Στο εξωτερικό, η διαφήμιση των βιβλίων, των λογοτεχνικών κυρίως, έχει σκαρφαλώσει και στα εξώφυλλα, σηκώνοντας σημαία που τη βλέπουν ακόμακαι οι τυφλοί. Διαβάζουμε στο εξώφυλλο της Προσωπικής Ταχύτητας: «Το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς», «Washington Post». «Εάν ήμουν ακόμα καθηγητής λογοτεχνίας, θα έβαζα όλους τους μαθητές μου να διαβάσουν την Προσωπική Ταχύτητα», Frank McCourt, συγγραφέας του Οι στάχτες της Άντζελα. Επίσης, γυρίζοντας το βιβλίο τούμπα, έχουμε μια άλλη επαινετική προειδοποίηση: «Η Προσωπική Ταχύτητα μας θυμίζει ότι το καλό υλικό μπορεί να είναι παντού. Η Ρεμπέκα Μίλλερ είναι μια εξαιρετική συγγραφέας», Carolyn See, «The Washington Post Book World». Ο ντόπιος αναγνώστης ενδέχεται να διερωτάται: μήπως όλος αυτός ο κουρνιαχτός οφείλεται στο γεγονός ότι η συγγραφέας του βιβλίου τυγχάνει να είναι θυγατέρα του διασημότατου Άρθουρ Μίλλερ, ο οποίος –για να τονίσουμε τους τίτλους του– είχε μέγιστη Personal Velocity, λίγη από την οποία κληρονόμησε και η κόρη;
Η Ρεμπέκα φαίνεται πως τα καταφέρνει, παρά την προωθητική συγγένεια. Τα περιεχόμενα του βιβλίου, άλλωστε, είναι ενδεικτικά: πρόκειται για επτά γυναικεία ονόματα, στο καθένα από τα οποία αφηγείται (σάρκα με σάρκα, θα λέγαμε) τα προσωπικά τους δράματα: Γκρέτα, Ντέλια, Λουίζα, Τζουλιάν, Μπρύνα, Νάνσυ και Πόλα. Μέσα από το «βιογραφικό» κάθε γυναίκας η αφηγήτρια διαγιγνώσκει ένα είδος ψυχικής και βιωματικής «ταχύτητας», που τελικά συνοψίζει το ταλέντο ή το ελάττωμά της έναντι του ατομικού βίου. Άρα, το βιβλίο πάει ταμάμ στις ανάγκες κοριτσιών και ώριμων γυναικών, καθότι η Ρεμπέκα, ταλαιπωρημένη ή ταλαντούχα όσο δεν παίρνει στα ερωτικά παιχνίδια, κατορθώνει να στήσει επτά ιστορίες που η τρίτη, με τίτλο «Λουίζα», είναι η εκτενέστερη και η πλέον αντιπροσωπευτική του βιβλίου.
Η οικογένεια της Λουίζας απαρτιζόταν από τον πατέρα Ντερκ Κάρλο, χασάπη με μπόι 1,98, που οι πελάτισσες συρρέανε μαζικά στο χασάπικο σαν αγριομέλισσες για να απολαύσουν την επαφή με αυτόν το λακωνικό ταύρο, και από την Πέννυ, τη μητέρα, για την οποία η ζωή είχε σταθεί σκληρή και τσιγκούνα. Συνάμα, υπήρχε ως σκιά μέσα στην οικογένεια κάποιο χαμένο μωρό. Ακριβέστερα, η Λουίζα είχε γεννηθεί δίδυμη, ενώ ο αδελφός της, ονόματι Σεθ, είχε ζήσει μόλις δύο ημέρες. Δεν είχε καν ανοίξει τα μάτια του. Ακόμα και ο πλέον απληροφόρητος αναγνώστης θα διαπιστώσει μια ψυχαναλυτική ματιά που περιφέρεται μέσα στην οικογένεια, κλίνοντας άλλοτε προς το δράμα και άλλοτε προς τη γλυκόπικρη φαρσοκωμωδία.
Περιέργως πώς, ενώ ο χασάπης ανήκει στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, σύσσωμη η οικογένεια συναναστρέφεται λογής λογής διανοούμενους, στους οποίους το κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι το τάλαντο παρά η απασχόληση. Και, φυσικά, η κοσμικότητα. Τυχαία μήπως η Πέννυ, η μητέρα της Λουίζας, καταπιάνεται με τα κεραμικά; Η Ρεμπέκα θέλει να πει ότι μέσα από αυτό τον χυλό ανθρώπων και πραγμάτων μπορεί κάλλιστα να ξεχωρίσει κάτι ανώτερο. Η Λουίζα, πάντως, είναι γοητευμένη από τους πλούσιους μποέμ. Δεν έδειχναν ποτέ αμήχανοι ή ενοχλημένοι, ήταν πάντοτε ετοιμόλογοι. Η ίδια ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών, μπορούσε δηλαδή να παίξει με όλα τα λάθη και να χορτάσει εντυπώσεις και πειρασμούς. Εξάλλου, η μητέρα της –η μικροκαμωμένη Πέννυ με τα κεραμικά– προκαλούσε στη Λουίζα αφοσίωση και συνάμα μίσος.
«Η Λουίζα ήταν καταγοητευμένη από την τέχνη της ψευδούς αρέσκειας. Έπρεπε να ξέρεις πως κάτι είναι απαίσιο και, παρ’ όλα αυτά, να σου αρέσει – σαν αστείο. Συγχρόνως, όμως, το αντικείμενο έπρεπε να σου προσφέρει πραγματική ευχαρίστηση. Το κόλπο ήταν να θυμάσαι να γελάς γι’ αυτό μέσα σου. Αλλιώς, δεν ήσουνα παρά ένα κούτσουρο που του άρεσαν αηδιαστικά πράγματα. Η Πέννυ ήταν τόσο ανήσυχη στα εγκαίνια, που με το ζόρι κατάφερνε να σταθεί όρθια. Η Λουίζα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς κρατώντας τον αγκώνα της. Όσο για την Πέννυ, δεν μέθυσε εκείνο το βράδυ, επειδή η Λουίζα της έφερνε διαρκώς Κόκα-Κόλα».
Στο δεύτερο μέρος εμφανίζονται, επιτέλους, οι άνδρες. Η Λουίζα έχει πατήσει τα δεκαεπτά και συνάμα ήθελε να εκδικηθεί τη μητέρα της. Πρώτος στη σειρά ήταν ο Σαμ, ο οποίος ερωτεύτηκε αυτή την πυγμαία κόρη (με μόλις 1,52 μ. ύψος) μόνο και μόνο επειδή την παρακολουθούσε να ζει. Δεν ήξερε αν είναι άσχημη ή ωραία. « Ήταν εικοσάχρονοι στη Νέα Υόρκη και ήταν ένα χρυσαφένιο ζευγάρι. Χόρευαν και χλεύαζαν τους εαυτούς τους και ο ένας τον άλλον, και ήταν σαν νταβραντισμένα παιδιά».
Ο δεύτερος εραστής ήταν γυναίκα, ονόματι Όλιβ Μπλάκμαν, σερβιτόρα σε κατάστημα λουκουμάδων. Η Λουίζα έπαιρνε έναν υπνάκο στα στήθη της Όλιβ, αλλά απέφευγε το στοματικό σεξ, προτιμώντας το σινεμά, το θέατρο και τις παντομίμες. Τελικά, παραδέχτηκε πως δεν ήταν λεσβία.
Τρίτος ο Μπρούνο, ζωγράφος, με μαλλιά που έπεφταν πάνω στους ώμους του, ο οποίος συστεγαζόταν με άλλους καλλιτέχνες που ζούσαν πέρα για πέρα ειρωνικά. Ακόμα και το κολατσιό τους ήταν ειρωνικό. Μόνο ο Γουόρχολ ξέφευγε από την ειρωνεία τους. Με τον Μπρούνο ο έρωτας ήταν συνεχής και πανταχού παρών, άνευ αυτού η Λουίζα γινόταν νευρική και την έπαιρναν τα κλάματα. Η ακολουθία των εραστών ήταν πολύ μεγάλη. Μάιλς, Εντ, Τίμοθυ, Άνταμ, Σάιμον, Φέλιξ, Τζέσσε. Επρόκειτο για τυχαίες γνωριμίες, που μόλις κατέληγαν στο κρεβάτι έχαναν τη μαγεία τους.
Αυτό το ψυχικό μοτίβο της απελευθερωμένης κοπέλας που ψωλοπιάνεται από τα εύκολα και, παρότι επιθυμεί τα δύσκολα, όλα της έρχονται ανάποδα, είναι γνωστό (ακόμα και στα δικά μας ήθη). Μόνο που η Ρεμπέκα δεν το εκθέτει για λόγους εντυπωσιασμού, αντίθετα, με περίτεχνο τρόπο βάζει την ηρωίδα σε δοκιμασίες (ερωτικές, τι άλλο;) για να ωριμάσει μέσα της κάτι που το επιζητούσε μεν, αλλά δεν υπήρχε ακόμα στον συναισθηματικό της κόσμο. Γι’ αυτό η παράξενη γνωριμία με τον Σάμιουελ Σαπίρο αρχίζει να της αποκαλύπτει την αλήθεια για τον εαυτό της. «Της ζητούσε ένα ποτήρι νερό και όταν σηκωνόταν να του το φέρει, εκείνος κροτάλιζε τα δάχτυλά του κι έλεγε: “Σκλάβα!”. Η Λουίζα θύμωνε πολύ, αλλά δεν μπορούσε να τον πετάξει έξω. Πρώτη φορά μετά τον Σαμ αισθανόταν πως ανήκει σε κάποιον, πως ήταν συνδεδεμένη με κάποιον».
Θα πίστευε κανείς ότι η Ρεμπέκα –κόρη του Μίλλερ– νιώθει πάμπλουτη γι’ αυτό τον κόσμο των ξέφρενων καλλιτεχνών της Νέας Υόρκης που ζουν άνευ αδείας ό,τι περάσει από τα μάτια τους και από το κρεβάτι τους, ωστόσο η εσωτερική αλήθεια της είναι άλλου ποιού. Ήδη στα τριάντα της, μισομαδημένη από τους φτηνούς έρωτες και από αυτήν τη στημένη σαρκο-οδύσσεια, ένιωσε τη στροφή στα άδυτα του εαυτού της. Η παράγραφος είναι εντυπωσιακή: «Καθώς ατένιζε το Χάρλεμ μέσα από το λεωφορείο, η Λουίζα σκέφτηκε πως διαμορφωνόταν η ζωή της. Αισθάνθηκε σαν να έπαιζε έναν ρόλο στον οποίο δεν είχε κανέναν έλεγχο. Ήξερε πως θα κατάφερνε να επιβιώσει και από αυτό. Θα έκανε καινούργια δουλειά, θα κατέστρεφε κι άλλη σχέση. Θα εξακολουθούσε να φεύγει έως ότου κανείς να μην τη θέλει πια. Δεν θα έκανε ποτέ σπιτικό, δεν θα καταστάλαζε ποτέ. Δεν θα μπορούσε να ησυχάσει. Παράδερνε στον ύπνο της, περιμένοντας έναν πρίγκιπα. Πρίγκιπας, όμως, δεν υπήρχε, μόνο καρτ ποστάλ με πρίγκιπες. Ο μόνος αληθινός ήταν ο Σαμ. Οι υπόλοιποι ήταν αντίγραφα. Κι όμως, ακόμα και ο Σαμ κουβαλούσε σημάδια από τη σκιά του Σεθ (του χαμένου αδελφού της). Τελικά, το πρωτότυπο ήταν ένα φάντασμα, το μωρό το οποίο είχε μοιραστεί τη μήτρα της Πέννυ».
Ετσι, όταν τελικά επιστρέφει στην οικογένεια, ως άλλη άσωτος θυγατέρα, τα πράγματα είναι όπως τα άφησε και όμως διαφορετικά, διότι κατιτίς μέσα της είχε αλλάξει. «Ο Ντερκ, ο πατέρας της, μασούσε κοιτώντας στο βάθος, απόμακρος σαν θηρίο στον αγρό. Μετά, τα μάτια της επέστρεψαν στην Πέννυ. Η μητέρα της την κοιτούσε με τόση αγάπη, που η Λουίζα δυσκολευόταν να την αντέξει. Ήταν σαν να κοιτούσε τον ήλιο. Ήθελε να κοιτάξει μακριά, αλλά δεν το έκανε. Αυτήν τη φορά δεν αποτράβηξε το βλέμμα της. Ο ήλιος βούτηξε πίσω από τη γραμμή των δέντρων και το τελευταίο φως του σούρουπου αχνόσβησε από το πρόσωπο της Πέννυ. Η Λουίζα μετά δυσκολίας ξεχώριζε τα χαρακτηριστικά της. Εξακολουθούσε όμως να είναι εκεί».
Απομένει βέβαια η δική της «προσωπική ταχύτητα», που είναι το χρυσόμαλλο δέρας στην όλη της περιπέτεια, καθώς η εμπλοκή με τον Σαπίρο αναδεικνύει και το παράξενο ταλέντο της Λουίζας. Ο Σαπίρο ήταν εραστής, αλλά κυρίως ζωγράφος μυθικών παραστάσεων, όπως η «Θυσία της Ιφιγένειας». Κατά παράδοξο τρόπο, το ασυνείδητο της Λουίζας, μέσα από τη γνωριμία με τον Σαπίρο, άρχισε να γεννά παραστάσεις που θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα έργα του εραστή της. Όταν ο Σαπίρο αντίκρισε τα έργα της μόνο που δεν έχασε τις αισθήσεις της. Ο ταύρος της Λουίζας θεωρήθηκε υποκλοπή από τα έργα του. «Είναι μιθραϊκή θυσία ο ταύρος, τον έκλεψες από μένα». Η Λουίζα άρχισε να υπερασπίζεται τον εαυτό της, αλλά ο Σαπίρο ήταν ανένδοτος. «Είσαι τελείως διεφθαρμένη» της είπε και παρευθύς της ζήτησε να καταστρέψει τα έργα της για να εξιλεωθεί. Ξαφνικά, η Λουίζα αισθάνθηκε να μετατρέπεται σε όλους όσοι τον είχαν προσβάλει, τον είχαν χαρακώσει.
Είχε γίνει μόνη της όλος ο χώρος της τέχνης. Είχε γίνει σατανική. Αισθανόταν σαν να είχε σκοτώσει κάποιον στον ύπνο της». Τάλαντο και γυναικεία ταυτότητα φαίνεται πως, τουλάχιστον στην περίπτωση της Λουίζας, πηγαίνουν μαζί.
σχόλια