Από τον Δημήτρη Καραίσκο
Αθήνα, τέλη δεκαετίας '80.
Το ίντερνετ δε φαινόταν ούτε καν στον ορίζοντα. Οι μηχανισμοί ανακάλυψης μουσικής και δίσκων ήταν τρεις: μέσω φίλων και των συλλογών τους, μέσω μουσικού τύπου (εγχώριου και ξένου) και μέσω των δισκάδικων, όπου οι πωλητές/ιδιοκτήτες τους σου πρότειναν δίσκους, στους βάζαν να παίξουν και σου λέγανε "αφού σ' αρέσει η τάδε μπάντα θα σ' αρέσει κι η δείνα".
Ένα απ' αυτά τα δισκάδικα ήταν το "Pilgrim" στη Διδότου (εκεί που σήμερα είναι το "Music Machine"), όπου μια μέρα, την άνοιξη του '88, μπήκα για να βρω νέους δίσκους. Αλλά πριν αρχίσω να ψάχνω, κάτι άλλο μου τράβηξε την προσοχή: μια μεγάλη αφίσα κολλημένη θριαμβευτικά στον τοίχο, πάνω απ' τις στοίβες με τα βινύλια.
Η αφίσα είχε στο πάνω μέρος το παράξενο λεκτικό "The Jesus and Mary Chain" και παρακάτω μια πολύ δυνατή εικόνα: την αινιγματική σιλουέτα ενός "εσταυρωμένου" που κράταγε ένα πιστόλι στο ένα χέρι και από πίσω ένα κίτρινο, πορτοκαλί ουρανό, και τον ορίζοντα μιας πόλης. Από κάτω έγραφε "Αpril Skies".
To graphic design έκανε σιωπηλά και ύπουλα το έργο του: μια αφίσα με προβοκατόρικη, φρέσκια, αιχμηρή αισθητική με έκανε, στιγμιαία, να φτιάξω ένα μύθο για μια μπάντα που ακόμα δεν είχα καν ακούσει. Ρώτησα τον ιδιοκτήτη του καταστήματος να μου εξηγήσει τι σημαίνει "Jesus and Mary Chain". Μου είπε "συγκροτηματάρα" και με πήγε κατευθείαν πάνω απ' το δίσκο "Darklands". Μου είπε: "όπως είσαι πάρτο".
Το πήρα. Πήγα σπίτι. Το έβαλα στο πικάπ. Μια γλυκιά κιθάρα στην εισαγωγή οδήγησε ένα ατμοσφαιρικό, γλυκό κομμάτι με αργό Φιλσπεκτορικό τέμπο μέχρι μια κορύφωση γεμάτη φωνητικά και κιθαριστική παραμόρφωση που μου θύμισαν αμέσως τους Velvet Underground, που μόλις είχα ανακαλύψει. Αλλά στ' αλήθεια, ενώ θύμιζε ο ήχος τους τόσα πολλά, δεν θύμιζε και τίποτα. Ήταν κάτι γνήσιο, πρωτογενές, αληθινό, συγκινητικό - καινούριο.
Τον έλιωσα τον κακομοίρη αυτό το δίσκο. Συνέχισα να τον λιώνω στο πικάπ για μέρες. Ήταν ο ήχος που περίμενα ν' ακούσω. Οι Cure είχαν φτάσει στην εποχή του "Disintegration" και φαινόταν πως μπαίνουν σε άλλα χωράφια (ήμουν απ' αυτούς που λέγαν πως οι Cure "τελείωσαν" στο "Pornography") και τους Smiths τους αγαπούσα αλλά τους είχα παίξει τόσο πολύ που τους είχα βαρεθεί κιόλας. Όσο για τους Housemartins, ναι, ήταν μια απίστευτη νέα μπάντα, αλλά φαίνεται πως το συνεχές καυστικό χιούμορ του Peter Hooton δεν ικανοποιούσε την χαρακτηριστική εφηβική δίψα για δράμα. Κι ενώ διψούσα να ανακαλύψω την νέα μου αγαπημένη μπάντα, την είχα επιτέλους βρει, κι ήθελα να μάθω τα πάντα γι' αυτήν. Ένας φίλος μου έφερε, μετά από πολύ πρήξιμο από μέρους μου, ένα βιβλίο γι' αυτούς απ'το Λονδίνο. Ξεσκισμένο και ξεμαλλιασμένο, το 'χω ακόμα:
Ξαναπήγα στο Pilgrim μετά από λίγες μέρες και αγόρασα τον πρώτο τους δίσκο, που έβγαλαν το 1985 χωρίς καν να ξέρουν να παίζουν, και λεγόταν "Psychocandy". Και πάλι, το graphic design του εξωφύλλου σε κράταγε αιχμάλωτο. Ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι με τα μαύρα γυαλιά που θύμιζαν τον Lou Reed, τις μεγάλες Rickenbacker κιθάρες, γιατί τα κουρέματα τους θυμίζαν τον Robert Smith και τι διάολο σήμαινε "Candy" και "Psychocandy", και γιατί το "N" στο "Candy" ήταν ανάποδο, λες και ήταν Κυριλλικό;
Πως να καταλάβεις όμως στα δεκαπέντε σου οτι δεν ήταν απλά ένας δίσκος αυτό, αλλά ένα ολόκληρο, σκοτεινό - και φωτεινό μαζί - art project από δυο νέα παιδιά από τη Σκωτία. Και μπορεί να μην ξέραν να παίζουν (Ο Bobby Gillespie - που αργότερα έφτιαξε τους Primal Scream - ίσα-ίσα κατάφερνε να κρατήσει το ρυθμό στα ντραμς), αλλά δεν είχε τελικά σημασία. Σημασία είχε η ψυχή, η αυθεντικότητα, ο ήχος τους, που ήταν σαν να έχεις βάλει τις Velvelettes στη πρίζα και να πάθανε ηλεκτροπληξία.
Ο ηλεκτρικός, καταραμένος Φιλ Σπέκτορ αυτού του ήχου γέμιζε εκείνο τον καιρό σα γλυκό δηλητήριο το δωμάτιο μου. "Ι'll be a plastic toy - for you" τραγούδαγε η γλυκιά, σκοτεινή φωνή, και τα τύμπανα απο πίσω, μαζί με τον "τοίχο από ήχο" που φτιάχνανε οι κιθάρες και το reverb, σε κάναν να νομίζεις οτι είσαι μάρτυρας μιας πρωτόγνωρης μουσικής λιτανείας.
Και όταν τελείωνε το "Just Like Honey" (που χρόνια μετά η Σοφία Κόπολα το κανε διάσημο βάζοντας το στο σάουντρακ του "Lost in Translation"), ξεκίναγε με ένα τρομερό θράσος ο ήχος της ηλεκτρικής ζούγκλας που λεγόταν "Τhe Living End".
Και αυτά τα δυο κομμάτια, παιγμένα το ένα μετά το άλλο, τα δύο πρώτα κομμάτια του πρώτου τους δίσκου (που το NME ανακύρηξε το 1985 "άλμπουμ της χρονιάς") δεν ήταν τίποτα άλλο παρά όλοι οι Jesus and Mary Chain και η διπολική τους φύση: απο την μία η ζεστή, μελωδική και γλυκιά αίσθηση της κιθαριστικής μπαλάντας, και απ' την άλλη ένα εξαγριωμένο, ηλεκτρισμένο, υβριδικό ροκ βγαλμένο από εφηβικά όνειρα γεμάτα ορμόνες που σκάγανε σαν βεγγαλικά στον ουρανό της πόλης.
Λίγο καιρό μετά, το ΜΤV, που μόλις είχε αρχίσει να μεταδίδει στις τηλεοράσεις μας, άρχισε να δείχνει το νέο τους σινγκλ σε βιντεοκλίπ. Λεγόταν "Βlues from a gun". Το είχα γράψει σε μια βιντεοκασέτα και το έβλεπα δέκα φορές την ημέρα. Ήθελα να είμαι ο William Reid, και να είμαι εγώ αυτός που εξαπολύει αυτό το αλήτικο σόλο στην μέση του κομματιού. Νομίζω εκείνη την εποχή είχα γίνει μάστερ του air guitar.
Με το "Blues from a gun" να αντηχεί στην καρκάλα μου ασταμάτητα μέσω των ακουστικών του Walkman, ήθελα οι μπεζ τοίχοι του Λυκείου μου να είναι χρωματισμένοι με αστέρια και πολύχρωμες εκρήξεις, και οι κοπέλες να έχουν μαύρα καρέ μαλλιά όπως αυτές που χόρευαν στο βιντεοκλίπ, και όλοι να πάρουμε κιθάρες κι ενισχυτές και να φτιάξουμε μπάντες. Φυσικά ελάχιστοι συμμερίζονταν αυτές τις ανησυχίες: T' αγόρια μοιάζανε να νοιάζονται μόνο να φοράνε μπουφάν Togs και Timberland "φώκιες", οι κοπέλες να κυκλοφορούν τρεις-τρεις ή πέντε-πέντε μαζί σαν τα πρόβατα (πολλές φορές ντυμένες ίδια) και όλοι μαζί ήταν νευρωτικά αγχωμένοι να αρχίσουν φροντιστήριο για να περάσουν στις (τότε) Πανελλήνιες. Αν δεν πήγαινες μαζί με αυτό το συρμό, ήταν δύσκολα τα πράγματα. Ήσουν παρίας, και όπως όλοι ξέρουμε θέλει αρχίδια για να 'σαι (εξ επιλογής) παρίας. Ενίοτε ένιωθες και περιθωριακός, αλλά, βέβαια, αυτό πάντα ήταν ένα απ΄τα πιο δυνατά χαρτιά της γοητείας του ροκ εν ρολ, να πιστεύεις ότι κάνεις "επανάσταση", ότι είσαι "διαφορετικός" - και σ' αυτές τις ηλικίες, πέρα από τον αναπόφευκτο βαυκαλισμό του πράγματος, αυτό είναι και πηγή ζωής, ενέργειας και δημιουργίας.
Το "Blues from a Gun" το βρήκα στο Pilgrim σε maxi single, και το αγόρασα μαζί με αυτό το δυναμίτη που λεγόταν "Barbed Wire Kisses", ένα δίσκο γεμάτο με ακυκλοφόρητα και b' sides.
Σε λίγο καιρό κυκλοφόρησε και το νέο άλμπουμ (κάπου το 1989-90) που λεγόταν "Αutomatic", που σηματοδότησε μια ακόμα αλλαγή στον ήχο της μπάντας από το East Kilbride.
Όλα πια ήταν πιο ηλεκτρικά κι ο ήχος (χωρίς να λείπουν οι γνωστές δαιμονισμένες κιθάρες) ήταν ποτισμένος απ΄την μετρονομική ψυχρότητα του drum machine. Eκεί, στο μαύρο "Barbed Wire Kisses", και το ψυχρό "Αutomatic", βρήκα δύο απ' τα αγαπημένα μου κομμάτια. Το αριστουργηματικό "Head" που έμοιαζε σαν ηχογραφημένος εφιάλτης και την ατμομηχανή που λεγόταν " Coast to Coast".
"On the road - under a sky - coast to coast" φώναζε ο Jim Reid σε κάποιο σημείο του κομματιού, και έφτιαχνες στο νου σου ιστορίες φυγής κι επικίνδυνων περιπλανήσεων στις άγνωστες εκτάσεις "εκεί έξω", μακριά απ' τα γκρίζα στενά της Αθήνας, την αιχμαλωσία της οικογένειας, του σχολείου, του φοβισμένου μικροαστισμού.
Το 1988, επί δημαρχίας Έβερτ, παραλίγο να τους δούμε σε μια συναυλία που διοργανώθηκε στην πλατεία του Οικονομίδη στο Πεδίο του Άρεως. Και λέω παραλίγο, γιατί οι κλασσικοί Ελληνάρες θερμοκέφαλοι (μάλλον ενθουσιάστηκαν που βγήκε στη σκηνή ο Johnny Lyndon, κι έπρεπε να το εκφράσουν) βάλανε φωτιά και κάψανε τη συναυλία. Προλάβαμε να δούμε βέβαια τους αγαπημένους Triffids - κάτι ήταν κι αυτό...
Δυο χρόνια μετά όμως ήρθαν και έπαιξαν στο θρυλικό "Ρόδον" (που απο το 2005, μετά από 18 χρόνια ζωής, μουσικής κι αναμνήσεων, είναι...σουπερμαρκετ). Παίξανε ελάχιστα. Οι περισσότεροι ξενερώσαμε. Ο William Reid ήταν με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Μετά από τόσα χρόνια καταλαβαίνω όμως πως δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι τους είδαμε έστω μια φορά από κοντά. Κυρίως, σημασία έχει πως μας χρωμάτισαν την εφηβεία, πως μας γέμισαν τα αυτιά και τα κεφάλια με τη ζωογόνα μουσική τους. Που, όπως, τραγούδαγε και ο Jim Reid στο 'Here Comes Alice", μας έκαναν να λέμε με ένα τεράστιο, συνωμοτικό χαμόγελο στον εαυτό μας:
"You've got nothing, but you're riding on a star".
σχόλια