Ήταν μία πολύ αδύνατη κοπέλα, πολύ χλωμή, ελάχιστα μεγαλύτερη από εμάς, όπως συνειδητοποιήσαμε αργότερα. Τότε όμως που τη γνωρίσαμε, στο Φροντιστήριο το οποίο μας προετοίμαζε για τις «καταραμένες» Πανελλήνιες, δεν είχαμε κανένα περιθώριο να την αντιμετωπίσουμε ως σχεδόν συνομήλικη. Ήταν μάλλον περίκλειστη, αρκετά άτεγκτη, μονίμως αγέλαστη κι επιπλέον τη συνόδευε ήδη κι εκείνο το σκοτεινό, πολύ πρόσφατο ακόμα τότε, οδυνηρό μυστικό που από κάποια στιγμή και πέρα συνδέθηκε, ερήμην της, άρρηκτα με τη ζωή της. Ήταν η πρώτη από αυτές τις «παράξενες» φήμες που αγαπούν τα ΜΜΕ και την αφορούσε. Διότι εκείνη ήταν βέβαια «η κόρη του Νάσιουτζικ».
Για εμάς βέβαια που είχαμε το πιστόλι των εξετάσεων στον κρόταφο, ήταν καταρχάς η εξαιρετική καθηγήτρια που μας έκανε Έκθεση. Εκείνη λοιπόν μας παρέλαβε ως λίγο-πολύ «στραβάδια» με στερεότυπη σκέψη, διαμορφωμένη στο καλούπι ενός παιδαγωγικού συστήματος το οποίο δεν επέτρεπε «πετάγματα», αλλά αντιθέτως επέβαλε ομοιομορφία κι ένα βαθμό υποκρισίας στην Έκθεση (όπου επιβραβευόταν κατά κανόνα το, αναμενόμενο, προβλέψιμο και προβλέψιμα γραμμένο, κοινωνικό «καθήκον»). Κι ανέλαβε λίγο να μας «αποσυντονίσει» δημιουργικά, λίγο να μας στρέψει το βλέμμα και σε πιο απρόβλεπτα πεδία που δεν περιλάμβαναν οπωσδήποτε έτοιμες απαντήσεις. Κι έτσι τόλμησε, μεταξύ άλλων, να μας εισαγάγει στον Ουμπέρτο Έκο.
Όχι στον Ουμπέρτο Έκο που είχε γράψει το «Όνομα του Ρόδου» και που θα τον ανακαλύπταμε, συμπτωματικά την ίδια εκείνη χρονιά, δια της… πλαγίας κινηματογραφικής οδού του Ζαν-Ζακ Ανό και βέβαια του Σον Κόνερυ. Αλλά τον Ουμπέρτο Έκο της «Σημειολογίας της Καθημερινής Ζωής» και των «Ελάχιστων Ημερολογίων»- τα τελευταία με τα κείμενα που δημοσιεύονταν τακτικά στο περιοδικό «Espresso». Ακόμα θυμάμαι πως το μυαλό μας, «καμμένο» ειδικά εκείνη τη χρονιά από τις «δογματικές» και «δισδιάστατες» διατυπώσεις που οφείλαμε να αποστηθίσουμε, αερίστηκε ευχάριστα και παραγωγικά από ένα σύντομο, περιεκτικό, κάθε άλλο παρά ακαδημαϊκό, διαποτισμένο με χιούμορ, «τρισδιάστατο» λόγο που αναβάπτιζε τα απολύτως «μπανάλ» επεισόδια και της δικής μας καθημερινότητας (από το πώς σερβίριζε η μάνα μας το κοτόπουλο, μέχρι το αν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» λύκοι) σε αφορμές κοινωνιολογικού στοχασμού. Χάρη στην καθηγήτριά μας που κατόρθωσε να κυκλοφορούμε όλοι με τις ελληνικές μεταφράσεις του Μαλλιάρη και της Γνωσης στις τσάντες, ο Έκο έγινε ο υγιής προβοκάτορας πολλών από τις αμετακίνητες τότε πεποιθήσεις μίας κατεξοχήν αμετακίνητης ως προς τις βεβαιότητες ηλικίας. Της εφηβείας μας.
Έτσι κύλησε η χρονιά, ο καθένας πήρε το δρόμο του, αλλά ανεξαρτήτως έκβασης, παραμείναμε «θιασώτες» του κοινωνιολόγου και μυθιστοριογράφου Ουμπέρτο Έκο. Θυμάμαι ακόμα με πόση επιμονή ρωτούσα μία Ιταλίδα φίλη που είχε τη χαρά να είναι φοιτήτριά του Έκο στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια πώς είναι σαν άνθρωπος. «Σαν τα γραπτά του», μου είχε απαντήσει για να με ξεφορτωθεί.
Όσο για την Παυλίνα Νάσιουτζικ η μοίρα και κυρίως η ιδιότητα του πολιτιστικού ρεπόρτερ με έφερε να την «ξανασυναντήσω» αργότερα και μάλιστα υπό συνθήκες κάπως …φιλοπολεμικές. Ήταν την εποχή που άρχισαν να κάνουν ντόρο τα best-seller της: «Μύκονος blues», «Μαμάδες βορείων προαστίων» κλπ. Μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναγνωρίσω στη συγγραφέα τους τη φιλόλογο που είχε ήδη εκδώσει σοβαρές εργασίες. Κυρίως μου ήταν αδύνατον να αναγνωρίσω την καθηγήτρια που μας μύησε στο «περιβάλλον» εκείνου που έλεγε ότι «η μαζική κουλτούρα είναι αντι-κουλτούρα». Έγραψα ένα επικριτικό κείμενο τότε στην «Ελευθεροτυπία» με την πικρία του.. προδομένου. Στους διαξιφισμούς που ακολούθησαν όταν τηλεφώνησαν από τις εκδόσεις για να διαμαρτυρηθούν και να μου μεταφέρουν ότι η κυρία Νάσιουτζικ είναι έξαλλη μαζί μου, εξυπακούεται ότι δεν διευκρίνισα ότι για όλα…έφταιγε ο Έκο! Άλλωστε λίγο μετά πιο ψύχραιμα, πάλι σ΄εκείνον βρήκα την απάντηση για το «ατόπημα» της πρώην καθηγήτριάς μου: «Η υπερβολική συσσώρευση στοιχείων κιτς αποτελεί μία αξιοσημείωτη υφολογική πρόταση».
Η τρίτη φορά που η «αναγκαστική» δημοσιότητα επισκέφτηκε την Παυλίνα Νάσιουτζικ ήταν για να της δώσει κι άλλη μία ιδιότητα. Είναι βέβαια η μητέρα του Νίκου Ρωμανού, πράγμα που σημαίνει ότι κλήθηκε για δεύτερη φορά στη ζωή της να αντιμετωπίσει σθεναρά τα ΜΜΕ-κατά την άποψή μου κι επιτυχημένα διότι κατόρθωσε να μην απολογηθεί και να επιβεβαιώσει αν μη τι άλλο το μητρικό ρόλο ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες. Η μητρική της μάχη ήταν βέβαια ως προς τα ΜΜΕ εκ των προτέρων χαμένη: «Γιατί η έννοια του αντικειμενικού, δημοσιογραφικά τουλάχιστον, εμπεριέχει την έννοια της αυθεντίας ή αλλιώς της αδιαπραγμάτευτης αλήθειας, που μόνο ως καθηλωτικός μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει μετατρέποντας την ειδησεογραφική παρουσίαση σε τρόπο πειθούς, δηλαδή μεθοδευμένη χειραγώγηση», προειδοποιούσε ο Έκο.
Έτσι σ΄αυτά τα παράλογα άλματα που επιβάλλει ο συνειρμός από χθες που η είδηση για το θανατο του μεγάλου της Σημειωτικής ταξίδεψε στον κόσμο, θυμήθηκα την παλιά μου καθηγήτρια. Και τι σχέση έχει η ιστορία της με τον Ιταλό διαννοητή τελικά; Μα «δεν υπάρχουν ιστορίες χωρίς νόημα», έγραφε ο Εκο στον «Μπαουντολίνο» του.
σχόλια