Η Μαρίλη Ζάρκου είναι ένα ανήσυχο κορίτσι εικοσιπέντε χρονών που αγαπά με ευλάβεια τη φωτογραφία και έχει έναν δικό της τρόπο να βλέπει τη ζωή και τα πράγματα. Μια σύγχρονη Πολυάννα, άπειρες φορές πιο «αγριορομαντική» και ατίθαση, αλλά πάντα αισιόδοξη και θετική. Η πρώτη φωτογραφική μηχανή της Μαρίλης ήταν μια Kodak Instamatic 77x. Της την έκαναν δώρο οι γονείς της σε ηλικία 6 χρονών. Της άρεσε από μικρή να φωτογραφίζει, έτσι κανένας δεν εντυπωσιάστηκε όταν αποφάσισε να γίνει φωτογράφος. Της αρέσει κυρίως να φωτογραφίζει κτίρια, γιατί έχουν στοιχεία αρχιτεκτονικής. «Τα κτίρια έχουν μια ησυχία και μια ιστορική σημασία την οποία καλούμαι κάθε φορά να ανακαλύψω και να αναδείξω μέσα από τις εικόνες που βγάζω» λέει. Θυμάται μια φορά που περπατούσε στην Πανεπιστημίου και είδε έναν άστεγο να ζητάει λεφτά. «Ήταν καθιστός στο πεζοδρόμιο, φορούσε μια μπλούζα με κουκούλα και δεν μπόρεσα να δω το πρόσωπό του. Στο χέρι του κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι, επαιτούσε». Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε να φωτογραφίσει το χέρι του, αλλά τελικά ντράπηκε και μόνο στην ιδέα να οικειοποιηθεί τον πόνο του.
Σαν νέος άνθρωπος καλούμαι, να είμαι απόλυτα δημιουργική, να προσηλώνομαι στο δημιουργικό σκέλος της δουλειάς μου, να φωτογραφίζω με επιμονή και πείσμα όσα θέλω να διασώσω και να διαδώσω: κυρίως, τις στιγμές της αξιοπρέπειες μες στο μισόφωτο της κρίσης
Η φωτογραφία είναι για την Μαρίλη ο άλλος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, αλλά και ένας άμεσος τρόπος ψυχικής θεραπείας. «Βλέποντας τις εικόνες ή φωτογραφίζοντας, δίνεις μια ερμηνεία σε όσα σου συμβαίνουν την εκάστοτε στιγμή. Πράγματα που πιθανόν αγνοείς ή μπορεί να μην συνειδητοποιείς μέσα από τις φωτογραφίες, φωτίζονται».
Μου μιλάει για τις φωτογραφίες και το πρόσωπό της έχει μια άλλη έξαψη. «Είναι τεράστια χαρά να κάνεις αυτό που σου αρέσει» μου λέει με ένα είδος ανακούφισης. «Οι φωτογραφίες δεν λένε πότε ψέματα, λένε την δικιά μας αλήθεια, η οποία κάποιες φορές μας σοκάρει. Αλλά δεν παύει να είναι η αλήθεια». Η ψηφιακή φωτογραφία θεωρεί ότι κάνει κακό στην κρίση του φωτογράφου. «Πολλές φορές φωτογραφίζουμε πράγματα που δεν θα φωτογραφίζαμε αν δουλεύαμε με φιλμ. Με λίγα λόγια, έχουμε γίνει πιο μαλθακοί και δεν έχουμε τόσο αυστηρό κριτήριο». Τη ρωτάω πώς είναι στα εικοσιπέντε της χρόνια να έχεις κάνει τη πρώτη της ατομική έκθεση και να έχει βγει ένα βιβλίο με δουλειά της. «Η εμπειρία είναι πρωτόγνωρη». Όταν έπιασε για πρώτη φορά το βιβλίο στα χέρια της ένιωσε αυτό το μέσα και έξω των πραγμάτων. Μπόρεσε να γίνει παρατηρητής του ίδιου της του εαυτού και να συγκινηθεί με τη συγκίνηση ενός τρίτου ματιού. Το ίδιο ισχύει και για την έκθεση. «Είναι η πρώτη φορά που εξέθεσα τον εαυτό μου σε κοινή θέα, έτοιμη να ακούσω σχόλια από το κοινό και παρατηρήσεις σε κάτι που νιώθω ότι είναι μοναχική σαν δουλειά».
Η ίδια αισθάνεται αμήχανα να τη φωτογραφίζουν. Από κορυφαίους φωτογράφους θαυμάζει τη Diane Airbus που θεωρεί ότι έχει καθορίσει το έργο της. Δεν νιώθει ότι κάνει θυσίες, και την κουράζει εξαιρετικά να συμμετέχει σε κουβέντες για την Ελλάδα, την κρίση, το αδιέξοδο. «Ακούγεται τετριμμένο, αλλά αν επιμένεις σε αυτό που αγαπάς, προχωράς. Απλά συνεχίζεις να υπάρχεις και να δημιουργείς, και αυτό σε οδηγεί κάπου δημιουργικά. Σαν νέος άνθρωπος καλούμαι, να είμαι απόλυτα δημιουργική, να προσηλώνομαι στο δημιουργικό σκέλος της δουλειάς μου, να φωτογραφίζω με επιμονή και πείσμα όσα θέλω να διασώσω και να διαδώσω: κυρίως, τις στιγμές της αξιοπρέπειες μες στο μισόφωτο της κρίσης». Μου το λέει πολύ ποιητικά.
«Θα άναβες φλας;» τη ρωτάω με γέλιο. «Όχι, όχι φλας, η μαγεία είναι στη σκιά και στις αντανακλάσεις». Το σημαντικότερο μάθημα που πήρε μέχρι σήμερα είναι ότι αν δεν πιστέψει η ίδια στον εαυτό της κανένας άλλος δεν θα το κάνει για εκείνη. Της αρέσει να εξελίσσεται. «Βελτιώνομαι σημαίνει διαβάζω, βλέπω ταινίες, ακούω μουσική και φωτογραφίζω». Το βιβλίο που δημιούργησε είναι σαν ένα τεκμήριο. «Ο Μάνος Στεφανίδης και ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης βοήθησαν να πάρει το βιβλίο τη μορφή που έχει, γράφοντας δυνατά κείμενα, και έδωσαν πνοή στις εικόνες μου». Αν οι φωτογραφίες της ήταν λογοτεχνία, θα έγραφε ένα μυθιστόρήμα νουάρ, ή ένα αστικό γουέστερν, ή θα ήταν ακόμα και ένα ταξίδι πάνω σε μια παλιά αμαξοστοιχία. Τα αστικά της τοπία είναι κόγχες της πόλης, όπως τα ονομάζει, κρυφά σημεία τα οποία προσπερνάμε καθημερινά, χωρίς να τους δίνουμε την πρέπουσα σημασία.
Μένει ανάμεσα στον Σταθμό Αττικής και στο Gagarin. «Ανάμεσα στο Παρίσι και στο Βερολίνο, αν το καλοκοιτάξεις, αυτό είναι το κλίμα και η ατμόσφαιρα. Μένω σε μια γειτονιά πολύ ζωντανή, ανοιχτή όλη μέρα κι όλη νύχτα, αλλά και ανοιχτή στους ανθρώπους και στη φιλία, με πολλά μικρά ζεστά μαγαζάκια που έχουν σχεδόν τα πάντα, με δύο λαϊκές αγορές, μία στην οδό Φυλής και μία στη Μιχαήλ Βόδα. Συμπτωματικά, μένω κοντά σε καλούς φίλους, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Άσχημα πράγματα δεν βρίσκω στη γειτονιά, ίσως μόνο τα αμάξια που είναι συνεχώς παρκαρισμένα στα πεζοδρόμια, και εμποδίζουν το να κινούνται άνετα όσοι επιμένουν να είναι διαβάτες». Και η Μαρίλη επιμένει να διαβαίνει τη ζωή την πόλη τον έρωτα με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι.
Info:
Ζάρκου- Μπαμπασάκης
Hidden track/ οι κόγχες της πόλης
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
σχόλια