«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας» λέει ο Γιώργος Μπολάνος στο LIFO.gr. «Στα 18 μου χρόνια μετακόμισα στη Βοστώνη των ΗΠΑ για να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Αυτό συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκεί, ενώ σπούδαζα αρχιτεκτονική, άρχισα να περνάω χρόνο και να βγαίνω με διάφορους ανθρώπους, να πηγαίνω σε πάρτι και να ταξιδεύω σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο στην Νέα Υόρκη.
Ήταν η δεκαετία του 1980 και η ζωή και οι άνθρωποι ήταν αρκετά άγριοι και όλοι απολάμβαναν την ζωή στο έπακρον (πάρτι, ναρκωτικά και πάνω από όλα κλαμπς και ζωντανή μουσική). Έτυχε να δω και να συναντήσω τη νύχτα στη Βοστώνη και την Νέα Υόρκη από τον πολυτελή μέχρι και τον εντελώς ύποπτο κόσμο. Είχα έναν φίλο ο οποίος είχε μια Βρετανίδα κοπέλα και εκείνη έβγαινε έξω με πολλούς περιπετειώδεις γκέι ανθρώπους και ήταν τότε που εκτέθηκα στον ¨παράνομο¨ κόσμο τους. Δεν ήμουν γκέι και δεν φοβόμουν για αυτήν την νέα εμπειρία - κάπως έπρεπε να έχω πρόσβαση στον κόσμο τους. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους ήταν φίλοι με την Nan Goldin, φωτογράφο επίσης από τη Βοστώνη η οποία έγινε γνωστή για το έργο της λίγα χρόνια αργότερα στην Νέα Υόρκη. Μου αρέσει πραγματικά η δουλειά της Nan Goldin, οι φωτογραφίες της και η επαφή που είχε με τους ανθρώπους που φωτογράφιζε. Τότε ήταν που άρχισα να τραβάω περισσότερες φωτογραφίες και αισθάνθηκα αμέσως ερωτευμένος με την εικόνα.»
―Πώς ασχοληθήκατε πιο επαγγελματικά με τη φωτογραφία;
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποφάσισα πως η αρχιτεκτονική δεν ήταν για μένα σε αυτό το σημείο της ζωής μου, και έκανα αίτηση και πήρα υποτροφία για να σπουδάσω φωτογραφία, κινηματογράφο και βίντεο στη Σχολή του Μουσείου Καλών Τεχνών στη Βοστώνη, στην ίδια σχολή από την οποία η Nan Goldin και ο Phillip Di Corcia είχαν μόλις αποφοιτήσει. Εκεί είχα εξαιρετικούς μέντορες, τον Bill Burke στη φωτογραφία και τον Ray Wang στην παραγωγή ταινιών. Είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον φωτογράφο Robert Frank που ήταν επισκέπτης λέκτορας και είδα την ταινία του ¨Εγώ και ο αδελφός μου¨, μια φανταστική ταινία που αποτέλεσε έμπνευση για εμένα. Τότε ήταν που ήρθα σε επαφή με τους μπιτ, τον Jack Kerouak, τον Allen Ginsberg και τον William Burroughs. Ενώ βρισκόμουν στη σχολή ξεκίνησα στο τελευταίο έτος να γυρίζω ένα ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ 16mm που οποίο εστίαζε σε ακτιβιστές που είχαν ξεκινήσει ένα μικρό, παράνομο πρόγραμμα ανταλλαγής συριγγών σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν τη διάδοση του Aids μεταξύ του εθισμένου πληθυσμού. Το ντοκιμαντέρ εστιάζει σε συνεντεύξεις των ακτιβιστών και των εθισμένων και γυρίστηκε στην Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη το 1994-1995. Αποφοίτησα από τη σχολή το 1996.
Έκανα αίτηση και έγινα δεκτός για M.F.A πρόγραμμα στον κινηματογράφο από το τμήμα κινηματογράφου του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου στο Λος Άντζελες. Εκεί, έκανα μάστερ στην τέχνη του κινηματογράφου και συνεργασία στην παραγωγή ταινιών. Μετά την αποφοίτησή μου από το Ινστιτούτο άρχισα να συνεργάζομαι με δύο άλλους σκηνοθέτες, τον Γερμανό Jan Vogel, και τον Χιλιανό/ Σουηδό τον Rene Villar-Rios. Δημιουργήσαμε μία σκηνοθετική/ κινηματογραφική ομάδα και γυρίζαμε διαφημίσεις, μουσικά βίντεο και ντοκιμαντέρ στις ΗΠΑ και έπειτα στην Ευρώπη.
Επέστρεψα πίσω στην Ελλάδα το 2001, όπου ξεκίνησα να δουλεύω με τον Jan Vogel φτιάχνοντας τηλεοπτικές διαφημίσεις. Χάρη στην καριέρα μου στη διαφήμιση ταξίδεψα πολύ για συνεργασίες, ιδίως στην Ν. Αμερική, τη Χιλή, την Αργεντινή και τη Βραζιλία. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ταξιδιών αφιέρωνα μία εβδομάδα ή και παραπάνω στο να τραβάω φωτογραφίες. Η φωτογραφία με βοήθησε πραγματικά να έρθω κοντά με τους ανθρώπους στις χώρες που επισκέφθηκα και με βοήθησε να συνδεθώ περισσότερο με τον εσωτερικό εαυτό μου...
Πήγα στη λεωφόρο Συγγρού και στην Πλατεία Ομόνοιας πολύ. Φωτογράφισα δρόμους, δωμάτια ξενοδοχείων, αυτοκίνητα, αίθουσες, μαγαζιά καφέ, στριπτιτζάδικα.
―Πώς επιλέξατε τα μέρη και τα άτομα που φωτογραφίσατε;
Οι πόλεις στις οποίες επικεντρώνεται το πρότζεκτ μου είναι το Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή, η Αθήνα στην Ελλάδα και το Παρακουάρο στο Μεξικό.
Τα μέρη σε κάθε πόλη επιλέγονται μετά από μία μεγάλη βόλτα στην πόλη. Βρίσκω περιοχές που με προσελκύουν πραγματικά και που οι άνθρωποι που περπατάνε μοιάζουν ενδιαφέροντες, πρόθυμοι να φωτογραφηθούν και με κάποιο τρόπο με εμπνέουν σε ένα συναισθηματικό επίπεδο. Η διαδικασία είναι να κυκλοφορήσεις στην πόλη, να βρεις τα μέρη, τους ανθρώπους και αν δουλέψει τους φωτογραφίζω, διαφορετικά γυρνάω πίσω μέχρι να αποκτήσουμε μια σχέση και να με εμπιστευτούν να τους φωτογραφίσω.
Ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα παρακολούθησα ένα σεμινάριο με τον μεγάλο φωτογράφο Patrick Zacharman. Το σεμινάριο ονομαζόταν "Νυχτερινά φώτα, περιθωριοποιημένες ζωές". Την ίδια εβδομάδα άρχιζα να φωτογραφίζω στην Αθήνα ως συνέχεια της δουλειάς μου στην Ν. Αμερική. Έτσι ξεκίνησα να βγάζω φωτογραφίες στην Αθήνα για αυτό το πρότζεκτ για πολύ καιρό. Αργότερα δανείστηκα τον τίτλο του σεμιναρίου για το δικό μου έργο καθώς αισθάνθηκα ότι πραγματικά το αντιπροσωπεύει.
Πήγα στη λεωφόρο Συγγρού και στην Πλατεία Ομόνοιας πολύ. Φωτογράφισα δρόμους, δωμάτια ξενοδοχείων, αυτοκίνητα, αίθουσες, μαγαζιά καφέ, στριπτιτζάδικα.
Ένα χρόνο μετά με προσέλαβε μια φίλη μου Μεξικανή ηθοποιός/σκηνοθέτης, για να ταξιδέψω μαζί της στον τόπο γέννησης της και να γυρίσουμε ένα ντοκιμαντέρ για τη βία και την εγκληματικότητα ειδικά σε αυτήν τη μικρή πόλη στα νοτιοδυτικά του Μεξικό που ονομάζεται Παρακουάρο. Έκανα εκεί δύο ταξίδια, από δύο εβδομάδες το καθένα. Κινηματογραφήσαμε κατά τη διάρκεια της μέρας αλλά και μερικά βράδια και μάλιστα σε πολύ περίεργα και επικίνδυνα μέρη για να μιλήσουμε με διάφορους ανθρώπους.
Ήταν μια φανταστική εμπειρία το να βιώνεις ένα σωρό διαφορετικά συναισθήματα μέσα σε μία μέρα. Το μέρος θύμιζε καουμπόικη ταινία γουέστερν: Καυτός ήλιος, όλα καλά, αλλά υπογείως υπήρχε βία, ναρκωτικά και εγκληματικότητα. Έβγαλα πολλά βίντεο και φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της μέρας. Τις νύχτες έπαιρνα τη φωτογραφική μου μηχανή και φωτογράφιζα χορεύτριες σε στριπτιτζάδικα, μεθυσμένους στους δρόμους, εκδιδόμενες και τραβεστί. Και πάλι τα μέρη που επέλεξα ήταν τυχαία.
Το μέρος [στο Μεξικό] θύμιζε καουμπόικη ταινία γουέστερν: Καυτός ήλιος, όλα καλά, αλλά υπογείως υπήρχε βία, ναρκωτικά και εγκληματικότητα.
―Τι μάθατε μέσα απ' τη διαδικασία του πρότζεκτ;
Κατά τη διάρκεια αυτού του εγχειρήματος έμαθα πολλά για τον εαυτό μου και κυρίως να ακολουθώ και να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Έμαθα πώς να πλησιάζω αποτελεσματικά ανθρώπους, να ακούω τις ιστορίες τους και και να γίνομαι μέρος του κόσμου τους προκειμένου να τους καταλάβω - και στη συνέχεια να καταλαβαίνω εμένα. Αισθάνομαι ευγνώμων στην τέχνη της φωτογραφίας γιατί με βοήθησε να αισθάνομαι ψυχική ολοκλήρωση κάποιες φορές, ενώ άλλες το αντίθετο, ψυχολογικά κενός.
―Ήταν δύσκολο να πείθετε τους εικονιζόμενους/εικονιζόμενες να ποζάρουν;
Συνήθως περπατάω τριγύρω και πρώτα παρατηρώ ο,τι εκτυλίσσεται μπροστά μου. Μετά, ακολουθώ το ένστικτό μου και πλησιάζω ανθρώπους και τους ρωτώ αν θέλουν να τους φωτογραφίσω. Δεν είναι πάντα εύκολο. Κάποιοι από αυτούς μου ζητούν χρήματα καθώς αυτό κάνουν για να βγάλουν τα προς το ζην και υπήρξαν φορές που πλήρωσα 15 και 20 ευρώ. Συνήθως τους φωτογραφίζω στον χώρο εργασίας τους ή φωτογραφίζω τους πελάτες τους. Δεν είναι προσχεδιασμένο, όλα συμβαίνουν επί τόπου.
―Υπήρξε κάποια δυσάρεστη ή επικίνδυνη στιγμή;
Υπήρξαν κάποιες στιγμές μου ένιωσα ότι η ζωή μου βρίσκεται σε κίνδυνο. Η μία φορά ήταν στο Μεξικό. Ήμουν με την Μεξικανή φίλη μου σε ένα στριπτιτζάδικο έξω από την πόλη προκειμένου να πάρω συνέντευξη από τον ιδιοκτήτη του. Μας άφησε να πάμε στο γραφείο του και τον τράβηξα και αφού τελειώσαμε τον ρώτησα εάν μπορώ να φωτογραφήσω κάποιο από τα κορίτσια που δούλευαν εκεί. Είπε πως μπορώ αλλά θα πρέπει να την πληρώσω και να κάνω σεξ μαζί της. Αποφασίσαμε να τον πληρώσουμε και μας έβαλαν και τους τρεις σε ένα αυτοκίνητο. Οδηγούσε ένας οδηγός για 20 λεπτά τη νύχτα και καταλήξαμε σε έναν ξενώνα στη μέση πουθενά. Νομίζαμε πως ήθελαν να μας σκοτώσουν ή απλά να μας ληστέψουν. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και μου επιτράπηκε μόνο να πάρω το κορίτσι σε ένα από τα δωμάτια, και υποκρινόμενος ότι επρόκειτο να κάνουμε σεξ και κατάφερα να της κάνω κάποιες ερωτήσεις, να τη φωτογραφήσω και κυρίως να ακούσω την ιστορία της. Προσελήφθει από τον ιδιοκτήτη του στριπτιτζάδικου όταν ήταν 15 χρονών και δούλευε εκεί για 4 χρόνια.
Η δεύτερη φορά που αισθάνθηκα πολύ περίεργα ήταν στο κέντρο της Αθήνας κοντά στην Ομόνοια σε ένα μικρό μοτέλ όπου επρόκειτο να φωτογραφήσω ένα τραβεστί από τη Βουλγαρία. Μου ζήτησε χρήματα και έδωσα 15 ευρώ. Το φωτογράφησα στο διάδρομο ενός ξενώνα και μετά μου εμφανίστηκε πολύ επιθετικό, ζητώντας χρήματα και με κοίταζε με πολύ άγριο ύφος. Του ζήτησα να χαλαρώσει και να ξαπλώσει στο κρεβάτι στο δωμάτιο και να με αφήσει να το φωτογραφήσω. Μόλις το έκανε, γύρισα και βγήκα βιαστικά έξω από το δωμάτιο και έτρεξα στους δρόμους...
σχόλια