«Έχεις ποτέ déjà vu;» ρωτά κάποιος έναν φίλο του. «Μα, πριν λίγο δεν με ρώτησες πάλι;» του απαντά αυτός. Παλιό αυτό το ανέκδοτο των Αμερικανών, αλλά αυτοί δεν είχαν ποτέ δει τη ζωή τους να περνά ανάμεσα σε μια εκλογική «μέρα της μαρμότας», όπου οι υποψήφιοι είναι πάντα οι ίδιοι. Άντε πάλι, λοιπόν, εκλογές με τον Κωστάκη και τον Γιωργάκη, αιώνια καταδικασμένους στο limbo του υποκορισμού, να προκαλούν ποικίλες αποχρώσεις μειδιάματος και στεναγμού στο ταλαίπωρο εκλογικό σώμα, που μοιάζει πιο κουρασμένο κι από τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Τον οποίο θα πρέπει να ομολογήσω ότι δεν κατάφερα ποτέ να αντιπαθήσω έντονα - θα μου πεις, πώς να αντιπαθήσεις με επιφανειακούς/σημειολογικούς όρους κάποιον με τόσο υπολογισμένα ανύπαρκτο προφίλ; Απλά του έδινες και συ μια ευκαιρία, όπως τόσοι άλλοι («δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά…»), παίρνοντας τα ρίσκα σου. Μακάρι να έκανε κι αυτός το ίδιο. Το «Κωστάκης», πάντως, μια χαρά του πήγαινε, εδώ που τα λέμε - έχουμε πήξει στους Κωνσταντίνους τα τελευταία χρόνια. Επίσης, παραείναι εύκολο να χαρακτηρίσεις «άνθρωπο που δεν ήταν εκεί» κάποιον που συμπληρώνει δεκατρία χρόνια αρχηγός (δεκατρία!) και πεντέμισι πρωθυπουργός: δύο φορές πανηγυρικά εκλεγμένος και μία χαμένος στο νήμα.
Ο Κωστάκης λοιπόν έμοιαζε (είναι πρόωρος ο παρελθοντικός χρόνος; Θα δείξει…) με τον καλό low profile απουσιολόγο -και γιο καθηγητή- που ήταν όμως και στις παρέες: κανείς δεν τον ταπείνωνε κι ο ίδιος δεν την έλεγε σε κανέναν. Στις ορκωμοσίες και τις εθνικές εορτές στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα χαμηλό, θυμίζοντας τον fake ευσεβισμό μαθητή κατά τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Αν και παχουλός -κοινώς «μπούλης»- ουδεμία σχέση δεν έμοιαζε να έχει με την αβάσταχτη ελαφρότητα XXL πολιτικών, όπως ο Πάγκαλος κι ο Έβερτ, ή τη βαρύθυμη… του nemesis from Thessaloniki Ευάγγελου Βενιζέλου (τι έγινε αυτός;).
Συνήθως, άφηνε πίσω του τον λευκό θόρυβο ενός καλόβολου (όχι συμπλεγματικού δηλαδή) σπασίκλα κι όταν σε έβλεπε, έλεγε «πού είσαι αγόρι μου;». Κάπως έτσι. Για κάποιο λόγο δεν μπορείς να φανταστείς τον Γιωργάκη να μιλά οτιδήποτε άλλο από τη σπαστή αργκό της στημένης ευγένειας. Το δικό του πρόβλημα δεν βρίσκεται, όπως υπονοούν κάποιοι, στο ότι δεν είναι αναγνωρίσιμος ως «Έλληνας» (μακάρι, για τον ίδιο κυρίως, να ήταν αυτό το πρόβλημά του), αλλά ως κάποιος οικείος «τύπος».
Αυτό ακριβώς που είχε καταφέρει να κατοχυρώσει ο αντίπαλός του στα μάτια μιας μεγάλης μερίδας του αντρικού, κυρίως, πληθυσμού, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης: ο άνθρωπός μας στο πηδάλιο του «μεσαίου χώρου» να κάνει πέρα-δώθε τη διαδρομή Παγκράτι - Μαξίμου - Ραφήνα - Ίος.
Ο «απερχόμενος» ήταν, επίσης, ο πρώτος (και τελευταίος, αν κάνει κανείς μια προβολή στο μέλλον των προοπτικών της υπάρχουσας τάξης δελφίνων στα δύο μεγάλα κόμματα) πρωθυπουργός στη σύγχρονη ιστορία που καταλάβαινε από μπάλα. «Αρκετά κάφροι δεν είναι οι περισσότεροι άντρες πολιτικοί, πρέπει να ασχολούνται και με το ποδόσφαιρο; Έλεος!» ακούγεται η φωνή μιας συντρόφισσας στον ρόλο του υποβολέα. Κι όμως, κι όμως… κάτι ήταν κι αυτό - ένα σημείο ταύτισης έστω, ένα σχεδόν τρυφερό χαρακτηριστικό (ενισχυμένο κι από τον αξέχαστο και κωμικά θεαματικό τραυματισμό του σε αγώνα ποδοσφαίρου) κι ένα δείγμα επαφής με τις μικρές ιεροτελεστίες της καθημερινότητας, ειδικά σε σχέση με τους προηγούμενους δεινόσαυρους και τον κλινικό uber-διαχειριστή Σημίτη. Τι άλλο θετικό μπορεί να σκεφτεί κανείς; Α, ναι. Δεν είναι ούτε Σαρκοζί, ούτε Μπερλουσκόνι. Και, βέβαια, κατ’ αντιπαράθεση, ο Γιωργάκης δεν είναι Ομπάμα, όσα λευκά πουκάμισα, σκούρες γραβάτες και επιμελές σήκωμα των μανικιών κι αν επιδείξει - με το που ανοίγει το στόμα, εξατμίζεται κάθε παρόμοια φαντασίωση. Πόσο μακριά, όμως, μπορείς να πας ως «το μη χείρον»;
Κάποτε, όμως, ξεθωριάζουν οι συνιστώσες ακόμα και του πιο καλοφτιαγμένου image και μένει η ουσία. It’s the economy stupid, που λένε κι οι Αμερικάνοι. Αντί όμως να επιχειρήσει έστω να κυνηγήσει την ανάπτυξη, την πάταξη της διαφθοράς, την αναγέννηση της Παιδείας, τη δημοσιονομική εξυγίανση και άλλα τέτοια φαντάσματα και αντικατοπτρισμούς στην έρημο, ο Κωστάκης αναλωνόταν σε σλόγκαν ενός ηθογραφικού νεωτερισμού («σεμνά και ταπεινά») και αόριστες μεταφορές για «νταβατζήδες», που όμως με τον χρόνο εξελίχθηκαν σε φριχτές κυριολεξίες. Θεώρησε προφανώς ότι, αφού κατέκτησε κάποιες επιφανειακές ισορροπίες, μπορούσε πλέον ν’ αράξει: «Να τα βρουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, δεν μπορεί να είναι όλοι τόσο άχρηστοι». Φυσικά και μπορεί - όχι ότι ο ίδιος είναι άμοιρος ευθυνών. Κακό του κεφαλιού του που δεν είχε τη στοιχειώδη φιλοδοξία -την αγωνία της υστεροφημίας που λένε- να αφήσει κάποιο έργο που να φανερώνει μια υπέρβαση έστω της μίζερης και μικροπολιτικής νοοτροπίας που παραλύει τα πάντα. Έτσι, από everyman έγινε μοιραίος fall guy και με τις «too little, too late» μαγκιές στη Θεσσαλονίκη έχασε και τη θλιμμένη αξιοπρέπεια του αυτόχειρα, όπως τον χαρακτήρισαν. Και τώρα θα πρέπει να υποστεί και τις δαγκωνιές από τον ΛΑΟΣ - αυτή την ξέσαλη, πλέον, μαϊμού της σύγχρονης εγχώριας πολιτικής decadence που ήδη χορεύει σε σκυλοπόπ ρυθμούς στην πλάτη της «μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης».
Shortcut /
σχόλια