Καβουρηδόν και Παραδρόμως, Μικρές σπουδές για το άθλημα της γραφής
του Δημήτρη Δημηρούλη
Eκδόσεις Τόπος, Τιμή: €22,90, Σελ.: 349
Υπάρχει, εργάζεται και αποδίδει ανάμεσά μας μια εκλεκτή δράκα καθηγητών, φιλολόγων και κυρίως φανατικών της συγγραφής και της διδασκαλίας οι οποίοι –να μην αβασκαθούν–, αντί να ξαλαφρώνουν μιλώντας για τα αγαπημένα και τα μισημένα βιβλία της παράδοσης, εντέλει τα εγκολπώνονται και παίζουν μαζί τους ένα συζυγικό παιχνίδι που ενίοτε προκαλεί φόβο. Με απλά λόγια, δεν είναι απλώς μελετητές της παράδοσης, εκόντες άκοντες τελικά ανήκουν κι αυτοί στην παράδοση, περνώντας το ένδοξο παρελθόν από την αριστερά χείρα στη δεξιά και τανάπαλιν. Ο Δημήτρης Δημηρούλης, εν προκειμένω, είναι πάνοπλος τόσο για την αγάπη που δείχνει στα λίγα μεν, αλλά σημαδιακά κείμενα της νεοελληνικής παράδοσης, και συνάμα ανάλαφρος στα εξαίσια περάσματα που ολοκληρώνει μιλώντας για τους έρμους δύο αιώνες του νεοελληνικού κρατιδίου.
Εδώ ακριβώς απαιτείται μια χωροθέτηση των βιβλίων, διαφορετικά μας παίρνει ο διάβολος και μας σηκώνει διότι παριστάνουμε τους αιώνιους, ενώ όλοι λίγο πολύ ξέρουμε ότι η πατρίδα και μητρίδα που πατάμε (όσοι μείναμε στα χώματά της, τέλος πάντων) είναι νεοσύστατη, αποτέλεσμα παρεξηγήσεων, και κατοικημένη –αυτό κυρίως– από παρεξηγιάρηδες Ρωμιούς, που ούτε τους Ρωμιούς αγαπούν ούτε τους Έλληνες ξέρουν. Και ο λαός, και η γλώσσα, και ο τόπος είναι ανάδελφα στοιχεία, αινιγματικά τόσο για τους ξένους όσο και για τους ντόπιους. Ο Δημηρούλης κάνει διάνα όταν τονίζει ότι «η γλώσσα είναι μια μεγάλη διαθεσιμότητα». Τόσο μεγάλη ώστε σε τακτά διαστήματα αδιαθετεί, αρρωσταίνει, καλεί σε βοήθεια.
Ο Ροΐδης, εν προκειμένω, ήταν –όπως τόσοι άλλοι– ξενόφερτος (και κουφός). Κάποιος από τους σχολιαστές του μολογούσε ότι η κουφαμάρα επηρέασε βαθύτατα τη συμπεριφορά του. Τι τον πείραζε; Το διαζύγιο που είχε τελεστεί μεταξύ λαλουμένης και γραφομένης. Κάποιος Παπουτσάκης χαρακτήρισε τον Καβάφη
«καραγκιόζη της δημοτικής» και ο Πέτρος Βλαστός τον απεκάλεσε «βυζαντινό βρικόλακα». Και λοιπόν; Αν ο Καβάφης ζούσε παραχρήμα στην πρωτεύουσα, το κύμα του δημοτικισμού θα τον είχε παρασύρει και πιθανότατα θα είχαμε απολέσει το αλεξανδρινό χρυσάφι.
Ο Σεφέρης λέει πολλά σωστά για τον Καβάφη, μάλιστα επιστρατεύει τη γυμνασμένη νοημοσύνη του για να μικρύνει, τέλος πάντων, τον Αλεξανδρινό. Πάντως, αν σε κάτι υπολείπεται ο Σεφέρης έναντι του μακρινού συναδέλφου του είναι το απλό γεγονός ότι ο ένας προηγείται και ο άλλος έπεται.
Σχετικά με το «μυθιστόρημα», ο Δημηρούλης γράφει: «Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει. Η κονίκλειος ευτοκία των σημερινών συγγραφέων συναγωνίζεται την εκρηκτική διεύρυνση της ίδιας της συντεχνίας και εξακολουθεί να διαμορφώνεται στα ίδια υψηλά επίπεδα με την ακαταδάμαστη πείνα του αναγνωστικού κοινού για μυθιστορηματική αφήγηση. Πείνα η οποία δεν φαίνεται να ικανοποιείται εύκολα, παρά την προσφορά άφθονης και εύπεπτης ύλης. Η αδηφαγία των αναγνωστών, αντί να υποχωρεί στη θέα της ακαταπόνητης υπερπαραγωγής, μεγαλώνει. Η αγορά, μολονότι φορτωμένη από μυθιστορήματα, εμφανίζεται διαρκώς ακόρεστη στην αναμονή του καινούργιου μπεστ σέλερ».
Τα σχόλια είναι πολλά και παραδόξως όλα εύστοχα. Πάντως, ο κινηματόγραφος και η τηλεόραση που κουβάλησαν ιστορίες και δράματα μέσα στα ψιλοανιαρά σπίτια των νεοελλήνων ευθύνονται κατά πρώτο λόγο γι’ αυτήν τη μυθιστοριομανία που κατέκλυσε τα πάντα και ρεζίλεψε το θυμικό. Όλοι μυθιστοριογράφοι, όλοι σκηνοθέτες, όλοι ποιητές – άρα χρειάζεται η παρέμβαση του Μισέλ Φουκό για να δοθεί κάποια ερμηνεία του φαινομένου και να ξανακερδίσει κάτι από την αξιοπρέπειά του ο νεοέλλην «μπαλζακo-μαρής».
Ένα από τα πολλά κείμενα του τόμου, αυτό που αφορά τον Βιζυηνό, μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση καθώς αναμειγνύει περίτεχνα το «παλαιό» με το «νεόκοπο», συνάγοντας εδραία συμπεράσματα και αμιγώς λογοτεχνικές ιδέες. «Για παράδειγμα: τι αποκαλύπτουν τα κείμενα; Κρυφές εντάσεις, αβυσσαλέα χάσματα, ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν, θεραπευτική εξομολόγηση, ανασυγκρότηση του εγώ μέσα από την τέχνη, εξορκισμό φαντασμάτων, βασανιστικό διχασμό, έμμεση κριτική της κοινωνίας; Ο ίδιος ο Βιζυηνός, στο κείμενό του για τον Ίψεν, μας δείχνει κάποιον δρόμο που μπορούμε να ακολουθήσουμε». Τι έλεγε ο Λόρενς; Μην εμπιστεύεσαι τον αφηγητή, να εμπιστεύεσαι την αφήγηση. Τι έλεγε ο Χιουμ; Το εγώ είναι ένα απλό νήμα που κρατά τα πράγματα ενωμένα. Μόνο που το νήμα δεν υπάρχει.
Η απουσία νήματος δηλώνει ελευθερία και έναν δρόμο για την τρέλα.
__________________
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος
Συλλογικό (επιμ. Φώτης Μπατσίλας)
Εκδόσεις Αιγαίον, Τιμή: €8,52, Σελ.: 158
Από τους ανθρώπους που συναναστραφήκαμε τα τελευταία χρόνια ο Βακαλόπουλος πιθανότατα ήταν «η» δραματική και ειρωνική μορφή, όχι μόνο επειδή βιάστηκε να τον πάρει ο Χάρος. Το γεγονός δε ότι νέοι στην ηλικία σκηνοθέτες και γραφιάδες, περίεργα πρόσωπα τέλος πάντων που ζητούν πληροφορίες για τη «μάρκα» του Χρήστου, που σεργιανάνε στα καφενεία και ψάχνουν τα γραφτά του και τα άγραφα, αποδεικνύει ότι κατιτίς σπάνιο έλουζε αυτό τον άνθρωπο που ήταν σημαδεμένος κι άλλο τόσο αγαπημένος. Νεκρούς, βέβαια, έχουμε πάρα πολλούς και σχεδόν δεν ξέρουμε τι να τους κάνουμε. Πλην όμως ο Χρήστος, περιέργως πώς, δεν επανεμφανίζεται ως νεκρός αλλά ως ολοζώντανος, είρων, γκομενιάρης και πάντα έτοιμος να γράψει κάτι που δεν θα πέρναγε απαρατήρητο.
Το συναρπαστικό είναι ότι η παλαιότερη αλλά και νεότερη γενιά, όπου συνωθούνται πολλά ονόματα: Φώτης Μπατσίλας (απεβίωσε), Σωτήρης Κακίσης, Ηλίας Λάγιος (απεβίωσε), Ευγένιος Αρανίτσης, Μπαμπασάκης, Μπακιρτζής, Σταύρος Τσιώλης, Ηλίας Γιαννακάκης, Διονυσία Αρβανίτου, Βάσος Φτωχόπουλος, Ελένη Αλεξανδράκη, Ράνια Σταθοπούλου κ.λπ. απαγορεύει τα μνημόσυνα και προτιμά τη ζωντανή καθημερινή έκπληξη, λες και ο Χρήστος έχει πεταχτεί στο περίπτερο της Καλλιδρομίου για να πάρει τσιγάρα. Έτσι, το τομίδιο που υπογράφει ο Φώτης Μπατσίλας είναι διάσπαρτο με φρασίδια του Χρήστου που τα κατέβαζε ποιος ξέρει από ποιο ξεχασμένο πατάρι, για να τα βγάλει βόλτα προ πάντων ομμάτων και ώτων.
Συχνά λέγαμε μεταξύ μας, αφότου ο Χρήστος μας είχε αφήσει γεια, ότι γνωρίζοντας τον πατέρα του και τη μάνα του καταλάβαμε καλύτερα τον Χρήστο. Για τη μητρική αγάπη δεν τίθεται θέμα, ωστόσο η μορφή του πατέρα του ήταν παραδειγματική τόσο στην οικονομία του λέγειν και του φέρεσθαι όσο και στην παιδαγωγική που άσκησε στον Χρήστο. Νομίζω ότι είχα ζητήσει από τον κ. Γιώργο να μου γράψει ένα βιογραφικό της οικογένειας και του Χρήστου το οποίο είναι πρώτης γραμμής, βακαλοπουλικό πέρα για πέρα, κρίμα που δεν ζει ο Χρήστος για να το διαβάσει.
Γράφει στη χρονολογία 1956: «Γεννιέται ο Χρήστος στις 17 Ιανουαρίου 1956. Οι γονείς του –άπειροι, αμήχανοι και μοναχικοί– βρίσκονται με ένα μωρό στην αγκαλιά τους, χωρίς να υπάρχει διαθέσιμο κάποιο πρόσωπο από το οικογενειακό περιβάλλον που θα μπορούσε να αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού τις ώρες της δουλειάς τους. Μικροϋπάλληλοι, χωρίς κάποιο άλλο εισόδημα πέρα από τον μισθό τους, με νοίκια δυσπρόσιτα εκείνη την εποχή, χωρίς τη λύση του παιδικού σταθμού, έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα».
1957-1958: «Η ζωή της οικογένειας ευθυγραμμίζεται με τις καινούργιες ανάγκες. Αρχίζει η κυψελιώτικη περιπλάνηση με τη μετακόμιση σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Κυψέλης 28, όταν η περιοχή αλλάζει μορφή και στη θέση των παλιών μονώροφων ή διώροφων σπιτιών με τις αυλές και τους κήπους υψώνονται πολυκατοικίες που σιγά-σιγά αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους και απέκλεισαν την ανάσα του ελεύθερου χώρου. Η επιλογή του τόπου της νέας εγκατάστασης έγινε γιατί λίγο πιο πέρα, στο 32 του ίδιου δρόμου, στεγαζόταν σε μια παλιά βίλα το υποκατάστημα του ΙΚΑ Κυψέλης, όπου εργαζόταν η Ξένη, που έτσι κέρδιζε χρόνο στη διαδρομή μεταξύ σπιτιού και γραφείου.
Ο Χρήστος, που πρώιμα είχε μιλήσει και περπατήσει, αντιμετωπίζει το θέμα κάνοντας την πρώτη του γυναικεία κατάκτηση. Η Αγγελικούλα, μια όμορφη νιόπαντρη κοπέλα, που μένει στον κάτω όροφο, δείχνει αδυναμία γι’ αυτόν και αναλαμβάνει να τον κρατάει τις ώρες της σύγχρονης απουσίας των γονιών. Ο Χρήστος είναι ενθουσιασμένος που μένει μαζί της, είναι πολύ τρυφερός αλλά και πολύ αποκλειστικός. Όταν έφτανε ο σύζυγος από τη δουλειά, αξίωνε να μη βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί τους, ως τη στιγμή που θα τον έπαιρνε ο πατέρας του. Όμως, το ειδύλλιο σταματάει απότομα, όταν η Αγγελικούλα αποκτάει δικό της παιδί. Ο Χρήστος τότε αρνείται κατηγορηματικά να την ξαναδεί και τηρεί με πείσμα την απόφασή του. Εκείνη, μετά τα τριάντα πέντε χρόνια, θα έλθει στην κηδεία του και θα ακουστεί να λέει "ήταν το μωρό μου"».
σχόλια