1. Υβρίδιο: Καλά το έλεγε ο Raoul Vaneigem: «Οι πλούσιοι είναι φτωχοί με πολλά λεφτά». Κι ακόμα πιο καλά το έλεγε ο René Crevel, ο πιο ωραίος και πιο τραγικός από τους προπάτορές μας: «Δεν μας αρέσουν ούτε οι φακές του πλούσιου, ούτε το χαβιάρι του φτωχού». Ο ταχύπλοος νεοπλουτισμός καταργεί όσα ξέραμε για τον πλούτο. Άλλοτε μπορούσες να ζηλέψεις τον πλούσιο. Τώρα μπορείς κάλλιστα να τον οικτίρεις. Ακόμα και το ότι είναι επικίνδυνος, ότι μπορεί να καταστρέψει ολόκληρες κοινωνίες με μερικές σπασμωδικές κινήσεις σε μηχανήματα με οθόνες αφής χωμένα στα μπράτσα μιας πολυθρόνας χωμένης σε μια λιμουζίνα που έχει δάπεδο καμωμένο από μάρμαρο Καράρας (!) και που χώνεται με τη σειρά της, όταν πέσει η νύχτα, σε ένα όλο λίγδα γκαράζ μαζί με άλλες, όλες ίδιες, όλες πανομοιότυπες, λιμουζίνες – ακόμα, λοιπόν, και το ότι είναι σπαστικά επικίνδυνος δεν του προσδίδει καμία άλω κακού, την παραμικρή, έστω και διεστραμμένη, γοητεία.
Αυτά σκέφτεσαι διαβάζοντας το Cosmopolis (μτφρ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Εστία), το μεταλλικό/φιλοσοφικό μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλλο (γεν. 1937). Είναι ο Έρικ Πάκερ, o νεοφτωχοπλούσιος του ΝτεΛίλλο, ένα εν τέλει και ουσιωδώς άβουλο υβρίδιο, λίγο άνθρωπος συν πολύ από άυλα πλέματα μηχανημάτων. Όπως λέει στον Έρικ Πάκερ η Βίγια Κίνσκι, πέρσοναλ θεωρητικός του, πέρσοναλ φιλόσοφός του αλλά και πέρσοναλ γελωτοποιός του, που δικαιούται να του κοπανάει ατιμωρητί αλήθειες, όπως στον Σαίξπηρ: «Ανθρώπινα όντα και υπολογιστές συγχωνεύονται […] Και αρχίζει η ζωή δίχως τέλος» (σ. 116). Η ζωή; Ή ο θάνατος δίχως τέλος; Ή είναι το ίδιο, όπως μαθαίνουμε από τους Αθάνατους του Μπόρχες;
2. Ποίηση: Ο Έρικ Πάκερ, αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος, μαριονέτα που της κινούν τα νήματα για να κινήσει νήματα. Ένα υπερδραστήριο Τίποτα που αίφνης, όχι πάντως κατόπιν ωρίμου σκέψεως, έτσι, out of the blue, στα ξεκούδουνα, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να δοθεί ένα κάποιο τέλος, ότι ήρθε αδυσώπητα η ώρα – για τι πράγμα και τι τέλος, δεν το ξέρει. «Ξύπνησα σήμερα το πρωί και ήξερα ότι έχει έρθει η ώρα», λέει (σ. 170). Ναι, για τι πράγμα είχε έρθει η ώρα; Όπως συμβαίνει στα Επιχρυσωμένα Τίποτα, δεν είχε έρθει για τίποτα ιδιαίτερο η ώρα. Μονάχα για ένα κούρεμα. Ξανά και ξανά, στις 220 σελίδες του Cosmopolis, ο Έρικ Πάκερ επιμένει ότι χρειάζεται κούρεμα, και δη ότι πρέπει να κουρευτεί στου γέροντα μπαρμπέρη Άντονι Αντουμπάτο, διότι «Τι έχει ένα κούρεμα; Συνειρμούς. Ένα ημερολόγιο στον τοίχο. Καθρέφτες παντού», λέει στον Σάινερ, ένα βλαμμένο τεχνοφρικιό που έχει για σύμβουλο και στάλκερ στον κυκεώνα των διαγραμμάτων. Ίσως η πιο αληθινή στιγμή του Πάκερ μέσα στο αδιαπέραστο κέλυφός του όπου, όπως θα έλεγε ο Χέγκελ, ακόμα και η αλήθεια είναι μια στιγμή του ψεύτικου. Ίσωςαυτή να είναι του Πάκερ, που διαβάζει μανιωδώς επιστημονικά εγχειρίδια και ποιήματα, η μοναδική ποίηση: «Θέλουμε κούρεμα», λέει σε πληθυντικό μεγαλοπρεπείας – ίσως σαρκάζοντας τον εαυτό, ίσως διαισθανόμενος ότι δεν έχει εαυτό, ότι δεν πρόκειται για πληθυντικό μεγαλοπρεπείας, αλλά ότι μιλάει για όλη την «τσογλανοπαρέα που (δεν) κάνει κριτική», μιλάει για όλα τα σχεδόν αμούστακα μειράκια που βρέθηκαν να παίζουν με οθόνες αφής και με δισεκατομμύρια (άυλα, ανυπόστατα) δολάρια.
3. Τέλος πάντων: Ο Έρικ Πάκερ θα περάσει την τελευταία του μέρα στη λιμουζίνα του που έχει δάπεδο από το μάρμαρο του Μιχαήλ Άγγελου, που είναι ηχομονωμένη , που λειτουργεί ως γραφείο και γαμιστρώνας και τάφος ονείρων. Ο Έρικ Πάκερ διασχίζει την κοσμόπολη για να πάει για κούρεμα, για να πάει να συναντήσει στιγμές έξαρσης που τον οδηγούν στον τελικό χαμό, για να πάει να πεθάνει, να πάει να τον σκοτώσουν.
Ο ΝτεΛίλλο, μάστορας πάντα, έβαλε στο μπλέντερ τον Οδυσσέα και τον Μεγάλο Γκάτσμπυ και μας μίλησε, μέσα από την digital οντότητα του Έρικ Πάκερ, για το ότι «το τέλος οποιουδήποτε πράγματος ήταν αυτό που τελείωνε» (σ. 137). Και για το ότι μένουν ανάσες, πάντα μένουν ανάσες, μες στα σκάφανδρα του τεθωρακισμένου εγωισμού, μένουν μικρές μαχαιριές της μνήμης (σ. 72), όπως γράφει ο φονιάς του Πάκερ, ο διασαλευμένος Μπέννο Λέβιν. Ο Πάκερ οδεύει προς το τέλος του, διασχίζοντας την κοσμόπολη, συναντώντας τυχαία τη σύζυγό του, την Ελίζ Σίφριν, με την οποία γνωρίζεται ελάχιστα, πέφτοντας πάνω σε αντικαπιταλιστικές διαδηλώσεις, σκοτώνοντας, άνευ λόγου, σαν μεταμοντέρνος ψηφιακός Καλιγούλας σε κάποιο play station, τον Τορβάλ, τον πιστό σωματοφύλακά του, συνομιλώντας με τον δικό του πέρσοναλ δολοφόνο, τον Μπέννο. Ο Έρικ Πάκερ. «Με τον θάνατό του δεν θα τελείωνε ο ίδιος. Θα τελείωνε ο κόσμος». Τόσο ανούσια ματαιόδοξος. Τόσο ανυπόστατα εγωιστής. Ένας άφραγκος δισεκατομμυριούχος.
σχόλια