ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΝΑ-ΛΑΛΙ ΤΣΙΛΙΔΟΥ
In Cuba, no problem! Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που ακούσαμε στην Αβάνα -από έναν οδηγό ταξί, ο καθένας είναι εν δυνάμει οδηγός ταξί στην Κούβα- και θα τις ακούγαμε πολλές φορές ακόμη.
Το να πάνε δυο φίλες, μόνες (το μόνες άλλοι το εννοούσαν χωρίς αγόρια και άλλοι χωρίς ταξιδιωτικό πρακτορείο), 21 χρονών, ένα μήνα στην Κούβα είναι ίσως ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα. Άσε που σε όποιον δεν μας γνωρίζει ίσως ακουστεί πολυτελές. Σε αντίθεση με τους περισσότερους επισκέπτες του νησιού (γκρουπ Καναδών, Γερμανών, Ιταλών κ.ο.κ, ηλικίας 35-65 ετών) για εμάς αυτό δεν ήταν Ένα Ακόμα Πακέτο Διακοπών, αλλά το αποτέλεσμα μακροχρόνιων αποταμιεύσεων και προσωπικής οργάνωσης.
"Anna, stop asking questions, stop trying to explain Cuba. Enjoy Cuba!"
Η Κούβα θεωρείται ακριβός προορισμός, όμως δεν είναι αν μένεις σε σπίτια Κουβανών και ζεις σε κάποιο βαθμό όπως αυτοί. Σε ένα μήνα κάναμε το γύρο του νησιού και ξοδέψαμε ίσως λιγότερα χρήματα από όσα οι παραπάνω τουρίστες σε 7-10 μέρες για κάποιο all inclusive resort.
Όσο για το timing, αυτή φαινόταν ως η τελευταία ευκαιρία να δούμε την Κούβα όπως την έχουμε στο μυαλό μας. Ο εκμοντερνισμός της χώρας άρχισε από το 2011 με τις μεταρρυθμίσεις του Ραούλ, ενώ η επίσκεψη του Ομπάμα που σηματοδοτεί κατά πολλούς το ολοκληρωτικό άνοιγμα της χώρας έγινε μόλις 10 ημέρες από την επιστροφή μας.
Για όσους αναρωτιούνται για την ασφάλεια, θα αναφέρω απλά πως έχω ζήσει στην Ελβετία και στην Δανία και χωρίς υπερβολή βρήκα την Κούβα εξίσου ασφαλή από όλες τις απόψεις, αν όχι περισσότερο. Ο τουρισμός αποτελεί μακράν την πρώτη πηγή εσόδων, και το κομουνιστικό καθεστώς φροντίζει οι τουρίστες να νιώθουν και να είναι ασφαλείς.
Πολλά από όσα είδαμε και ζήσαμε ξεπέρασαν τις προσδοκία μας. Είναι γνωστό πως η Κούβα δίνει την αίσθηση πως έχεις πάει πίσω στον χρόνο. Η έλλειψη διαφημίσεων και brands, τα αμάξια του ’50 (αν και τα περισσότερα είναι ερείπια, όλοι επιλέγουμε να θυμόμαστε τα λίγα πολύχρωμα καλοδιατηρημένα), η ηρεμία των κατοίκων που ξυπνάνε νωρίς για να κάνουν τους δουλείες τους διότι αρνούνται να βιαστούν και δεν γνωρίζουν τι θα πει άγχος, ο ρυθμός που διακρίνει την μουσική και το χορό είναι μερικά από τα πράγματα που κάνουν το νησί κυριολεκτικά μοναδικό.
Από τα φυσικά τοπία ξεχωρίζω το τροπικό δάσος και τον βυθό. Το παρθένο τροπικό δάσος είναι επιβλητικό, πλούσιο σε φυτά με κάθε είδους ιδιότητα (επιτέλους είδα καφεόδεντρα και κακαόδεντρο!). Οι καταδύσεις σε έναν από τους πιο ανέγγιχτους βυθούς της Καραϊβικής, με ζεστά και διαυγή νερά ήταν για μένα το highlight το ταξιδιού. Αυτή την ομορφιά δεν μπορώ να την περιγράψω εύκολα, προσπάθησα όμως να την αποτυπώσω σε εικόνες.
Όμως ο τρόπος που ταξιδεύαμε και η συναναστροφή μας με ντόπιους μας επέτρεψαν να δούμε και την άλλη πλευρά της Κούβας που πολλοί τουρίστες αγνοούν. Η φτώχεια είναι μεγαλύτερη από αυτή που περιμέναμε και σίγουρα μεγαλύτερη από αυτή που θέλει να παραδεχτεί το καθεστώς. Η ζωή τον Κουβανών διέπεται από ένα πλήθος κανόνων και νόμων που πρέπει να τηρούνται αυστηρά και αφορούν όλο το φάσμα της ζωής. Η έλλειψη υλικών αγαθών είναι τρομακτική, τόσο τρομακτική όσο η δύναμη της μαύρης αγοράς που έχει ανθήσει για να την αναπληρώσει.
Αυτό που με εξέπληξε όμως περισσότερο είναι η αίσθηση ανελευθερίας και καταπίεσης για την οποία δεν με προετοίμασαν ούτε οι ταξιδιωτικοί οδηγοί αλλά ούτε και λάτρεις του νησιού. Από την μία υπάρχει η καταπίεση που φαίνεται με γυμνό μάτι: Τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης CCTV σε μια χώρα που δεν έχει καλά καλά πόσιμο νερό, το δυσπρόσιτο και αυστηρά ελεγχόμενο ίντερνετ, η αδυναμία να βρεις το δίκιο σου όταν συναλλάσσεσαι με τις αρχές. Από την άλλη υπάρχει μια λιγότερο προφανής καταπίεση την οποία προσωπικά δεν έχω ξαναδεί δε τέτοιο βαθμό: είναι η καταπίεση που βιώνουν οι ταλαντούχοι άνθρωποι, ειδικά οι νέοι. Είναι οι άνθρωποι που νιώθεις πως αδυνατούν να εκφράσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του, που έχουν πολύ ενέργεια αλλά αδυνατούν να την διοχετεύουν δημιουργικά. Είμαι βέβαιη πως κάποιοι από τους Κουβανούς που γνώρισα θα ήταν πετυχημένοι επιχειρηματίες (καλλιτέχνες, ερευνητές κ.ο.κ) αν ζούσαν σε μια κοινωνία με μηχανισμούς ανέλιξης και αναγνώρισης.
“Ο νότος έχει περισσότερα κοινά με την Κούβα παρά με την κεντρική Ευρώπη” είπε ένας Ιταλός συνταξιδιώτης, σκεπτόμενους τους εξίσου φωνακλάδες με τους Κουβανούς ομοεθνείς του. Δεν νομίζω πως έχει δίκιο, αλλά κάποιες ομοιότητες με την Ελλάδα σίγουρα μου έκαναν εντύπωση. Και εμείς εκπαιδεύουμε δυσανάλογα πολλούς γιατρούς οι οποίοι μεταναστεύουν (αν και το δικό μας κράτος δεν παίρνει προμήθεια για αυτή την δραστηριότητα), και εμείς έχουμε παράλογα υψηλούς φόρους (και φοροδιαφεύγουμε όταν δεν φαίνεται να υπάρχουν κυρώσεις).
Υπάρχει βέβαια μια διαφορά που δεν είναι εύκολο να αγνοηθεί, και αυτή είναι οι περιορισμένες επιλογές στο φαγητό. Αν δε είσαι ταξιδιώτης on a budget, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Πρόκειται ίσως για το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα των συνεπειών που έχει το εμπάργκο σε συνδυασμό με την κεντρικά διαχειριζόμενη οικονομία. Από το 2011 η κατάσταση έχει βελτιωθεί, μιας και πλέον δεν είναι όλα τα εστιατόρια κρατικά, αλλά επιτρέπεται σε ιδιώτες να δημιουργήσουν τις δικές τους μικρές επιχειρήσεις εστίασης. Όποιο ταξιδιωτικό οδηγό και να ανοίξεις, θα διαβάσεις για μια γαστρονομική επανάσταση σε εξέλιξη. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο πιο άσχημα ήταν τα πράγματα πριν το 2011, πάντως ακόμα και τώρα η Κούβα φαίνεται να τρέφεται κατά βάση με ρύζι, κοτόπουλο και φασόλια. Τα λαχανικά ήταν δυσεύρετα, ενώ γαλακτοκομικά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα.
Από τότε που επέστρεψα παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον της εξελίξεις στο νησί. Όπως πιθανόν γνωρίζετε, την επίσκεψη του Ομπάμα ακολούθησαν οι ανακοινώσεις αρκετών αμερικάνικων πολυεθνικών για επενδύσεις και σχέδια ανάπτυξης στο νησί. Ομολογώ πως νιώθω κάπως αμήχανα παρακολουθώντας αυτές τις δηλώσεις. Προφανώς και οι εξελίξεις αυτές είναι για το καλύτερο και θα ωφελήσουν την χώρα περισσότερο από όσο οι πολιτικές του τελευταίου μισού αιώνα. Δεν είμαι σε θέση να κάνω πολιτική ή ιστορική ανάλυση του θέματος, θα ήθελα όμως να αναφέρω τα εξής: Οι περισσότεροι Κουβανοί ζουν από τον τουρισμό, χωρίς να έχουν κάποια επαγγελματική ειδίκευση, ενώ το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο του νησιού είναι η αίσθηση αυθεντικότητας που εμπναίει στον επισκέπτη. Προφανώς το βάρος της ευθύνης για τις επερχόμενες αλλαγές πέφτει στους οργανισμούς που θα δραστηριοποιηθούν στο νησί. Αυτοί πρέπει να διασφαλίσουν πως ακόμα και τα θεμιτά μέτρα θα εφαρμοστούν σταδιακά. Ελπίζω από την μεριά τους οι ντόπιοι να μην παρασυρθούν από τον εύλογο ενθουσιασμό και να μην αντιγράψουν άκριτα κάθε τι δυτικό που είναι για αυτούς νέο. Οι ευκαιρίες εύκολου κέρδους ήδη διαφαίνονται, αν όμως ακόμα και οι απλοί άνθρωποι δεν σκεφτούν νηφάλια για το μέλλον τους θα βγουν χαμένοι μακροπρόθεσμα.
Δεν πιστεύω λοιπόν πως “In Cuba, no problem”. Το ταξίδι σε αυτό το πανέμορφο νησί μου δημιούργησε πολλά ερωτήματα που με κάθε ευκαιρία προσπαθούσα να ξεδιαλύνω. Βέβαια τις τελευταίες μέρες του ταξιδιού κατάφερα να ακολουθήσω την συμβουλή ενός ξεναγού: “Anna, stop asking questions, stop trying to explain Cuba. Enjoy Cuba!”
*Αναδημοσίευση από το περιοδικό της MENSA