Από τα σάουντρακ που άκουσα τις τελευταίες εβδομάδες, το καλύτερο ήταν το «Ghost Writer» του πάντα αξιόπιστου Αλεξάντρ Ντεπλά (έχω γίνει κουραστικός με τους επαίνους) και το πιο βαρετό το «Green Zone», από την ταινία του Πολ Γκρίνγκρας με τον Ματ Ντέιμον, που δεν είδαμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες, με επαναλαμβανόμενη και εντελώς κλισέ κρουστή μουσική από τον Τζον Πάουελ. Ο ίδιος υπογράφει το πολύ πιο ευαίσθητο How to train your dragon, ενώ αξίζουν δυο μουσικές επενδύσεις του Ντάνι Έλφμαν: από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, όχι η συλλογή τραγουδιών με το απαράδεκτο κομμάτι της Αβρίλ Λαβίν, αλλά η ορχηστρική μουσική, όπου κυριαρχεί το leitmotiv σε παραλλαγές, ένα χορωδιακό που ξεκινάει με φουριόζικα βιολιά και σπιντάρει πολλές φορές τον ρυθμό, στενά δεμένο με τις αλλαγές στο τέμπο του Τιμ Μπέρτον. Το άλλο είναι το Wolfman, που ξεκινάει ασυνήθιστα με δυο διαφορετικές σουίτες, που χαρακτηρίζουν τη διττή φύση του πρωταγωνιστή. Ο Έλφμαν χρησιμοποιεί με φινέτσα τσιγγάνικα θέματα, glissandi στα έγχορδα, απειλητικές στροφές, και φτιάχνει εξαιρετικά ταιριαστή ατμόσφαιρα.
Το Brooklyn's Finest και το The Last Station είναι δυο καλά παραδείγματα για το τι αξίζει και τι δεν αξίζει να αγοράσει κάποιος από τον χώρο της μουσικής για το σινεμά. Η πρώτη μουσική, για μια ταινία που άδικα δεν εκτιμήθηκε δεόντως από το κοινό, είναι ένα ρουτινιάρικο γέμισμα που υπογράφει ο Μαρσέλο Ζάρβος, ένας σχετικά έμπειρος στον τομέα αυτό. Ενώ, μάλιστα, έχει στη διάθεσή του ένα κομμάτι 9 λεπτών με τίτλο «Saint Michael's prayer» για να δείξει κάτι, μια μελωδία, ένα κρεσέντο, μια διαφορά από τις γέφυρες που απλώς βοηθούν την πλοκή, δεν εμπνέεται καθόλου, ούτε συνθέτει κάτι αξιοσημείωτο. Είναι τεχνίτης και πάντα θα βρίσκει δουλειά. Αντίθετα. Το σάουντρακ του The Last Station, ένα δράμα με τους υποψήφιους για Όσκαρ Κρίστοφερ Πλάμερ και Έλεν Μίρεν και που θα δούμε σύντομα και στην Ελλάδα, είναι γραμμένο από τον Ρώσο Σερκέι Γεφτουσένκο, μια ιδανική επιλογή, αν λάβουμε υπόψη μας πως το θέμα της ταινίας είναι ο Λέων Τολστόι. Ο Γεφτουσένκο ειδικεύεται στους πιανιστικούς αυτοσχεδιασμούς, αλλά εδώ κοντρολάρει πλήρως τη μουσική, προσφέροντας ένα υπέροχο θέμα, τον πυρήνα του οποίου επαναλαμβάνει, με έναν κλασικό «σαουντρακίστικο» τρόπο. Δεν έχει μεγάλη πείρα στο μετερίζι (έχει ακόμη συνθέσει τη μουσική για το Russian Arc του Σοκούροφ), αλλά, αν ποτέ τον κάνει μεταγραφή το Χόλιγουντ, όπως συνηθιζόταν στον Μεσοπόλεμο. γι' αυτό και η αμερικανική βιομηχανία γέμισε με σπουδαία ταλέντα που άφησαν εποχή, θα εκπλήξει πολλούς.
Έτυχε να ακούσω για πρώτη φορά τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου για την ταινία του 1963 Αμόκ, ένα σάουντρακ που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά πριν από 3 χρόνια. Εκτός από καταπληκτική μουσική επένδυση για μια μετριότατη ταινία, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις την τεχνική, που προέκυψε ενστικτωδώς, αφού δεν υπήρχε παιδεία για το είδος της μουσικής για τον κινηματογράφο, αλλά σαφώς με έναν συνδυασμό τεράστιου ταλέντου και γενικότερης γνώσης της μουσικής. Ο Ξαρχάκος είχε στη διάθεσή του μεγάλη ορχήστρα εγχόρδων και τρομερούς σολίστες, τον Κολάση, τον Ταχιάτη, τον Λαυράνο, ακόμη και τον Δήμο Μούτση στη φυσαρμόνικα. Εκτός από τα θέματα, ανάμεσα στα οποία και η πρώτη, ορχηστρική, εκτέλεση της μελωδίας από «Τα τρένα που φύγαν», είναι αξιομνημόνευτος ο τρόπος που φυτεύει μέσα στον ελληνικό και ταυτόχρονα αναγνωρίσιμα κινηματογραφικό ήχο ξεπετάγματα που δίνουν την αίσθηση επείγουσας δραματικότητας, απειλής, ιδιαίτερης ατμόσφαιρας.
Εκτός από τις δικές του μουσικές, ο Ξαρχάκος είναι μοναδικός στο να ξαναδιαβάζει, να ερμηνεύει και να ενορχηστρώνει με νέα πνοή τα έργα των αγαπημένων του συνθετών, να προσθέτει χρώματα και εσωτερικές διαστάσεις. Μαζί με αυτά, ξαναθυμόμαστε από άλλες φωνές στίχους που κόβουν την επικαιρότητα και βυθίζονται στην καρδιά του κόσμου, περιμένοντας να ξαναζωντανέψουν. Όπως στις Μπαλάντες του Μίκη Θεοδωράκη, μια πικρή ωδή στην εθνική μας μιζέρια, διά χειρός του ελεύθερου ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. «Ένας ποιητής μπορεί να γράφει για την ήττα, αλλά δεν είναι ποτέ ηττημένος», γράφει ο Ξαρχάκος στο σημείωμα του δίσκου. Αυτό είναι το «Ναυάγιο», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1962: «Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα / Ύστερα απ' το φριχτό ναυάγιο και το χαμό / Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά / (Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;) / Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα / Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία / Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας / Γύρω-γύρω απ' τη μεγάλη πλατεία / Και στη μέση μια εκκλησιά / Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία / Του καπετάνιου μας που χάθηκε - ψηλά-ψηλά - / Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου / Θ' αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά / Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι / Καινούργιο, ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα / Θα 'χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε. / Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ' εμάς».
σχόλια