ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ, ΕΧΩ ΜΙΛΗΣΕΙ –και ακόμα το κάνω– για το πόσο δύσκολο ήταν να μεγαλώνεις ως παιδί Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα τις δεκαετίες του '90 και του 2000. Η λέξη «Αλβανός» είχε μετατραπεί σε βρισιά και στην ελληνική κοινωνία οτιδήποτε αλβανικό αντιμετωπιζόταν στην καλύτερη των περιπτώσεων με αδιαφορία. Όταν ήμουν δέκα ετών θυμάμαι έναν γείτονα να λέει στον πατέρα μου ότι είχε διαβάσει όλα τα βιβλία του Ισμαήλ Κανταρέ και τον πατέρα μου να σχολιάζει ότι μάλλον είχε πολύ ελεύθερο χρόνο, μια και ο Κανταρέ έχει γράψει πάρα πολλά βιβλία!
Από τότε ήξερα καλά ότι ο Ισμαήλ Κανταρέ ήταν ένας Αλβανός συγγραφέας από το Αργυρόκαστρο και τα βιβλία του είχαν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Ιδέα δεν είχε ο Ιορδάνης, ο Έλληνας γείτονας, πόσο πολύ με βοήθησε αυτή του η φράση τα επόμενα χρόνια που πολύ συχνά θα άκουγα χλευαστικά και υποτιμητικά σχόλια για την Αλβανία, η οποία δεν είχε τίποτε απολύτως για να υπερηφανεύεται, σε αντίθεση με τα τόσα ένδοξα της Ελλάδας.
Πάντα, λοιπόν, πετούσα τον Κανταρέ στην κουβέντα ως τον μεγαλύτερο άσο στο μανίκι μου. Αυτό αποθάρρυνε αρκετά τους συνομιλητές μου σε τέτοιες συζητήσεις, οι οποίες γίνονταν συχνά στην εφηβεία μου. Το παράδοξο εδώ είναι ότι προσωπικά δεν είχα διαβάσει Κανταρέ μέχρι τότε! Είχα ακούσει όμως για κάποια βιβλία του, για κάποια αποσπάσματα που θυμούνταν και συχνά απήγγελλαν οι γονείς μου.
Σε μια εποχή που πολύς κόσμος προσπαθούσε να κρύψει την αλβανική καταγωγή του ώστε να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις ή σχόλια, εγώ διάβαζα για τον Κανταρέ ο οποίος εξύψωνε με την πένα του αλβανικές παραδόσεις για τις οποίες ένιωθα μια δυσφορία και για τις οποίες δεν μιλούσα σχεδόν σε κανέναν.
Σε επισκέψεις μου στην Αλβανία, εκτός από CD με χιπ χοπ και Elita 5, άρχισα να αγοράζω και κάποια βιβλία του Κανταρέ, τα οποία δέσποζαν σε κάθε πάγκο στα παζάρια και σε όλα τα βιβλιοπωλεία. Επέλεγα τα βιβλία με τις λιγότερες σελίδες, με αποτέλεσμα να πέσω σε κάποια πολιτικά του κείμενα τα οποία, επειδή δεν κατανοούσα πλήρως, μου δινόταν η εντύπωση ότι διαφωνώ σχεδόν σε όλα μαζί του. Έτσι, κάπως τον είχα απορρίψει, αλλά συνέχιζα να ακούω στην Ελλάδα για εκείνον ως ένα από τα θετικά της Αλβανίας, ως το καλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της.
Χρόνια αργότερα, σε εποχές που η κρίση ταυτότητας ήταν έντονη και ακόμα δύσκολα στην Ελλάδα άκουγες κάτι θετικό για την Αλβανία, άρχισα να προμηθεύομαι τα βιβλία του στα ελληνικά πλέον. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα άσχημα για το πόσο λίγα βιβλία έχω διαβάσει στη ζωή μου. Εκεί άρχισα να βρίσκω νόημα στο διάβασμα με ή χωρίς σκοπό. Και τότε πίεζα τον εαυτό μου να διαβάσει Κανταρέ, δηλαδή είχα έναν σκοπό τον οποίο όμως ξεχνούσα καθώς αφηνόμουν στη φυσικότητα με την οποία ο Κανταρέ αναφερόταν στην Αλβανία, στους ανθρώπους, στην ταυτότητα και στις παραδόσεις της, στους Έλληνες και γενικά στους Βαλκάνιους, στα κοινά μας έθιμα και στην κοινή μας ιστορία.
Σε μια εποχή που πολύς κόσμος προσπαθούσε να κρύψει την αλβανική καταγωγή του ώστε να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις ή σχόλια, εγώ διάβαζα για τον Κανταρέ ο οποίος εξύψωνε με την πένα του αλβανικές παραδόσεις για τις οποίες ένιωθα μια δυσφορία και για τις οποίες δεν μιλούσα σχεδόν σε κανέναν. Δεν μου πήρε πολύ καιρό να συνειδητοποιήσω ότι δεν χρειάζεται να διαβάζω τα βιβλία του Ισμαήλ Κανταρέ για κανέναν άλλον λόγο παρά μόνο για μένα, μόνο επειδή μου άρεσε να διαβάζω, ειδικά στα ελληνικά, αλβανικά τοπωνύμια και αλβανικά ονόματα ηρώων.
Γενικά, μου άρεσε να διαβάζω για την Αλβανία, για εποχές και καταστάσεις που γνώριζα ελάχιστα, χωρίς απαραίτητα να ντρέπομαι για κάτι ή να φουσκώνουν τα στήθη μου από υπερηφάνεια. Ήταν απλώς η αρχή ενός επαναπροσδιορισμού μιας σχέσης με τη χώρα γέννησής μου, ήταν κάτι που μέχρι να γίνει δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ανάγκη το είχα.
Πολλά μπορεί να προσάψει κανείς στον Κανταρέ ως συγγραφέα αλλά και ως άνθρωπο, όπως φυσικά και σε οποιονδήποτε άλλον, αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε, ειδικά εμείς οι Αλβανοί που ζήσαμε όλη μας τη ζωή εκτός Αλβανίας, ότι παραμένει η πιο σταθερή διαφήμιση της χώρας στο εξωτερικό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο θάνατός του σχολιάστηκε και δημοσιεύτηκε από όλα τα διεθνή μέσα, από πολλούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ειδικά εκεί η πρώτη γενιά Αλβανών μεταναστών είχε να πει πολλά για τον «εθνικό συγγραφέα των Αλβανών», όπως τον αποκαλούν με περισσή περηφάνια. Διάβασα πολλά σχόλια κάτω από την είδηση του θανάτου του συγγραφέα. Μου έκανε για άλλη μια φορά εντύπωση η απήχηση που έχει ο Κανταρέ στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Δεν μπορώ παρά να νιώθω απογοήτευση όταν βλέπω πως μερίδα της γενιάς μου, μεγαλωμένη στην Ελλάδα, ενώ δεν έχει διαβάσει τα βιβλία του, σχολίαζε αρνητικά, είτε τα έργα του είτε τον ίδιο.
Σε ένα σχόλιο τον αποκάλεσαν μεγάλο συγγραφέα, αλλά μικρό άνθρωπο, κάποιος άλλος δήλωνε πραγματικά κουρασμένος από τις τόσες αναφορές στον Κανταρέ, ενώ ένα άλλο ποστ έγραφε πως ξεκίνησε το πρώτο του βιβλίο την ίδια μέρα που εκείνος έφυγε από τη ζωή και στεκόταν σε αυτήν τη σύμπτωση της μοίρας. Φυσικά, κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το έργο του Κανταρέ και ακόμα και αν το κάνει, δεν υποχρεούται να το βρει καλό.
Όμως, όταν διαβάζω τέτοια σχόλια, ειδικά όταν είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, έρχονται πάντα στον νου μου οι εποχές της εφηβείας μου στην Ελλάδα, όταν οτιδήποτε αλβανικό αντιμετωπιζόταν υποτιμητικά και με αδιαφορία, όχι όμως ο Ισμαήλ Κανταρέ. Όμορφο και συνετό θεωρώ θα ήταν να έχουμε άποψη για τα έργα κάποιου μόνο όταν τα έχουμε μελετήσει.
Δεν μου αρέσει γενικά να υπερηφανεύομαι, ειδικά με έργα και άθλους άλλων ανθρώπων, όμως στην περίπτωση του Κανταρέ το έκανα, αρχικά για να «αμυνθώ», ενώ πιάνω πολλές φορές τον εαυτό μου να το κάνει ακόμα γιατί πραγματικά πιστεύω ότι τα έργα του Κανταρέ ήταν το παράθυρο για να βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος την απομονωμένη Αλβανία αλλά και γιατί παραμένει σταθερά ο μεγαλύτερος πρέσβης της χώρας στο εξωτερικό, η καλύτερη διαφήμιση ακόμα και μετά τον θάνατό του. Ευχαριστώ για τα όμορφα ταξίδια στη γενέτειρά μου, την Αλβανία μας, κ. Κανταρέ. Και ευχαριστώ που σε δύσκολες στιγμές παραμείνατε ο άσος στο μανίκι μου!