.....Όταν στις αρχές του 2000 έγραφα το Τανγκό των Χριστουγέννων ήξερα πως το στρατιωτικό χακί θα επανερχόταν στη ζωή μου.
Όπως κι έγινε κάποια χρόνια αργότερα με τον Θείο Τάκη, που ερωτευόταν το «τραγούδι του νεκρού αδερφού» με φόντο την επίφοβη ξεγνοιασιά, λίγο μετά τον εμφύλιο στις αρχές του ‘50.
Έτσι, οι ήρωές μου παρέδιδαν τη στρατιωτικο-ερωτική τους σκυτάλη από τον Έβρο στα 1970, στην Αθήνα και την Κορέα του 1950. Φυσικά, μ’ ένα σχετικό χάσμα ηθών, αλλά όχι αισθημάτων. Το λεωφορείο «ο πόθος» περνούσε γεμάτος ενοχές κι «ερωτική ξεφτίλα» -όπως απαιτεί το θέμα- κι από τις δυο ιστορίες.
Το «τανγκό» πραγματεύεται την τρέλα ενός μονόχνοτου υπολοχαγού για τη νεαρή σύζυγο του αντισυνταγματάρχη Λόγγου. Είχα την τύχη τον συγκεκριμένο ήρωα να ερμηνεύσει ο Γιάννης Στάνκογλου, που κατάγεται από τον Έβρο. Εκεί, λοιπόν, συγκλίνανε τα γονίδιά μας, που μάλλον έδεσαν καλά και με τους υπόλοιπους συντελεστές.
Ο σκηνοθέτης Νίκος Κουτελιδάκης έκανε μια τίμια ανάγνωση του βιβλίου και αποτύπωσε με τη μαστοριά της φωτογραφίας του Γιάννη Δρακουλαράκου την απαραίτητη υγρασία της ιστορίας. Το ίδιο και οι άλλοι άξιοι συντελεστές. Έφαγαν όσο έπρεπε το κρύο της αρκούδας για να βγει η χριστουγεννιάτικη, ανατριχιαστικά μίνιμαλ ατμόσφαιρα μιας απομονωμένης στρατιωτικής μονάδας.
Είναι παράξενο το συναίσθημα να συναντάς τους ήρωές σου με σάρκα και οστά. Και με υγρά, που μ’ ενδιαφέρουν πρωτίστως. Δηλαδή δάκρυα, σπέρμα και αίμα. Όσο γερνώ, όλο και περισσότερο υπολογίζω στα σωματικά υγρά, που μας καθορίζουν και κινητοποιούν τη σκόνη της ψύχης.
Έτσι φαντάζομαι την ψυχή. Σαν σκόνη, σαν αρωματική πούδρα με τάσεις απόδρασης. Γι’ αυτό μου φαίνεται συγκλονιστικό πόσο αντέχει αυτή η πούδρα-ψυχή κλεισμένη στο ανθρώπινο σώμα... Τόσο ανήσυχη, τόσο ταξιδιάρα, τόσο προσωρινά έποικος... να περιμένει την απόλυτη φθορά για να το σκάσει από τα σώματα που την υποχρέωσαν να υπηρετεί.. Όλα από κει αρχίζουν και τελειώνουν.
Οι «ψυχές» των μυθιστορηματικών ηρώων είναι συνήθως ιδιαίτερα ανήσυχες, για να σαμποτάρουν -εφόσον έχουν την δύναμη- τις συνειδήσεις των αναγνωστών. Κάποιες φορές το καταφέρνουν με τρόπο συγκλονιστικό. Το έχω νιώσει, διαβάζοντας βιβλία, όπως, ας πούμε, τον Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν ή τους Άθλιους του Ουγκώ, που ξεχώρισα από την πρώτη τους ανάγνωση, όταν ήμουν πολύ νέος, την απελπισία της Επονίνης, που αγαπά ανέλπιδα ώσπου να βρει δικαίωση στον θάνατο...
Τόσο διαφορετικά βιβλία κι όμως οι συγκεκριμένοι ήρωες με απασχολούν έως σήμερα. Δεν διαθέτω επικά στοιχεία για να επικαλεστώ πιο σημαντικά λογοτεχνικά πρόσωπα, σημαντικά με την αρχετυπική τους έννοια, γι’ αυτό ανέφερα τα παραπάνω παραδείγματα. Και σ’ ένα τέτοιο νοεμβριάτικο κλίμα κινούνται όλα τα βιβλία μου.
Είναι φυσικό, λοιπόν, έχοντας έναν πολύ προσωπικό παστέλ ορίζοντα, να είμαι ανήσυχος όταν μιλάμε για ενοποίηση ή κινηματογράφηση της φαντασίας μου... Πάντα θέλω να ρωτήσω: «Και ο Νοέμβρης που υπάρχει παιδιόθεν μέσα μου πώς θα βγει;».
Ίσως εδώ ξεκινά και η κουβέντα για το πόσο ένας συγγραφέας συμμερίζεται το όραμα του σκηνοθέτη και των ερμηνευτών. Ο συγγραφέας είναι μόνος. Ο σκηνοθέτης έχει ένα ολόκληρο επιτελείο για υπεράσπιση. Από την άλλη βρίσκεται ο αναγνώστης, που συμμερίζεται τις λέξεις ενός κειμένου, αλλά κι ο θεατής, που πρέπει ν’ αφομοιώσει γρήγορα τη σημασία κάθε κινηματογραφικού πλάνου. Ζόρικα θέματα.
Έτσι καταλήγουμε στην πιο ευνοϊκή διευθέτηση. Δηλαδή, «ο καθένας κάνει τη δουλειά του». Νομίζω αυτή είναι η πιο βολική εξήγηση. Ο συγγραφέας μπορεί να υπερασπιστεί το δημιούργημά του με σταθερό συνήγορο τον αναγνώστη. Τίποτ’ άλλο. Εφόσον δέχεται να γίνει το βιβλίο του ταινία, αναλαμβάνει και το ρίσκο της συναίνεσης.
Συχνά τα πράγματα συγκλίνουν σ’ ένα σπουδαίο αποτέλεσμα. Πρόχειρα αναφέρω τη Δεύτερη νιότη της Μις Μπρόντυ της Μύριελ Σπαρκ, το Εν ψυχρώ του Καπότε, τ’ Απομεινάρια μιας μέρας του Ισιγκούρο, το Γεράκι της Μάλτας του Χάμετ, τη Δασκάλα του πιάνου της Ελφρίντε Γέλινεκ, τον Κήπο των Φίτζι Κοντίνι του Μπασάνι, τον Θάνατο στη Βενετία του Τόμας Μαν, το Ένας άνδρας μόνος του Ίσεργουντ, το Ανταύγειες σε χρυσά μάτια της Κάρσον Μακ Κάλερς και άλλα πολλά.
Βέβαια, δεν έχουμε εδώ την κριτική των συγκεκριμένων συγγραφέων. Όμως και οι πιο «ξινοί» και δυσαρεστημένοι με το κινηματογραφικό αποτέλεσμα θα χρησιμοποιήσουν ως άλλοθι την καταλυτική φράση «based on his novel» (βασισμένο στο μυθιστόρημα).
Στη χώρα μας, με τα δεδομένα και τις υπάρχουσες δυνατότητες και γνωρίζοντας πόσο ιδρώτα, αίμα και δάκρυα (να, πάλι τα σωματικά υγρά) χρειάζεται μια ταινία σήμερα... είμαστε πιο επιεικείς. Οι θεατές-αναγνώστες φυσικά έχουν τον τελικό λόγο.
Εγώ, ωστόσο, αποστασιοποιημένος απ’ το βιβλίο -από τον καιρό του Τανγκό έγραψα αρκετά μυθιστορήματα-, βρίσκω πως από πολλές απόψεις ήμουν τυχερός με το φιλμ του Νίκου κι όλο το ήθος της παραγωγής.
Για να κλείσω, σημειώνω πως το Τανγκό των Χριστουγέννων αρχικά ήταν ένα διήγημα-παραγγελία του περιοδικού PLAYBOY για το Πάσχα. Ξεκίνησε ως Τανγκό το Πάσχα κι όταν το 2003 ο Καστανιώτης μου ζήτησε μια χριστουγεννιάτικη νουβέλα, που θα κυκλοφορούσε με κάθε γιορταστική καλλιέπεια, το Πάσχα μεταλλάχτηκε σε Χριστούγεννα, με ανάλογη ανάπτυξη των ηρώων.
Κι όσο προχωρούσα την ιστορία του «χορού» μεταξύ του φαντάρου Λάζαρου Λαζάρου και του αξιωματικού Καραμανίδη, έσκαγε μύτη «ο θείος Τάκης» με ανήσυχα σουίνγκ από τα χρόνια της Κορέας.
σχόλια