1. Η βία, όπως η ομίχλη σ' εκείνο το ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη, μπαίνει από παντού στο σπίτι. Η τηλεόραση είναι εκεί και μας βλέπει. Δεν τη βλέπουμε, μας βλέπει, επιμέναμε μαζί με τον Χρήστο Βακαλόπουλο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του Ογδόντα. Η σκληρότητα δεν εγκαθίσταται μονάχα στους τσιτωμένους μυς αλλά και στα μάτια, που όταν δεν είναι σκληρά, είναι άδεια, κενά. Τεθλασμένες ρυτίδες, βραχνά βλέμματα, κατατεμαχισμένες πραγματικότητες. Μια γενικευμένη νέα ανησυχία γίνεται η καθημερινή μας διαταραχή, η καθημερινή μας μικροπανούκλα. Οι λογοτέχνες, όσοι ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν, δηλαδή να αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει γύρω μας πέρα από τις συναισθηματικές συνθηματολογίες και την ποταπή πολιτικολογία, στέλνουν σήματα καπνού και συνθέτουν δελτία θυέλλης, συνεκδοχές της Νέας Ανησυχίας.
2. Η Ευγενία Μπογιάνου (Θεσσαλονίκη, 1968) μιλάει με σκληρότητα για τη σκληρότητα, σκηνοθετεί την πραγματική πραγματικότητα έτσι ώστε να μας γίνει ακόμα πιο πραγματική. Στην Κλειστή Πόρτα (εκδ. Πόλις) συναντώ εκείνους που συνάντησα τόσες και τόσες φορές και ήξερα ότι ο καθένας τους, και η καθεμία τους, άντρες και γυναίκες, κρύβουν μια ιστορία, ένα δράμα, μια σκλήθρα μπηγμένη στο δάχτυλο που δεν ξέρει τι πρέπει να δείξει και γιατί, όχι, δεν είναι ναυάγια της ζωής, δεν είναι παρίες και ρεμάλια, δεν είναι κλοσάρ και χόμπο, είναι οι άνθρωποι του δίπλα μας, είναι μια εφοριακός που σε έχει κοιτάξει βλοσυρά, αλλά έχει δάκρυα πολλά εντός της, είναι ο ψιλικατζής που ισοπεδώνεται από την οικονομική κατακρήμνιση, είναι ο λογιστής που δουλεύει δεύτερη δουλειά σε σουβλατζίδικο, είναι η κοπελίτσα που όχι μόνο ζορίζεται να πληρώσει τα κοινόχρηστα αλλά φορτώνεται και τα χρέη του τεθνεώτος πατέρα της, είναι ο επιχειρηματίας που τείνει να γίνει μπατίρης, είναι ο ζωγράφος ο δέσμιος των εμμονών του που επικαλείται τον Μπουνιουέλ, είναι η νεκρή μάνα που μιλάει από το χώμα, και η φοιτήτρια, η Σμαράγδα, που ζει σε έναν μουχλιασμένο μετεωρισμό, είναι η κατατεμαχισμένη προοπτική, οι καθρέφτες που έσπασαν και είναι πεταμένοι σε νερόλακκους, είναι: «Ανησυχία. Ανησυχία που πλανιέται σαν σκιά από πάνω μου» (σ. 26).
3. Αν η Ευγενία Μπογιάνου ερωτοτροπεί με τους τρόπους του Ρέιμοντ Κάρβερ, και με τον σκληρό ρεαλισμό, η Μαρία Φακίνου (Αθήνα, 1976) μοιάζει να κλείνει το μάτι στον Χουάν Ρούλφο και τον μαγικό σπαραγμένο και σπαρακτικό ρεαλισμό, και να πλάθει εναγώνια αλλά με μεθοδικότητα αξιέπαινη το δικό της ομοίωμα ενός κόσμου που χάνεται μ' έναν λυγμό και μ' έναν βρόντο μαζί, αλλά κυρίως χάνεται με μια χοντροκέφαλη άγνοια, μ' ένα άκριτο γάντζωμα σε ό,τι σαθρό και σφαλερό και σάπιο. Μια άχρωμη και άοσμη κωμόπολη γίνεται το σύμπαν της Φακίνου που φέρνει εκεί μια Γυναίκα (όλοι όσοι παρελαύνουν εδώ δεν έχουν όνομα, έχουν μονάχα την ιδιότητα ή το επάγγελμά τους, με κεφαλαίο), η οποία, μαζί με μια βαλίτσα και μια γυάλα με δύο χρυσόψαρα, φέρνει τον όλεθρο και την ερήμωση. Έναν όλεθρο, ωστόσο, και μια ερήμωση που προϋπήρχαν και απλώς αναδύθηκαν με τριξίματα και μέσα από μια αλληλουχία αλλόκοτων συμβάντων. Ο ζόφος και η βία, μαζί με κάποια κωμικοτραγικά ενσταντανέ και μια γαγγραινώδη γελοιότητα, ελλοχεύουν στις σελίδες του σφιχτού μυθιστορήματος της Φακίνου Η αρχή του κακού (εκδ. Καστανιώτης), παρέα με την άκρατη υποκρισία, τη βλακώδη μεγαλομανία, τα σκουριασμένα μυαλά, τα κουρελιασμένα πάθη. Ο Λάσλο Κρασναχορχάι του Satantango λέει να πάει να κεράσει νταμιτζάνα πάλινκα τον Λαρς φον Τρίερ του Dogville στον πάγκο της Φακίνου. Η εξοικείωση με την ανησυχία οδηγεί στη σκέψη. Η σκέψη στην πράξη. Και η πράξη στην υπέρβαση της ανησυχίας. Η Φακίνου ξέρει να γράφει. Το ίδιο και η Μπογιάνου.
σχόλια