακόμα καιστη Νέα Υόρκη, την πιο κοσμοπολίτικηθεωρητικά όλων των μητροπόλεων - πουδεν είναι όμως, με την έννοια τουλάχιστονπου είναι το Λονδίνο: η Νέα Υόρκη έχειένα ιδιαίτερο και αυστηρά τοπικό «stateof mind», τοοποίο είτε το αποδέχεσαι απόλυτα καιφανατικά -όπως ο γράφων, που θεωρείαλαζονικά ίσως την πόλη ως «χαμένηπατρίδα»- είτε σου προκαλεί αναφυλαξία.
Από φανατίλα, πάντως,ούτε μυρωδιά στην ψυχρή παμπ τωνεμιγκρέδων ποδοσφαιρόφιλων (οι μισοίπάντως, αν και όχι πιτσιρικάδες πλέον,φορούν την τοπική αλλά και διεθνή εδώκαι καιρό αμφίεση των hipsters:στενό παντελόνι, καρό πουκάμισο, φράντζα,Rayban Wayfarersγυαλιά, προαιρετικό μουστακάκι). Λίγεςμέρες πριν είχα βρεθεί σ' ένα ισπανικόεστιατόριο την ώρα που διεξαγόταν οέκτος προκριματικός του NBAμεταξύ Σέλτικς και Μπουλς («ματσάρα»που κρίθηκε στην τρίτη παράταση) καιπρος το τέλος του αγώνα πάνω από το μισόμαγαζί είχε στριμωχτεί στην μπάρα, όπουβρισκόταν μια τηλεόραση που μετέδιδετο παιχνίδι χωρίς ήχο. Ο διπλανός μουστην παμπ -«άρρωστος» με την Άρσεναλ,Ιρλανδός πολιτικός μηχανικός που ζειχρόνια στη Ν.Υ.- λέει στον μπάρμαν να μεκεράσει ό, τι θέλω μετά το τρίτο γκολτης Γιουνάιτεντ. «Εγώ θα έπρεπε νακερνάω» του λέω, «η ομάδα μου κερδίζει»,αλλά αυτό δεν τον πτοεί καθόλου. Σε λίγοθα έρθει να τον μαζέψει η κοπέλα του,την οποία μου συστήνει και μόλις αυτήβγαίνει έξω για τσιγάρο, μου εξομολογείται:«Τέλεια η Νέα Υόρκη, αλλά η οικονομικήανασφάλεια σε σχέση με την Ευρώπη δεναντέχεται. Η φίλη μου είναι αρχισερβιτόρασε κυριλέ εστιατόριο, βγάζει μια περιουσίαμόνο από τα tips, αλλά δενπρόκειται να δει ποτέ ασφάλιση ήσύνταξη...».
Ελαφρά ζαλισμένος απότις (κερασμένες, ως επί το πλείστον)μπίρες, επιστρέφω στην προσωρινή έδρατου Τσέλσι: απέναντι από το ξενοδοχείοστέκεται καμαρωτό dinerελληνικής ιδιοκτησίας, έξω από το οποίοκυματίζουν πλάι πλάι η γαλανόλευκη μετη διεθνή σημαία των γκέι με τα χρώματατου ουράνιου τόξου, που καλωσορίζει ταζευγάρια των Chelsea Boysμε τα παραφουσκωμένα σώματα. Αυτόπαραμένει το μεγαλείο του Μανχάταν:στρίβεις ένα στενό και ξαφνικά αλλάζειη ψυχογεωγραφία, μπαίνεις σε έναδιαφορετικό πόρταλ, όπου η ιστορία καιοι συνθήκες καθορίζουν τα πάντα - ακόμακαι το περιεχόμενο της πιο μπανάλψιλοκουβέντας. Για άλλη μια επίσκεψη,όλα μοιάζουν ανακουφιστικά ρευστά,ελεύθερα και σχετικά. Όλα εκτός από τοκαθεστώς Μεσσία που απολαμβάνει οΠρόεδρος/Αρχηγός/Γκουρού Μπαράκ
Ομπάμα, από τουςαναξιοπαθούντες μέχρι τους απόφοιτουςτου Χάρβαρντ. Οι απόηχοι του πανηγυρικού«Yes We Did!»δεν έχουν κοπάσει ακόμα. Σε τρειςδιαφορετικές συναυλίες που πήγαμε,υπήρχαν αναφορές στο ουτοπικό,αριστερόστροφο «This Landis Your Land»όραμα του πρωτοπόρου φολκ επαναστάτηWoody Guthrie.Αυτό που έχει λείψει μετά τις αλλεπάλληλεςεκκαθαρίσεις είναι οι «τρελοί» (μεκάποιες εξαιρέσεις-πυροτεχνήματα, όπωςτον πιτσιρικά που μ' έπιασε ξαφνικάστο δρόμο κι άρχισε με «γυρισμένο» μάτινα μου λέει εμπιστευτικά για μια πολικήαρκούδα που τριγυρνά τα βράδια στοSoΗo).
H ΝέαΥόρκη μπορεί να μην είναι πλέον η πόληπου δεν κοιμάται ποτέ, πάντως κοιμάταιπολύ αργά και υπάρχουν ακόμα κάποιεςεστίες μποέμικης ανίστασης, κάποιαεπίμονα μαυσωλεία του παλιού απόλυτου«χύμα». Όπως το Mars Bar (φωτό) στη γωνία 2ηςΛεωφόρου και 1ου Δρόμου, ένα ένδοξομπαρ-αποχωρητήριο, όπου κοστίζει 4$ το(τριπλό) ποτό, ο κόσμος είναι εντελώς ό,τι να 'ναι (ουσιαστικά κάποιοι στάνταρτελειωμένοι μόνιμοι και όποιος άλλοςβρίσκει το θάρρος να περάσει τοβομβαρδισμένο κατώφλι), κανείς δεν μιλά«ορθά» -όπως οπουδήποτε αλλού- και όλοι λένε ό,τι τουςκατεβαίνει στην κεφάλα υπό τους ήχουςτου τζουκμπόξ, που παίζει από Σινάτραμέχρι Dead Kennedys.Κάποιος εγκαλούσε τον Ομπάμα ως μαριονέτατης Δεξιάς, ενώ λίγο μετά άκουσα ένανπαππού, που έμοιαζε να έχει κάνει θητείαως κομπάρσος στους «Σοπράνος», να λέει:«Εγώ ρατσιστής; Όλη μου τη ζωή πηδάω καικλέβω τους μαύρους!». Ακολούθησαν γέλιααπ' όλους τους παρευρισκόμενους, ακόμακι από τους δύο μαύρους θαμώνες, πουπιθανότατα θα γέλαγαν επίσης αν κάποιοςτους αποκαλούσε με στόμφο και σοβαροφάνειαπολιτικής ευπρέπειας ξαφνικά«Αφρο-αμερικανούς»...
σχόλια