Σαν έμαθα πωςεπανεκδόθηκαν τα Ροκ Ημερολόγια – σημείο αναφοράς για το ελληνικό underground και ειδικά την πανκ ροκ σκηνή της δεκαετίας του '80 -, έσπευσα αμέσως να αναζητήσω τον δημιουργό τους που αμυδρά θυμόμουν από εκείνα τα χρόνια και που έκτοτε τον είχα χάσει. Βασικά όλος σχεδόν ο κόσμος τον είχε χάσει, εφόσον λίγο καιρό μετά την έκδοσή τους κάτι κάποιες ανειλημμένες υποχρεώσεις, κάτι οι όχι σπάνιες «αυτιστικές» του τάσεις γίνανε αιτία να αποσυρθεί από το προσκήνιο, στο οποίο άρχισε «δειλά» να επιστρέφει τον τελευταίο καιρό. Αφορμή είναι βέβαια η εν λόγω επανακυκλοφορία, για την πραγματοποίηση της οποίας χρειάστηκε να επιμείνουν πολύ τόσο ο εκδότης Δημήτρης Αργυρόπουλος (Στο Περιθώριο), όσο και κάποιοι καλοί «φίλοι από τα παλιά». Όχι γιατί είναι «στριμμένος» ή σνομπ αλλά επειδή λειτουργεί αυτόνομα, με εντελώς δικούς του κανόνες, αδιαφορώντας τόσο για τη δημοσιότητα και τις δημόσιες σχέσεις όσο και για τους κανόνες του μάρκετινγκ. «Εγώ θα έπρεπε να σου πάρω συνέντευξη ώστε να μάθω γιατί επιδίωξες να σου μιλήσω!», μου έκανε αστειευόμενος μόλις βρεθήκαμε, βγάζοντας κιόλας δύο μαγνητοφωνάκια προκειμένου να καταγράψει, με τη σειρά του, όλη τη στιχομυθία μας – «είμαι λάτρης της μαγνητοφώνησης από τότε που έσκασε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ!», μου εκμυστηρεύεται σχεδόν συνωμοτικά. Ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει, λέει, πόσο επιδραστικό ήταν εκείνο το «μυθιστόρημα», όπως προτιμά να αποκαλεί τα Ροκ Ημερολόγια, παρά τις κάποιες του ατέλειες και πόσος κόσμος - άνθρωποι εκείνης της γενιάς μα και νεότεροι - το αναζητούσε έκτοτε. Και μολονότι τα χαρακτηριστικά μακριά μαύρα μαλλιά του αραίωσαν και γκρίζαραν όλα αυτά τα χρόνια, η γοητεία της νεότητάς του δεν εξατμίστηκε γιατί είναι από εκείνους τους ανθρώπους που κατορθώνουν να τη διατηρούν στο μέσα τους.
Παραμένει δε τετραπέρατος, διεισδυτικός, πείσμων και τελειομανής! Στην κουβέντα που ακολούθησε εξήγησε πώς βρέθηκε από τον κύκλο του Τσαρούχη στους πανκ των Εξαρχείων (αλλά και το σημείο επαφής που διέκρινε μεταξύ των δύο αυτών φαινομενικά αντίθετων «πόλων»), ξεκαθάρισε τη δική του «ειδική» σχέση με τη ροκ, η οποία υπήρξε περισσότερο ιδεολογικής και υπαρξιακής παρά μουσικής φύσεως, μιλήσαμε για πολιτική, τέχνη (το εμπόριο της οποίας είναι μια ελάχιστα γνωστή και... αντιπαθής στον ίδιο δραστηριότητά του), μαζική κουλτούρα, αντικουλτούρα, για τον Donovan, τον Βύρωνα, τον Παπαδιαμάντη, τη νεολαία που σήμερα πια «δεν θέλει να την κολακέψει αλλά να την επικρίνει», για τα κείμενα, τις φωτογραφίες και τις ηχογραφήσεις που έχει συσσωρεύσει και που σταδιακά σκέφτεται να βγάλει «προς τα έξω». Εντυπωσιακό είναι και το οικογενειακό του ιστορικό, που χρονολογείται πριν από το 1821. «Ξέρεις, την πάτησα με τα Ημερολόγια... ενώ νόμιζα ότι χρησιμοποιώ τους πανκ και τα φρικιά σαν μέσο, σαν καμβά για να ζωγραφίσω τις ιδέες μου, τελικά με χρησιμοποίησαν αυτοί για να μπουν στην ιστορία!», μου μήνυσε καθώς χωρίζαμε.
Ο αείμνηστος φίλος Φώτης Καλλίας μου είχε πει ότι πάσχω από «παρανοϊκή παρατηρητικότητα»!. Από παλιά παρατηρούσα μανιωδώς πώς ντύνονται, πώς μιλάνε, πώς κινούνται οι νέοι και κατέγραφα. Ενστικτωδώς ακολούθησα τη συνταγή του Παπαδιαμάντη.
—Πώς προέκυψαν τα Ροκ Ημερολόγια; Ήταν μια ιστορική καταγραφή, μια κριτική προσέγγιση, μια βιωματική μαρτυρία ή τι;
Δεν είμαι ιστοριογράφος. Θα ήθελα πάντως να είμαι κριτικός. Το έχω επιχειρήσει πολλές φορές. Δεν είχα, ξέρεις, την πρόθεση να καταγράψω την ιστορική φάση της περιόδου 1982-85, όταν το ελληνικό ροκ και η ελληνική νεολαία βίωνε έναν παροξυσμό με συναυλίες και νεοφανή γκρουπάκια. Ήθελα βασικά να μετουσιώσω σε τέχνη διά της φωτογραφίας τις εικόνες που κατέγραφα και τις φάσεις που κατέγραφα, διά του λόγου. Για μένα, τα Ροκ Ημερολόγια είναι ένα μυθιστόρημα με έναν αστερίσκο στο τέλος, που λέει ότι τα πρόσωπα και τα γεγονότα του βιβλίου είναι όλα αληθινά. Δεν ανέτρεξα σε βιβλιογραφία ούτε σε επιστημονικές μεθόδους της Κοινωνιολογίας. Ήταν μια αντικοινωνιολογία βασισμένη στο βίωμα, την εμπειρία και την παρατήρηση.
—Έχετε από παλιά τη φήμη του οξυδερκούς παρατηρητή.
Ο αείμνηστος φίλος Φώτης Καλλίας μου είχε πει ότι πάσχω από «παρανοϊκή παρατηρητικότητα»!. Από παλιά παρατηρούσα μανιωδώς πώς ντύνονται, πώς μιλάνε, πώς κινούνται οι νέοι και κατέγραφα. Ενστικτωδώς ακολούθησα τη συνταγή του Παπαδιαμάντη. Ο Τσαρούχης έλεγε ότι η μαγεία του Παπαδιαμάντη οφείλεται σε δύο πράγματα: από τη μια η γλώσσα, γοητευτική, εξωπραγματική, μεταβυζαντινής μανιέρας κι από την άλλη ο ρεαλισμός του «μαγνητοφώνου», όπου τα πρόσωπα μιλάνε τη δική τους ντοπιολαλιά. Το μαγνητόφωνο, που με είχε κερδίσει ίσως και πριν από το Γουότεργκεϊτ – είμαι μανιώδης χρήστης του - είναι αυτό που διέσωσε τις προφορικές μαρτυρίες των παιδιών. Βλέποντας τελευταία στην τηλεόραση την σπονδυλωτή ταινία του 1953 L' Amore in Citta, με εκκολαπτόμενα όλα τα μετέπειτα μεγάλα ονόματα του ιταλικού κινηματογράφου, ένιωσα ένα ρίγος. Είπα αυτή είναι η πατρίδα μου, αυτές οι ρίζες μου: ο ιταλικός νεορεαλισμός! Δεν ξέρω αν στα Ροκ Ημερολόγια μπορεί να διακρίνει κανείς αυτή την καταβολή. Ξέρω ωστόσο ότι είναι εμφανής σε ένα άλλο βιβλίο μου που δεν έχει εκδοθεί ακόμα και το οποίο θα περιλαμβάνει τις φωτογραφίες δρόμου που τράβηξα στην Αθήνα μεταξύ 1973-76, συνοδευόμενες με πνευματώδη σχόλια του Γιάννη Τσαρούχη.
—Θαρρώ ότι εκτός από μυθιστόρημα, τα Ροκ Ημερολόγια είναι και κάτι σαν ιδεολογικό σας μανιφέστο.
Ακριβώς διότι εκεί μεταξύ άλλων τίθενται ακροθιγώς σημαντικά θέματα όπως η παγκοσμιοποίηση (πριν καθιερωθεί ο όρος), η αποανάπτυξη (που τότε αναφέρω με τον δικό μου όρο «αντιανάπτυξη»), η εξήγηση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα, που είχε ξεκινήσει τότε και γιγαντώνεται σήμερα και η λανθασμένη, λαϊκίστικη προσπάθεια αναβίωσης της λαϊκής παράδοσης. Βέβαια κανείς δεν στάθηκε στο ιδεολογικό περιεχόμενο του βιβλίου, ούτε καν οι αντιφρονούντες. Όλοι ενθουσιάστηκαν από το στοιχείο της ιστορικής καταγραφής του πανκ και νιου γουέιβ κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του '80 στην Ελλάδα - «έπιασες την ανάσα μια εποχής», μου έλεγε ο Μανώλης Νταλούκας. Ενώ όμως νόμιζα ότι χρησιμοποιώ τους πανκ και τα φρικιά σαν μέσο, σαν καμβά για να ζωγραφίσω τις ιδέες μου, τελικά με χρησιμοποίησαν αυτοί για να μπουν στην ιστορία!
—Σας διακατέχει καθόλου το «μικρόβιο» της πολιτικής; Το λέω επειδή κατάγεστε από παλιά οικογένεια πολιτικών...
Η μακρινή καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Λεγόμασταν τότε Δημητρακόπουλοι και η μάνα του Κολοκοτρώνη, η Ζαμπία-Ελισάβετ Κωτσάκη, ήταν συγγενής μας. Όταν ο Ιμπραήμ αλώνιζε στην Πελοπόννησο, ο προπάππος μου Βασίλης Δημητρακόπουλος ήταν από αυτούς που με εντολή του Κολοκοτρώνη απειλούσαν με φωτιά και τσεκούρι όσους προσκυνούσαν. Επιστράτευαν αμάχους διά της βίας, έτσι λοιπόν τον είπανε «Τούρκο» που μαζί με το μικρό του όνομα έγινε Τουρκοβασίλης! Ο αδελφός του προπάππου, ο Γεώργιος Δημητρακόπουλος, διαχειριζόταν το ταμείο της Επανάστασης ώσπου σκοτώθηκε στη μάχη των Τρικόρφων τον Ιούνιο του 1825. Ο θείος μου ο Θόδωρος καθιέρωσε αυτό το επώνυμο που εμένα μικρός δεν μου άρεσε καθόλου κι ήθελα να το αλλάξω! Είχα θείο υπουργό, πατέρα βουλευτή. Πίεζαν κάποτε κι εμένα να ασχοληθώ, όμως όχι, αυτού του είδους η πολιτική δεν με ενδιέφερε καθόλου. Ήμουν επίσης εναντίον της κατεστημένης πανεπιστημιακής κουλτούρας. Ένιωσα έτσι τη χαρά της αποδόμησης της οικογενειακής κληρονομιάς και της οικοδόμησης μιας ξεχωριστής, αυτόνομης προσωπικότητας. Τα δικά μου πιστεύω επηρέασε πολύ η σκέψη του Καζαντζάκη, του Μαρκούζε, του Σαρτρ... Είχα παρακολουθήσει στο Παρίσι κι ένα μάθημα του Λακάν, που τον μιμούμουν κιόλα στον τρόπο ομιλίας του διασκεδάζοντας τους φίλους μου. Όμως, ξέρεις τι; Ελάχιστα τους έχω διαβάσει. Τους «τσιμπολογούσα» περισσότερο για να πάρω αφορμή για πρωτογενείς σκέψεις δικές μου, που προτιμώ να επεξεργάζομαι ανεπηρέαστος.
—Πότε πρωτοήρθατε σε επαφή με τη ροκ;
Είμαι «παιδί των 60's». Τα πρώτα μου ακούσματα ήταν γύρω στο 1956, όταν στα πάρτι της μεγαλύτερης αδερφής μου ανατρίχιαζα με το Rock Around the Clock και το Tutti Frutti. Ο Bill Haley, «γέρος» εκείνη την εποχή, είχε καταφέρει αυτό που ήθελε, να δημιουργήσει έναν ρυθμό που θα στόχευε στην καρδιά των νέων και θα τους ξεσήκωνε. Το ροκ είχε από τότε τα πάνω και τα κάτω του. Σήμερα λένε ότι δεν υπάρχει. Το είπε κι ο Γιάννης Πετρίδης στην ταινία του 2009 Once in a Lifetime. Σαν μουσική, φυσικά, είναι υπαρκτή – δεν ξέρω αν υπάρχει σαν διάθεση ή σαν τρόπος ζωής που δεν συμμορφώνεται αλλ' αντιτίθεται στα καθιερωμένα, σ' αυτά που υπαγορεύει το σύστημα αλλά και το αντισύστημα. Κατ' εμέ το ροκ άκμασε σε δύο διαφορετικές εποχές, οπότε πολιτικοποιήθηκε κι απέκτησε ιδεολογικό περιεχόμενο: Στα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν συνδυάστηκε με κινήματα αντιπολεμικά, αντικαταναλωτικά, οικολογικά και υπαρξιακά, με κορυφαίο το κίνημα των χίπις. Και αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του '70-αρχές '80 όταν ανανεώθηκε με την ανάδυση ενός νέου κινήματος, του πανκ, που έφερε τα δικά του πολιτικά και υπαρξιακά μηνύματα. Από κει και πέρα, όλα είναι εμπόριο και κατανάλωση. Δεν είμαι καλός καταναλωτής μουσικής. Δεν θα με βλέπατε ποτέ να κυκλοφορώ με ακουστικά στα αφτιά. Ίσως γιατί είμαι μουσικός σε λανθάνουσα μορφή και προτιμώ να ακούω τη δική μου εσωτερική μουσική, όχι του ενός και του άλλου!
—Υπήρξατε τον καιρό εκείνο «παιδί των λουλουδιών»;
Πιστεύω ότι ναι, ήμουν χίπης, αλλά θεωρητικά – δεν θα μπορούσα να ζήσω ούτε σε σπηλιές στα Μάταλα, ούτε σε κοινόβιο. Στη δεκαετία του '60 άκουγα Beatles, Rolling Stones, Kinks και Pink Floyd. Είχα βγάλει κιόλα εισιτήριο για τη συναυλία των Stones στη Λεωφόρο το ΄67 αλλά δεν πήγα, χολωμένος που είχα χάσει τη φωτογραφική μηχανή μου! Μάλιστα, το εισιτήριο εκείνο το πούλησα πρόσφατα σε κάποιον συλλέκτη που ενδιαφερόταν. Λάτρευα επίσης τον ρομαντικό Donovan, συνέβη μάλιστα να τον γνωρίσω όλως τυχαία. Καλοκαίρι του '68, έξω από την πλαζ της Βουλιαγμένης καθόταν μόνος σε ένα ταβερνάκι - είχε έμαθα έρθει Αθήνα για κάποιον γάμο. Πλησίασα, κάθισα δίπλα του κι άρχισα να του κάνω ερωτήσεις. Κατάλαβα από τη συζήτησή μας ότι ο Donovan των ρομαντικών, ψυχεδελικών τραγουδιών ήταν ένας πανέξυπνος, ρεαλιστής και πολύ προσγειωμένος νέος. Αρχές της δεκαετίας του '70, τα τελευταία μου ακούσματα είναι Led Zeppelin και Canned Heat. Και μετά, στοπ!
—Έτσι ξαφνικά; Τι συνέβη;
Άλλαξαν οι συντροφιές, οι κύκλοι και οι ασχολίες μου. Μεταξύ 1971-76 είμαι στον κύκλο σπουδαίων δημιουργών όπως ο Τσαρούχης, η Lila De Nobili και οι συνεργάτες τους, ο Emilio Carcano, η Χλόη Obolenski, η αείμνηστη Μαρίνα Αθανασίου, η φίλη μου. Εδώ δεν υπάρχει κουλτούρα για ποπ και ροκ αλλά για όπερα, Κάλλας, Τσιτσάνη και Σωτηρία Μπέλλου. Για αρχαία, βυζαντινή κι αναγεννησιακή ζωγραφική, για ελληνική λαϊκή παράδοση και ζεϊμπέκικο. Έτσι κι αλλιώς σαν μουσική ξεκομμένη από τον τρόπο ζωής, όπως είχε εξελιχθεί τη δεκαετία του '70, το ροκ δεν με ενδιέφερε. Τι να το κάνω να ακούς ροκ και να είσαι μικροαστός. Μολονότι όμως οι άνθρωποι που προανέφερα, η παρέα αυτή στο Παρίσι των 70's δεν άκουγαν ροκ, υλοποιούσαν ωστόσο στη ζωή τους την ουσία του! Η Lila De Nobili π.χ. ήταν ένα είδος χίπισσας. Εγκατέλειψε τη διάσημη καριέρα της με Τζεφιρέλι και Βισκόντι ως σκηνογράφος στη Σκάλα του Μιλάνου και γύρναγε με ένα απλό ρούχο κι ένα καλαθάκι γεμάτο υλικά ζωγραφικής. Ζωγράφιζε στον δρόμο ό,τι της άρεσε, γρήγορη σαν ρεπόρτερ και στο ατελιέ της τα παιδάκια που της πήγαιναν οι γονείς τους. Ενδεικτικό είναι το εξής περιστατικό: Ένα βράδυ ο Τσαρούχης κι η Lila θέλησαν να μπουν σε ένα κυριλέ παρισινό καφέ κι ο ιδιοκτήτης τούς πέταξε έξω, περνώντας τους από το ντύσιμό τους για άστεγους, κλοσάρ! Ο Τσαρούχης μάλιστα υποστήριζε ενθουσιωδώς τη χορτοφαγία, αν κι έτρωγε μερικές φορές κρέας «στα κρυφά».
—Και πώς ξαναπιάσατε το «νήμα»;
Δυναμωμένος από τις θεωρίες του Μαρκούζε που έγινε, δίχως να το επιδιώξει, «γκουρού» των χίπις, με βιβλία που είχε γράψει στο Μπέρκλεϊ μια δεκαετία πριν, κι από τα σοφά λόγια των μοναδικών δασκάλων που γνώρισα εν ζωή, του Τσαρούχη και της De Nobili, που απηχούσαν τα πρόσφατα ιδεολογικά ρεύματα του Μάη του '68 και της οικολογίας, επιστρέφω στην Αθήνα τον Αύγουστο του '76 και βρίσκομαι σε φάση-αφασία προσπαθώντας να γίνω επαγγελματίας φωτογράφος, μέχρι που το '77 συναντάω τον Ηλία Λεκοδημήτρη έξω από το καφενείο του Οικονόμου στην Αλεξάνδρας όπου σύχναζε με τα φρικιά της παρέας του. Ο Ηλίας ήταν που με μύησε ξανά στη ροκ. Είναι απίστευτο αλλά δεν γνώριζα καν τους Doors. Πήγαμε μαζί στη συναυλία των Police στον Σπόρτινγκ το '80 αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να φωτογραφήσω τον Sting γιατί μου χάλασε το φλας, νευρίασα, σηκώθηκα κι έφυγα! Ήμουν έτοιμος λοιπόν να χωθώ στους κύκλους των φρικιών και των πανκ σαν ξεκινούσα τα Ημερολόγια το καλοκαίρι του '82. Είδα στα παιδιά αυτά την αναβίωση του παλιού μου εαυτού που νόμιζα ότι είχα προδώσει και γι΄αυτό «στρατεύτηκα», να τους δώσω φωνή και αξία.
—Κάποιοι σας χαρακτήρισαν άσχετο, «αλεξιπτωτιστή» και υπέρ του δέοντος ρομαντικό.
Πράγματι, δεν είχα γνώση τού τι έγινε στην Ελλάδα τη δεκαετία του '70 και δυστυχώς αγνόησα τους παλιούς ροκάδες, τα μεγάλα ονόματα, τον Πουλικάκο και τον Σιδηρόπουλο. Επικεντρώθηκα στην πρωτογενή δύναμη της νέας γενιάς. Δέχομαι ότι με είχε καταλάβει ρομαντική διάθεση. Ο πόθος της νεότητας; Ίσως. Κι εγώ νέος ήμουν, 38 χρονών. Νέος που ωστόσο δεν υπήρξα ποτέ «νέος», που δεν έπαιζα με τα άλλα παιδιά, που από παιδί γύρναγα σαν τη νυχτοπεταλούδα γύρω από το εκτυφλωτικό φως μιας λάμπας, της Φιλοσοφίας και της Αισθητικής, με κίνδυνο να καώ. Ακόμα και τον αθλητισμό απεχθανόμουν, ειδικά τον επαγγελματικό. Γιατί να μοχθήσει κάποιος να σπάσει τα ρεκόρ, να τρέξει ταχύτερα, να πηδήξει ψηλότερα; Το θεωρούσα ανόητο! Ένας πάντως ήταν ο Μεγάλος Ρομαντικός: ο λόρδος Βύρωνας. Τι δουλειά είχε αυτός, ένας ευγενής, καλοαναθρεμμένος Εγγλέζος ποιητής, ένας άσχετος με τον πόλεμο, να πάει να πολεμήσει κοντά σε χωριάτες επαναστατημένους Έλληνες στο Μεσολόγγι; Ο πόθος της νεότητας, ο πόθος της ουτοπίας; Ρομαντισμός είναι πάντως αυτό ακριβώς, το φλερτ με την ουτοπία.
—Είπαν ακόμα ότι «ωραιοποιήσατε» πράγματα και καταστάσεις.
Όχι δεν σκόπευα να ωραιοποιήσω, ούτε να ηρωοποιήσω τους νέους και ειδικά τους πανκ και τους χούλιγκαν, τους οποίους περισσότερο έβλεπα σαν «εκδίκηση» στην εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου. Σίγουρα υπήρχαν πανκ ψωνισμένοι, υποκριτές, μιμητές του στιλ που άλλα έκαναν στην καθημερινή τους ζωή, καθώς και χούλιγκαν ανεγκέφαλοι. Υπήρχαν όμως και καλά παιδιά. Αυτούς είχα στο μυαλό μου. Παιδιά που γνώρισα προσωπικά, που επέλεξαν να είναι ο εαυτός τους και όχι η προσομοίωση του εαυτού τους. Που συνέχισαν και στο μέλλον να πιστεύουν τα ίδια πράγματα, που δεν μεταλλάχτηκαν όσο κι αν προσαρμόστηκαν στη ζωή και που ακόμα και τώρα διατηρώ επαφή και φιλία μαζί τους. Συνέβησαν βέβαια κι άλλα πράγματα μετά το '85 όταν εγώ, επιστρέφοντας στον «αυτισμό» μου αλλά κι απορροφημένος από προσωπικά προβλήματα – χρειάστηκε επιπλέον να εργαστώ ακόμα πιο σκληρά για να φροντίσω φιλική μου οικογένεια που βρισκόταν σε ανάγκη -, έπαψα να τα παρακολουθώ. Τα μαθαίνω σήμερα από τα βιβλία του Γιάννη Κολοβού και του Νίκου Σούζα. Μαθαίνω επίσης πως στα αυτόνομα στέκια της νεολαίας, όπως με βεβαίωσε ο Δημήτρης Βασιλειάδης, κυκλοφορούσαν ιδέες που με στοίχειωναν από παλιά. Όπως η ιδέα που με ακυρώνει ως έμπορο τέχνης, ότι δηλαδή η τέχνη θα έπρεπε να είναι εκτός εμπορίου και να χαρίζεται – κι ο ίδιος άλλωστε δεν θα ήθελα να αποχωριστώ κάποιο δημιούργημά μου, παρά μόνο ίσως για να το προσφέρω κάπου που θα το εκτιμήσουν.
—Με την ψηφιακή τεχνολογία ασχολείστε;
Μόνο όσο αφορά τη φωτογραφία. Μισώ το Διαδίκτυο, παρότι με έχει προβάλει! Και φυσικά δεν ασχολούμαι καθόλου με φέισμπουκ, τουίτερ και τα σχετικά. Γενικά αποφεύγω οτιδήποτε μαζικό, από τη μόδα μέχρι τις μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις, τις μεγάλες αθλητικές συναντήσεις όπως ο Μαραθώνιος της Αθήνας, τις γιγαντιαίες συναυλίες – γιατί ενέχουν πιστεύω ένα στοιχείο φασίζον κι ας μην σχετίζονται με τη συγκεκριμένη ιδεολογία.
—Τους σημερινούς νέους, πώς τους βλέπετε;
Σήμερα ζούμε την εποχή της Μεγάλης Παρακμής. Σήμερα όχι απλώς δεν θέλω να κολακέψω τους νέους αλλά να τους επικρίνω. Όλα βέβαια ξεκινούν από τους γονείς. Κακομαθημένοι γονείς, κακομαθημένα παιδιά που θεωρούν τα υλικά αγαθά γύρω τους προαιώνια, αυθύπαρκτα και αυτονόητα. Παιδιά που δεν γνωρίζουν το κόστος των υλικών πραγμάτων, δεν θέλουν να μάθουν τι εργασία και τι μόχθο κατέβαλαν κάποιοι για να παραχθούν αυτά τα αγαθά και διεκδικούν να τα αποκτήσουν σαν να τα δικαιούνται, σαν να τους τα οφείλει η ανθρωπότητα. Που σκορπάνε την κληρονομιά τους αυτή σαν τον τρελό που κληρονόμησε ένα σακούλι χρυσές λίρες και τις εκσφενδονίζει στη θάλασσα παίζοντας πεταλάκια σαν να 'ναι βότσαλα. Παιδιά που ξοδεύουν τις δυνάμεις τους χωρίς λόγο, χωρίς σύνεση, υπακούοντας σαν μαριονέτες στο χέρι που τα κινεί πίσω από τη σκηνή του κουκλοθέατρου, είτε είναι αυτό το «χέρι» μόδα, είτε προπαγάνδα, είτε πλύση εγκεφάλου από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά ας αφήσουμε αυτά τα δυσάρεστα που είναι η σκοτεινή πλευρά της ουτοπίας για κάποιο επόμενο βιβλίο!