1. Oxford Blues. «16 Ιουνίου: Bloomsday / Μαζευτήκαμε πρωί πρωί στο δωμάτιο του Γκάβιν στo Iffley / Ο καθένας με το δικό του ταλαιπωρημένο / αντίτυπο του Οδυσσέα / κι αφού πρώτα καταναλώσαμε την πρέπουσα / ποσότητα Guinness / Ο Τζιμ λόγω καταγωγής και ονόματος κατέβασε μια κι έξω ένα γαλόνι / κανονίσαμε τα σχετικά με την ανάγνωση:/ θα διαβάζαμε εκ περιτροπής τριάντα σελίδες ο καθένας./ Υπολογίσαμε πως μια και ήμασταν έξι / θα χρειαζόμασταν τρεις γύρους./ Το στοίχημα ήταν να φτάσουμε στο τελευταίο / «ναι» της Μόλλυ πριν ξημερώσει./ Στο κεφάλαιο «Ιθάκη» είχαμε φυσικά όλοι αποκοιμηθεί./ Εγώ είχα παραδώσει προ πολλού το πνεύμα μου / δυστυχώς όχι και το σώμα / στην Κίρκη./ Ξυπνήσαμε το απόγευμα της επομένης / από το οινόπνευμα και την μπόχα./ Ο Τζόυς θα ήταν περήφανος για μας / Μπορεί ο δικός μας Μπλουμ να μην επέστρεψε / ποτέ στη συζυγική του κλίνη / αλλά όπως 'λεγε κι ο ίδιος / "every smelly fart/ is a work of art!"» (Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων, σ. 76)
2. Ποίηση και Ποιητική. Ανελλιπώς ανά εξάμηνο. Ποιήματα άγνωστων στην ελληνική επικράτεια ποιητών από όλα τα μέρη του πλανήτη. Αλλά, και κυρίως, δοκίμια. Πολυσέλιδα, οργανωμένα, κρίσιμα. Δοκίμια που άλλαξαν τον τρόπο μας να δεξιωνόμαστε τη λογοτεχνία. Σαφέστατα υπέρ μιας λόγιας, στοχαστικής, φιλοσοφικής ποίησης, προκρίνει τους ποιητές και δοκιμιογράφους που καταπιάνονται με τη σύνθεση και την επινοητικότητα πιο πολύ παρά με το αφηνιασμένο βίωμα. Όχι τόσο πολύ Kέρουακ και Γκίνσμπεργκ όσο Γουάλας Στίβενς και Τζον Άσμπερι – και χρωστάμε εμείς της Παλιοπαρέας στον Βλαβιανό τη γνωριμία με αυτά τα δύο λαμπερά συμπληρώματα του e.e. cummings. Το Μεγάλο Μυθιστόρημα του Βλαβιανού είναι τα τριάντα τεύχη της «Ποίησης» (εκδ. Νεφέλη) και τα δεκατρία τεύχη της «Ποιητικής» (εκδ. Πατάκης).
3. Drugstore Blues. Ήρθε και μας βρήκε. Εκεί. Στο Drugstore. Σε λίγο, τριάντα χρόνια. Θεέ μου, τρεις δεκαετίες! Μια θητεία. Έφερε πολλά, και καλά και κακά, από τη Γηραιά Αλβιώνα. Μια αεικίνητη κομψότητα. Μια κοινωνική κινητικότητα. Μιαν εμφανή ροπή στις ραδιουργίες μες στον κατά τα άλλα αναίμακτο στίβο της Ποίησης. Που σπεύδαμε να καταγγείλουμε, όταν συναζόμασταν άνω των τριών και αφού καταναλώναμε ικανή ποσότητα ιρλανδέζικου ουίσκι. Λες κι εμείς ήμασταν αθώοι κι άδολοι και δεν μας ένοιαζε παρά μονάχα η ροβεσπιερική άτεγκτη αξιοκρατία. Μες στο γλέντι, το πένθος, την ταραχή, τους καβγάδες και τα φιλιώματα κύλησε και εξακολουθεί να κυλάει ο καιρός. Άλλος να ψάλλει τριάντα χρόνια «Δαπανήθηκα στις λόχμες», άλλοι να μας έχουνε αφήσει για πάντα (Βακαλόπουλος, Λάγιος, Παπαγιώργης), άλλος να επιμένει, όχι μόνον ολέθρια αλλά και μάταια, στην ερωτοτροπία με το Τίποτα και το Μηδέν, ξεχνώντας, καθώς έστριψε στη γωνία, το Sein und Zeit του Μάρτιν Χάιντεγκερ αλλά και το L' Εtre et le Néant του Ζαν-Πολ Σαρτρ, κι άλλος να συνεχίζει να κάνει τη δουλειά του, βρέξει-χιονίσει. Έτσι πάει ο κόσμος, που έλεγε κι εκείνος ο απίθανος Billy Pilgrim στο Slaughterhouse 5, του φίλου μας του Βόνεγκατ. Κι έτσι, αυτό που μένει είναι η ποίηση και μια διευρυμένη οικογένεια. Πες το και σινάφι. Ποτέ όμως νισάφι.
4. Britannica. Άρχισα να τα δημοσιεύω στην Propaganda, είχαν ωραία επιτυχία, μετά συνάχθηκαν σε έναν τόμο αυτά τα ενίοτε σπαρταριστά ενσταντανέ από την παγκόσμια τέχνη. Κυρίως κακίες και χολή. Από λαμπρούς καλλιτέχνες. Η ζαβολιά του Βλαβιανού είναι ότι απέκρυψε πού πρωτοδημοσιεύτηκαν, κάτω από ποιες συνθήκες και από ποιον. So what που θα 'λεγε και ο Mάιλς Ντέιβις, το βιβλίο, η Britannica (εκδ. Νεφέλη), σκίζει, το πιάνω ξανά και ξανά, και ουρλιάζω στα γέλια. «Όταν λαλήσει ο πετεινός, το Rolex σου θα δείχνει λάθος ώρα (Ο Ακριθάκης, που ως γνωστόν φόραγε μόνο Seiko)». Η Britannica είναι η αυτοβιογραφία σε θραύσματα του Βλαβιανού, κι ας λένε.
5. Blood is thicker. Σπαρακτικά σπαράγματα, θραύσματα που κάνουν θραύση. Εγώ λέω λογοπαιγνιακές εξυπνάδες, με έρεισμα στην πραγματικότητα ασφαλώς, ο Βλαβιανός όμως όχι. Όχι, εδώ. Όχι στο «μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις» όπως το δηλώνει, με τίτλο Το αίμα νερό (εκδ. Πατάκης) – προβαίνει σε ένα οδυνηρό (για τον ίδιο) ξεκαθάρισμα λογαριασμών, παίζει μια ριψοκίνδυνη παρτίδα με τον τρόπο του Robert Fischer και του Mikhail Tal, μονομαχεί με τον ίδιο του τον εαυτό, με τα φαντάσματά του, και μην αντέχοντας άλλο την αναμονή, τα παιχνίδια της υπεκφυγής, τις αψιμαχίες και τον πόλεμο φθοράς, τα τινάζει όλα στον αέρα μέσα σε εβδομήντα σελίδες. Βιβλίο με guts, ένα μανιφέστο ψυχικής εξέγερσης, ακόμα ένα «από τι μακελειό κατάγομαι», η καλύτερη ποιητική σύνθεση του Βλαβιανού, κι ας τη δηλώνει μυθιστόρημα.
radiobookspotting.blogspot.gr/
σχόλια