Καπνίζει. Συνέχεια. Το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κι εγώ καπνίζω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.Κάθεται σε μια εκπληκτική αυθεντική Eams lounge chair και καπνίζει δίπλα από ένα τραπεζάκι με βιβλία (πάνω πάνω βλέπω ένα λεύκωμα του Αλεξάντερ ΜακΚουίν), σταχτοδοχεία, ένα μπουκάλι βότκα που μάλλον το έχει αγοράσει από το αεροδρόμιο γιατί είναι στη συσκευασία του ενός λίτρου, και ένα πασχαλινό αυγό από αυτά τα sixties που είχαν πλαστικό περίβλημα και πάνινη επένδυση με ζωγραφισμένα κοτοπουλάκια και που συνήθως οι γιαγιάδες μετά το Πάσχα τα χρησιμοποιούν για να βολεύουν τα ραφτικά τους. Γεννήθηκε στην Κρήτη, στον Άγιο Νικόλαο, αλλά μεγάλωσε στη Σητεία και ύστερα στο Ηράκλειο. Ο πατέρας του δούλευε στη ΔΕΗ. Αστός από μεγάλη οικογένεια γαιοκτημόνων («ο παππούς μου μετακινούσε χωριά για να παίρνουν αξία τα κτήματά του») με πολλά λεφτά, δούλευε για να λέει ότι κάνει κάτι. Μου δείχνει μια κορνίζα με μια φωτογραφία του. Σαν να βγήκε από τεύχος του «Esquire» του 1940, chic boheme, ρούχα και μαλλί την τρίχα, καμία σχέση με τον Κρητικό που έχεις στο μυαλό σου. Ο Νίκος μεγαλώνει σ’ έναν τόπο που μισεί. « Ήταν παράξενα. Γενικά, ήμουν το μαύρο πρόβατο της πόλης, γιατί δεν ήθελα να είμαι εκεί που είμαι, να είμαι αυτό που είμαι, ήθελα να είμαι κάπου αλλού. Και αυτό συνεχίστηκε σε όλη μου τη ζωή. Είναι κάτι που δεν έχω καταφέρει να ξεπεράσω ακόμη. Και νομίζω ότι δεν θα ξεπεράσω ποτέ. Αλλά, γενικά, με την Κρήτη δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις. Αυτό το κράμα λεβεντιάς και μαλακίας δύσκολα μπορώ να το καταλάβω». Οι γονείς του δεν τον αφήνουν να παίζει, οπότε μόνο διαβάζει («Είχα διαβάσει όλο τον Ντοστογιέφσκι σε ηλικία 10 ετών. Είχα καταλάβει μόνο το στόρι και αυτό στο περίπου. Όταν τον ξαναδιάβασα μεγάλος, ένιωσα μεγάλη έκπληξη γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα»), και αρχίζει να πίνει και να καπνίζει από πολύ μικρός. «Τι ήθελα να γίνω μικρός; Μπούρδες. Όλα αυτά τα glamorous επαγγέλματα. Από αστροναύτης μέχρι πυρηνικός φυσικός. Μετά ήθελα να γίνω γιατρός και να πάω να σώσω την Αφρική και τους ανθρώπους. Και κάποια στιγμή ήρθε και το θέατρο, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει απόλυτα. Λόγω ενός λάθους βρέθηκα στη δραματική σχολή του Κουν. Μια φίλη μου με πήρε μαζί της για να της κάνω παρέα και τελικά είπα θα δώσω κι εγώ. Και πήρανε εμένα και όχι αυτήν. Κλασική ιστορία». Η πρώτη παράσταση που θα παίξει είναι οι Όρνιθες σε σκηνοθεσία του Κουν. Η παράσταση στήθηκε για την Επίδαυρο, αλλά η πρεμιέρα έγινε σε ένα από τα σημαντικότερα θέατρα της Βιέννης, έπειτα από πρόσκληση ενός τοπικού φεστιβάλ. Ο Μαστοράκης γοητεύεται από τη Βιέννη, κάτι του λέει μέσα του ότι θα ξαναγυρίσει σύντομα εκεί και όντως, ύστερα από μερικά χρόνια θα μετακομίσει εκεί για μια δεκαετία («ήταν σαν να είχα δέκα μαύρες τρύπες μπροστά μου και να έπεσα μέσα σε αυτήν που έγραφε “Βιέννη”, χωρίς να το ξέρω»). «Η Βιέννη είναι η πατρίδα του μοντερνισμού. Στο γύρισμα του αιώνα, από τον 19ο στον 20ό, γέννησε τα πάντα. Ζωγραφική, μουσική, αρχιτεκτονική, τα πάντα. Ήταν κυρίως η πόλη της μουσικής. Δηλαδή, ανακάλυψα τη μουσική με έναν τρόπο. Πριν φρίκαρα με την όπερα. Μετά την αγάπησα βαθιά. Ευθύνεται και η περιρρέουσα κουλτούρα της πόλης. Αγάπησα βαθιά και την ιστορία της. Μην ξεχνάμε ότι είναι η τελευταία αυτοκρατορία της Ευρώπης. Έπειτα, έχει αυτή την έννοια της παρακμής, του αιτήματος για κάτι καινούργιο, για μια καινούργια ζωή. Το τέλος του παλιού κόσμου, η αρχή ενός νέου». Όταν γυρίσει από τη Βιέννη, θα ξεκινήσει να κάνει μεταφράσεις. Από τα γερμανικά στα ελληνικά. Επαγγελματικά. Μέχρι που κατάλαβε ότι ήταν μια επίπονη και κακοπληρωμένη δουλειά. Και τότε τον φωνάζει ο Λευτέρης Βογιατζής (στα 26 του) να συμμετάσχει στην πρώτη του παράσταση, τη Σπασμένη Στάμνα του Κλάιστ. Και εκεί καταλαβαίνει ότι δεν θέλει να γίνει ηθοποιός. «Όταν έπαιξα, είδα ότι δεν μου άρεσε καθόλου. Και είπα, σταματάω. Μετά κάτι έγινε και κάποιος με ξαναφώναξε να παίξω, και επειδή ήμουν σε μία κατάσταση πολύ μαύρη εκείνη την εποχή, με οικογενειακούς θανάτους και τέτοια, αποφάσισα ότι δεν θα ήταν άσχημο ν’ απασχολούμαι τα βράδια. Τη δεύτερη χρονιά αποφάσισα ότι είναι η μόνη δουλειά που ξέρω και ότι είμαι ηθοποιός. Την τρίτη χρονιά, όμως, η Μπέττυ Αρβανίτη άνοιξε τη δεύτερη σκηνή της στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Ένα βράδυ που είχαμε βγει, μου λέει “θ’ ανοίξουμε και τη δεύτερη σκηνή μας, πάμε να τη δεις τι ωραία που είναι. Θα σκηνοθετήσεις κιόλας”. Της λέω, “είσαι τρελή που θα σκηνοθετήσω”.
“Όχι, θα το κάνεις”. Και, τελικά, λέω, τι έχω να χάσω; Θα το κάνω. Το έκανα και είχε επιτυχία. Ήταν ένα έργο που ονομαζόταν Τρίπτυχο, ενός Ολλανδού, του Ράιντερς. Και ύστερα τα πράγματα κύλησαν νεράκι. Οφείλω, πάντως, να ομολογήσω πως δεν είχα ποτέ επαγγελματική συνείδηση. Με έναν τρόπο έλεγα ότι “ωραία καταφέραμε να τους ξεγελάσουμε και πάλι”.
Δεν ήταν δυνατόν να με θεωρούν σκηνοθέτη - δεν πήγαινα καν στις πρόβες. Ίσως επειδή ήμουν τόσο χαλαρός υπέβαλλα στους ηθοποιούς το αίσθημα της υπευθυνότητας. Δηλαδή οι ηθοποιοί, που είναι συνήθως πιο χαλαροί, πιο διαλυμένοι, είχαν πάρει στα χέρια τους λίγο την παράσταση. Αλλά από κάποιο σημείο και μετά το αποφάσισα. Είπα “είμαι μάλλον σκηνοθέτης”». Και έτσι, με ένα κούνημα του χεριού του ή κάπως σαν να κάνει δαχτυλίδια καπνού με το στόμα, σκηνοθετεί μερικές από τις πιο εμβληματικές παραστάσεις του νέου ελληνικού θεάτρου: τον Κουρέα της Σεβίλλης στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, το Γάλα για το Εθνικό Θέατρο, τον Πλούτο με τον Λαζόπουλο,τα Πελεκάνος και Σε στενό οικογενειακό κύκλο στο Αμόρε, το Στην εθνικήμε τα μεγάλα για τη Σκηνή του Βογιατζή, τις Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης και τον Ιβάνοφ στο ΚΘΒΕ,τον Γλάρο και τη Μαρία Στιούαρτ με την Μπέττυ Αρβανίτη, τον Έβρο Απέναντι των Παπαθανασίου-Ρέππα, το Ξύπνημα της άνοιξης του Φρανκ Βέντεκιντ, τους Άγγελους στην Αμερική του Τόνι Κούσνερ στο Φεστιβάλ Αθηνών (με κοινό και κριτικούς να παραληρούν) και την Τριλογία του Παραθερισμού του Κάρλο Γκολντόνι, μεταξύ άλλων. Παράσταση αγαπημένη δεν έχει, όλες όσες έχει κάνει είναι στην ίδια συναισθηματική ευθεία, όπως οι παλιοί έρωτες. «Είμαι 58 χρόνων και αν με ρωτήσει κανείς ποιος ήταν ο πιο αγαπημένος γκόμενος που είχα ποτέ θα του πω, “χέσε με”. Και μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Το θέατρο είναι όπως η ερωτική σχέση. Την ώρα που τη ζεις είναι πάρα πολύ σημαντική. Είναι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Όταν αυτό περάσει μπαίνει στην αποθήκη μαζί με τόσα άλλα αντικείμενα και πια δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιο αγαπάς περισσότερο». Μόνο αγαπημένα ταξίδια έχει. Κυρίως στη νοτιοανατολική Ασία, κάτω από τη ραστώνη μιας καλύβας, πάνω σε μια παραλία, μόνο αυτός, αντιμέτωπος με τον εαυτό του, σε μια αδυσώπητη μάχη μηνών, χρόνων ολόκληρων. «Γενικά, πάω Μαλαισία, Καμπότζη, Βιετνάμ, Ταϊλάνδη και Κίνα. Με τραβούν κυρίως οι άνθρωποι εκεί. Δεν ξέρω αν είναι η θρησκεία τους ή η κουλτούρα τους. Αλλά έχουν άλλη μενταλιτέ από τους Δυτικούς. Εκεί ακόμη τα πράγματα είναι ανθρώπινα. Οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται ν’ αρπάξουν μια φέτα από το ζαμπόν του καταναλωτισμού.
Θα αγωνιστούν ν’ αρπάξουν μία φέτα απλά για να φάνε. Δεν τους ενδιαφέρει να διακριθούν.
Βέβαια, το πιο φρικτό που συνειδητοποίησα τα τελευταία χρόνια στην Ασία ήταν ότι μέσα σε αυτό τον παράδεισο δεν μπορούσα να περπατήσω ξυπόλυτος. Γιατί όταν ήμουν μικρός οι γονείς μου με είχαν πείσει ότι δεν μπορούσα να περπατήσω χωρίς παπούτσια. Με είχαν πείσει τόσο, που μου έβγαζαν τα παπούτσια, με άφηναν πάνω σε έναν καναπέ και μου έλεγαν “τα παπούτσια σου τα έχουμε πάει στον παπουτσή και δεν μπορείς να κατέβεις”. Και δεν κατέβαινα ο μαλάκας. Τώρα, στα εξήντα μου, συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να πατήσω με γυμνά πόδια πουθενά. Πάντα φοράω παντόφλα ή σαγιονάρα. Είναι τρομερό. Ήμουν σαν αυτά τα παιδιά από τον Κυνόδοντα». Και μετά ανάβει ένα ακόμα τσιγάρο και μου λέει για τα λεπτά προφυλακτικά που βρίσκεις στην Ταϊλάνδη, για τα τρομακτικά φίδια της Σρι Λάνκα και για το πόσο σιχαίνεται τα λουλούδια στα βάζα. «Είναι σαν να βάζεις ένα πτώμα μέσα στο σπίτι σου».
σχόλια