1. Γενιά της Μεταπολίτευσης. Η γενιά μου/μας, μια φέτα της γενιάς, για να είμαι ακριβής, επιζήτησε πρώτα να ζήσει και μετά να μεγαλώσει και ακόμα πιο μετά να δει τι θα γίνει όταν θα μεγαλώσει. Παρότι ζήσαμε, και εξακολουθούμε να ζούμε, με ένταση και ταχύτητα, παρότι ο στοχασμός για τα πράγματα της ζωής δεν μας έλειψε, φαίνεται ότι την καταγραφή συμβάντων και αναφορών την αφήσαμε για μια πιο ώριμη φάση. Φίλες και φίλοι που καταπιαστήκαμε με κάμποσα κακόφημα κόλπα, που ασκήσαμε πολλά και διάφορα επιτηδεύματα, που περάσαμε από τη μουσική και το θέατρο, από την κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία, από τον χορό και τον κινηματογράφο, από την ημιπαρανομία και τις κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας, ερχόμαστε, nel mezzo del camin di nostra vita, να δείξουμε ότι το γράψιμο θέλει ωριμότητα/ρυτίδες/βραχνάδα και ότι, βέβαια, η ωριμότητα θέλει γράψιμο. Ο Νικόλας Σεβαστάκης (Καρλόβασι Σάμου, 1964) μας προσφέρει στις 228 σελίδες του συναρμολογούμενου μωσαϊκού πολυαφηγήματος Γυναίκα με ποδήλατο (εκδ. Πόλις) τη δική του, πολύτιμη για μας, ιστορία των μεταπολιτευτικών χρόνων. Συναντήσεις και συγκινήσεις, περιπολίες στο παρελθόν που δεν λέει να πεθάνει, ίσως γιατί δεν πέθαναν οι όροι που το γέννησαν, αν μ' εννοείς. Πολλά σπάνια, και με τις δύο έννοιες, τραγούδια και μουσικοτεμάχια. Μια ψιθυριστή δοξολόγηση αυτών των προσώπων και πραγμάτων που τα προσπερνάνε οι πολλοί, ενώ είναι θαυμάσια και θαύματα. Μια (ακόμα) απάντηση στην τότε λίαν πρόχειρη και τόσο άστοχη απόφανση ότι είμαστε η γενιά του ιδιωτικού οράματος. What the fuck!, που έλεγε ξανά και ξανά ο εσμός των ηρώων του Tόμας Πίντσον. Ναι, what the fuck! Διαβάζοντας τον Σεβαστάκη θυμήθηκα τον Βακαλόπουλο και τον Τορνέ, την αγάπη τους για τα πρόσωπα που χάνονται, που αποσύρονται πότε μ' έναν λυγμό και πότε μ' έναν βρόντο. Θυμήθηκα την τόσο ευαίσθητη φωτογράφο Anna Wich που ήρθε από το Βερολίνο και τον Theodor Adorno για να αποκρυπτογραφήσει με την κάμερα και το βλέμμα της τι σημαίνει καφενές, ελαιώνας, τσαλάκωμα, αξιοπρέπεια. Ακούστε πώς μιλάει ο Σεβαστάκης: «Πού πήγε αυτό το είδος ανθρώπων; Ποια τάφρος τούς ρούφηξε και τους εξαφάνισε από προσώπου γης; Κι αν από τότε ζούσαν χωριστά, σε μια αυτόνομη ζώνη σεμνών συγκινήσεων, σε μια παράλληλη Αθήνα, πώς θα συνέχιζαν τώρα τη μελωδική τους αποστασία πλάι στα ερείπια του κέντρου;».
2.Γενιά του Πολυτεχνείου. Χαμηλοί τόνοι, αλλά με ένταση μεγάλη από κάτω, λόγια απλά και απέριττα, αλλά με χιλιάδες σελίδες φιλοσοφίας διαβασμένες/μεταφρασμένες να κρύβονται στις χαραμάδες της αφήγησης, το θέμα σπάει κόκαλα. Από τις πρώτες αράδες καταλαβαίνεις ότι για κείνη τη γενιά, για μια φέτα εκείνης της γενιάς, δεν κάπνισε τζάμπα και βερεσέ όλα τα άφιλτρα του ντουνιά, ούτε ξεπατώθηκε να συζητάει για τα πάντα και τους πάντες μερόνυχτα ολόκληρα και νυχτοήμερα, που έλεγε κι ο Καρούζος. Από τις πρώτες αράδες του βιβλίου Κυριακή ρεπό (εκδ. Εστία) του Ζήση Σαρίκα (Θεσσαλονίκη, 1953) καταλαβαίνεις ότι μορφή και περιεχόμενο είναι ένα και ότι σήμερα, τώρα που έχουν πια όλα γίνει στην τέχνη της γραφής, το ζητούμενο είναι να έχεις κάτι να πεις και να ξέρεις πώς να το πεις. Απλά πράγματα, που δίχως πάθος/λογική/διάβασμα/σκέψη/ξενύχτι δεν ξέρεις να τα διακονήσεις. Από τις πρώτες αράδες καταλαβαίνεις ότι υπάρχει πολύ ψωμί: «Όταν πρωτοήρθε η Ελένη από τη Γεωργία στην Ελλάδα, αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, αμέσως μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, την έλεγαν Ναντέζντα, δηλαδή Ελπίδα. Έτσι έγραφε η ταυτότητά της. Και το επίθετό της ήταν ρωσικό, Στεπάνοβα ή κάτι τέτοιο». Ακολουθούν 137 σελίδες που ιστορούν τα όσα τράβηξε, αγόγγυστα και με την αξιοπρέπεια, η Ελένη//Ναντέζντα, από την Τσάλκα και τη Μόσχα ίσαμε τη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε και δούλεψε και γνώρισε ανθρώπους. Ο Σαρίκας γράφει, μέσα από τους τύπους που περνάνε από τις σελίδες του, μέσα από τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται η ηρωίδα του, την ιστορία της κοινωνικής/πολιτικής/οικονομικής τεθλασμένης που είναι και η ιστορία της Ελλάδας από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα: ένα προμεταμοντέρνο κουλοβάχατο που κινείται με σπασμωδικούς ρυθμούς, μες στα κουρέλια και τα μέταλλα, σαν γλυπτό του Yves Tinguely.
σχόλια