» Αναγνωρίζονται με τα μικρά τους ονόματα από το κοινό που τους λατρεύει, οι κριτικοί έχουν γράψει ύμνους για τις ταινίες τους, τα ράφια τους έχουν γεμίσει βραβεία βαρύτιμα και ζηλευτά (Όσκαρ, φεστιβαλικά και εθνικά) και μοιράζονται μια εμφανή αγάπη για το σινεμά, μια σινεφιλία που τους καθορίζει, τους εμπνέει, τους μεθάει και φαίνεται στο έργο τους. Ο Πέδρο και ο Κουέντιν είναι σπουδαίοι σκηνοθέτες και δημιουργοί αξέχαστων φιλμ. Μήπως όμως, επειδή δεν έχουν να αποδείξουν τίποτε πλέον, περιστρέφονται γύρω από την κομψή και στυλιζαρισμένη ουρά τους, ελλείψει σοβαρού κινήτρου;
»Είναι εμπειρία να βλέπεις τις νέες ταινίες του Αλμοδόβαρ και του Ταραντίνο δύο απανωτά πρωινά στις Κάννες, στις 8.30 το πρωί, παρέα με εκατοντάδες ανθρώπους που ξέρουν από σινεμά και δεν έχουν δει παρά μόνο κάποιες φωτογραφίες και σκόρπιες σκηνές. Ψέμα: οι Χαμένες Αγκαλιές του Ισπανού σκηνοθέτη προβάλλονται ήδη στη χώρα του και αντιμετωπίστηκαν με παγερό σεβασμό και λιγότερα εισιτήρια από το Γύρνα Πίσω. Και πάλι η Πενέλοπε Κρουθ, στο ρόλο της κοπέλας που ανησυχεί για την ετοιμόρροπη υγεία του πατέρα της, παντρεύεται έναν άντρα που την αγαπάει και ερωτεύεται ένα σκηνοθέτη-σεναριογράφο, στα χέρια του οποίου θα γίνει ηθοποιός και ολοκληρωμένη γυναίκα. Ένα love story που ανακατεύει το μελόδραμα, την αγωνία και φυσικά το σινεμά. Από την άλλη, ο Ταραντίνο υφαίνει ένα εξαιρετικό φιλόδοξο πολεμικό δράμα, που πάλευε να σκαρώσει επί 8 χρόνια. Αποτελείται από 6 μεγάλες σκηνές/κεφάλαια, σαν εκτεταμένες βινιέτες, και παραδόξως δεν κάνει πισωγυρίσματα στο χρόνο, σαν κι αυτά που τον έκαναν διάσημο ακριβώς 15 χρόνια πριν, με το Pulp Fiction, και πάλι στις Κάννες. Πραγματοποιεί το μακάβριο όνειρο πολλών σκηνοθετών και την πικρή φαντασίωση άπειρων θυμάτων: βάζει μπουρλότο σε μια κινηματογραφική αίθουσα όπου είναι μαζεμένοι ο Χίτλερ, ο Γκέμπελς, ο Γκόρινγκ και τα άλλα πρωτοπαλίκαρα του Τρίτου Ράιχ. Η ανορθόγραφη Άδωξοι Μπάσταρδη, που βγαίνει στις αίθουσες στις 20 Αυγούστου, είναι μια μαύρη κωμωδία, μια περιπέτεια που λαμβάνει χώρα στη Γαλλία το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα στρατιωτικό σπαγγέτι γουέστερν, ένα δράμα πολλών χαρακτήρων, και παράλληλα φόρος τιμής σε ονόματα, εικόνες και είδη από το γερμανικό, το ιταλικό, το γαλλικό και το αμερικανικό σινεμά, τους 7 που ήταν Υπέροχοι, τους 12 που ήταν Καθάρματα και με παιχνιδιάρικα λεκτικά περάσματα όπως στους καλτ δημιουργούς Αντόνιο Μαργκερίτι και Μπέρναρντ Βίκι. Ο Ταραντίνο τηρεί έναν άτυπο όρκο, να μείνει πιστός στο σινεμά που αγάπησε όταν δούλευε υπάλληλος σε βιντεοκλάμπ και κατανάλωνε αδηφάγα άγνωστες ταινίες από όλον τον κόσμο, όπως το πρωτότυπο Inglorious Bastards του Έντζο Καστελάρι, που τον ενέπνευσε για τη μετατροπή που είδαμε.
»Το ίδιο κάνει, με άλλον τρόπο, και ο Αλμοδόβαρ. Στις Χαμένες Αγκαλιές βρίσκουμε αναφορές από το Ταξίδι στην Ιταλία, το Kiss of Death, καθώς και ένα ολόκληρο επεισόδιο της φανταστικής ταινίας Κορίτσια και Βαλίτσες, που μοιάζει υφολογικά με τις δικές του Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο modus operandi των δυο σκηνοθετών, αλλά και στο τελείωμα, στην ούγια. Ο Αλμοδόβαρ γράφει έχοντας στο μυαλό του τη δομή της κάθε ταινίας του. Γι' αυτό και τα περάσματα στο χρόνο δεν είναι πυροτεχνήματα, αλλά οργανικά δεμένα με το σύνολο, και οδηγούν σε ένα συναισθηματικό συμπέρασμα. Δεν διανοείται να ξεπαστρέψει έναν πρωταγωνιστή στη μέση του έργου, όπως ανενδοίαστα και λίγο χαιρέκακα κάνει ο Ταραντίνο, με τον Τραβόλτα στο Pulp ή την πρωταγωνίστρια στο Death Proof. Ο Αμερικανός δίνει βάρος στις λέξεις και στη συχνά διεστραμμένη, διφορούμενη, ειρωνική τους σημασία και αριστεύει στους διαλόγους, ή και στους μονολόγους με ακροατές. Ως άνθρωπος, ο Ταραντίνο κυνηγάει και γοητεύει τους πρωταγωνιστές που αισθάνεται πως ταιριάζουν στους χαρακτήρες που γράφει. Την Ούμα Θέρμαν την περίμενε να γεννήσει για να παίξει τη Νύφη και τον Μπραντ Πιτ, όπως δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου στο φεστιβάλ, τον τούμπαρε μια ατέλειωτη νύχτα με οινοποσία και τσιγαράκια για να τον πείσει να αναλάβει ένα μονόχορδο ρόλο, αυτόν του «Απάτσι» Άλντο Ρέιν, εκδικητή των δολοφονημένων εβραίων και κυνηγού των Ναζί. Και ποιος μπορεί να του πει όχι, όταν έχει τη φήμη του τύπου που ανασταίνει νεκρές καριέρες και φροντίζει τους ηθοποιούς του σαν να είναι εραστές; Ως δημιουργός, μεταδίδει το πάθος του με τρελή ενέργεια και χειμαρρώδη λατρεία προς το σινεμά που τον συναρπάζει - και το σινεμά που τον συναρπάζει είναι ανεξάντλητο, βγαλμένο από τα μπουντρούμια των b movies και των καταφρονεμένων βιοπαλαιστών της κάμερας.
»Τα γούστα του Αλμοδόβαρ είναι πιο κλασικά, οι επιρροές του είναι βασικά ιταλικές από τη δεκαετία του '50 και αμερικανικές περίπου της ίδιας περιόδου, αν και εξακολουθεί να σνομπάρει και να φοβάται την αγγλική γλώσσα. Δεν θέλει να αλλάζει πρωταγωνιστές σαν τα πουκάμισα. Παλιά είχε κολλήσει με την Κάρμεν Μάουρα και τον Μπαντέρας, κάκιωσε όταν αισθάνθηκε πως τον εγκατέλειψαν, τους συγχώρεσε αλλά στο μεταξύ βρήκε τη νέα, πιστή του μούσα, την Πενέλοπε Κρουθ, την οποία αποθεώνει και απογειώνει όπως κανένας άλλος. Μοιάζει περισσότερο διακοσμητικός στα σκηνικά αλλά τα χρησιμοποιεί για να εντείνει τα βάσανα των χαρακτήρων του. Αν και είναι ένδοξος σκηνοθέτης, με ένα στυλ που κυλάει σαν πολύχρωμη βροχή στο φωτογενές δέρμα των ηρώων του και μουσκεύει την ψυχή τους, είναι βασικά ένας μεγαλειώδης, εμπνευσμένος σεναρίστας, που δεν σταματάει να εφευρίσκει ιστορίες, τροπές και ανατροπές, να ξεκλειδώνει αδιέξοδα και να στέλνει στον παράδεισο του έρωτα αυτούς και αυτές που αξίζει να αγαπηθούν μυθιστορηματικά.
»Εκτός από την ασυνθηκολόγητη σινεφιλία του, με τον Κουέντιν Ταραντίνο μοιράζεται μια ασυνήθιστη και επίμονη αγάπη για τις γυναίκες. Ο gay Ισπανός και ο straight φετιχιστής ποδολάγνος Αμερικανός σκιτσάρουν άνδρες με ελαττώματα και αδυναμίες, αλλά δίνουν τα ρέστα τους στις ηρωίδες, οι οποίες είναι τρυφερές και ισχυρές, φυσικά φαινόμενα και μίσχοι, πολεμίστριες και μάνες. Συνήθως τις ταυτίζουν με κινηματογραφικές φιγούρες. Η Πενέλοπε Κρουθ είναι ολίγη από Όντρεϊ Χέμπορν στις Αγκαλιές και πολύ από Μάνγκανο και Λόρεν στο Γύρνα Πίσω, ενώ οι γυναίκες του Ταραντίνο δανείζονται στοιχεία από οτιδήποτε πετάει και κολυμπάει στην ποπ, τα γιαπωνέζικα μάνγκα και τις σταρ ενός απροσδιόριστου, ρετρό σινεμά, όπως η Θέρμαν στο Pulp και η Ντιάνε Κρούγκερ στο Άδωξοι Μπάσταρδη. Όλες, ωστόσο, μάχονται και δικαιώνονται, αισθάνονται βαθιά τη ζωή τους, και ανοίγουν διάπλατα τη αγκαλιά στις προκλήσεις. Δυστυχώς, ο Αλμοδόβαρ και ο Ταραντίνο έχουν κολλήσει. Οι Χαμένες Αγκαλιές είναι μια οπισθοχώρηση από το θερμό σύμπαν του Γύρνα Πίσω, μια cool επανάληψη, ένα έργο που όσο έντεχνο και άρτιο μάς παρουσιάζεται (για τους περισσότερους, η χειρότερή του στιγμή θα αποτελούσε έργο ζωής), άλλο τόσο μοιάζει να βγήκε από τη θεϊκή του ευκολία να εκφράζεται συχνά. Ο Ταραντίνο ξαναμασάει το εκρηκτικό ταλέντο του να αλλάζει μανιασμένα ταχύτητες και να στήνει μεγάλες σκηνές με παράδοξο περιεχόμενο, χάνοντας σε ροή και χιούμορ στη φετινή μεταμοντέρνα του σύλληψη. Με λίγα λόγια, και οι Χαμένες Αγκαλιές και το Άδωξοι Μπάσταρδη μοιάζουν με καλοσχεδιασμένα πονήματα βασισμένα σε μια αυτοαναφορική υπερβολή, και όχι σε φρέσκα βλέμματα - οι μόνιμοι τεχνικοί συνεργάτες των δυο σκηνοθετών λογικά πρέπει να δουλεύουν με αυτόματο πιλότο. Ακόμη και στην έγχρωμη περίοδο του ο Χίτσκοκ, με τον οποίο ο Αλμοδόβαρ συγγενεύει και το δείχνει στη νοοτροπία του, για κάθε Δεσμώτη του Ιλίγγου και Σιωπηλό Μάρτυρα, υπάρχει κι ένας Άνθρωπος που Ήξερε Πολλά κι ένα Κυνήγι του Κλέφτη, δεξιοτεχνικές escapades με χορογραφικά εμπνευσμένες εικόνες, αξέχαστες αλλά μινόρε ως σύνολα. Αναμφισβήτητα, οι σκηνοθετικές προσωπικότητες των Αλμοδόβαρ και Ταραντίνο είναι τόσο ισχυρές που κάποιοι θα μπορούσαν να εκλάβουν τα παράπονα εναντίον τους ως μεμψίμοιρα σχόλια θεωρητικών που τρώγονται με τα ρούχα τους, επειδή βαριούνται ή δεν ξέρουν τι θέλουν. Και για να μην παρεξηγηθώ, οι φετινές τους ταινίες μόνο κακές δεν είναι. Ωστόσο, προκαλούν ένα στενόχωρο κνησμό, ένα άβολο vu et revu, αν και αυτό δεν έχει σχέση με την ακροβατική πορεία μεγαλομανών σκηνοθετών όπως ο Μπερτολούτσι και ο Κόπολα, που έφτασαν στο Έβερεστ και έπρεπε να μηδενίσουν για να μην πεθάνουν καλλιτεχνικά από τον υπαρξιακό ίλιγγο. Ακριβώς επειδή οι απαιτήσεις είναι θεόρατες, η κριτική είναι πιο έντονη στη βάση των μέχρι τώρα δειγμάτων τους. Πάνω απ' όλα, μας έχουν πείσει με τις εκδρομές τους στο μύθο του σινεμά πως είναι για πάντα τρομερά παιδιά ικανά για δημιουργικές αταξίες. Το να εγκλωβιστούν στο δικό τους μύθο, είναι θέμα ισάξιο με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Μάικλ Τζάκσον. Δεν οδηγεί παρά μόνο στις στήλες φιλανθρωπίας.
σχόλια