Μιλώ σε πένθος βαρύ συνοπτικά για κείνον μια μέρα πριν τον ενταφιάσουν, ενώ απ’ τον πάτο της μνήμης μου τινάζονται κομμάτια σπαρταριστής ζωής. Ζωής ιδιωτικής, αβάσταχτα παράφορης και ζωής κοινής, μαζί ή δίπλα σε άλλους, σε πολλούς άλλους, τα χρόνια τα φοιτητικά, τα πολύ νεανικά μας, αμέσως μετά την δικτατορία, όταν στην αναζήτηση της ταυτότητάς μας, κερδίσαμε, οι πιο τυχεροί, και κυρίως οι πιο τολμηροί, μοναδικές, πρωτόγνωρες εμπειρίες στον χώρο των ιδεολογικών ζυμώσεων, στις πολυπληθείς γλεντζέδικες παρέες, στα άγνωστα ακόμη πελάγη του έρωτα. Η Θεσσαλονίκη με τις παλιές, γερές παραδόσεις στους δημοκρατικούς αγώνες και τον δημοτικισμό, με μπροστάρη το Πανεπιστήμιο, όπου πρωτοστατούσαν ανεπανάληπτες πνευματικές φυσιογνωμίες, άφηνε πίσω την Αθήνα και γινόταν, η φοιτητούπολη που κύρηττε την ανάγκη για ουσιαστική πρόοδο και αφύπνιση της χώρας απ’ τον λήθαργο της χούντας. Κρίμα που η πόλη μας σύντομα ξαναγύρισε στα γνωστά μεσαιωνικά φλερτ μετά το’ 90 που την πήγαν τόσο πίσω. Και που τόσο ακριβά το πληρώσαμε. Η Φιλοσοφική σχολή ένα βήμα τότε πιο μπροστά, με Ανδρόνικο, Γ. Π. Σαββίδη, Χουρμουζιάδη, Άλκη Κυριακίδου, Φατούρου, Σηφάκη, Μάριο Βίττι και τόσους σπουδαίους άλλους και προπαντός την ιδιάζουσα, δεσπόζουσα, συνταρακτική και σκανδαλιστική παρουσία εκείνου.
Ήταν γνήσιο τέκνο της Θεσσαλονίκης, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, παιδί του προλεταριάτου, ζυμωμένο με την ανέχεια, αυτοδημιούργητος, έζησε τις τελευταίες δεκαετίες στην πρωτεύουσα μα δεν «αθηναιοποιήθηκε», όπως άλλοι. Σ' όλη τη ζωή του αριστερός, της δικής του όμως φτιαξιάς.
Μυθοποιημένος ήδη λόγω της υποδειγματικής για πανεπιστημιακό αντιστασιακής του δράσης και των διώξεων που είχε υποστεί, αφοπλιστικά γοητευτικός, ακαταμάχητος ρήτορας, με μια σπαρταριστή ιδιοφυία και χιούμορ σαρκαστικό, ένας υπέρλαμπρος πνευματικός αστήρ που ποθούσε κατά βάθος να’ ναι μόνο ποιητής, κουβαλώντας βαριούς νταλγκάδες, ανάμεσά τους και το πρόβλημα του σακατεμένου στομαχιού του απ’ την διάτρηση που του προκάλεσαν οι επαναληπτικές δόσεις ασπιρίνης που συνιστούσε ο γιατρός των κελιών της δικτατορίας, ο ανεκδιήγητος Κόφας, κρατούσε ψηλά τη σημαία της ελευθερίας, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, απαιτώντας πεισματικά κι απ’ τους άλλους, συμπολίτες, συναδέλφους, μαθητές του, να σταθούν σε ανάλογο ύψος. Δεν χαριζόταν εύκολα παρά μόνο όταν κάποιες αδυναμίες του, ανθρώπινες, τον πρόδιδαν. Ήταν γνήσιο τέκνο της Θεσσαλονίκης, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, παιδί του προλεταριάτου, ζυμωμένο με την ανέχεια, αυτοδημιούργητος, έζησε τις τελευταίες δεκαετίες στην πρωτεύουσα μα δεν «αθηναιοποιήθηκε», όπως άλλοι. Σ’ όλη τη ζωή του αριστερός, της δικής του όμως φτιαξιάς. Δοκίμαζε κάθε μέρα στο πετσί του πόσο ακριβά πληρώνεται το ελεύθερο φρόνημα κι αυτό ήθελε να το κάνει μάθημα και για τους άλλους.
Ήταν σαν ένα χειροποίητο, λαϊκό και μαζί αριστοκρατικό εργόχειρο, σαν βαρύ λαϊκό τραγούδι, με στίχους γραμμένους από ποιητή υψηλών αξιώσεων. Κάποτε τα πάθη του που δεν ησύχαζαν ποτέ τον έκαναν να αδικήσει κάποιους, μα κατά βάθος τον εαυτό του ήταν που αδικούσε. Εύλογο σε καιρούς ακριβοπληρωμένων κάφρων μια κακοπληρωμένη ιδιοφυία υποδειγματικής εργασιομανίας και αφοσίωσης στην επιστήμη που θεράπευε, να κρατάει κάποια απωθημένα. Ήταν μπόλικος, περίσσευε, δε βολευόταν εύκολα, δεν τον χωρούσε αυτός ο τόπος. Είναι απ’ τους τύπους, τους ελάχιστους ανεκτίμητους, που, αν η χώρα μας ήξερε και κυρίως μπορούσε να αναδείξει το ρωμαλέο και υπέροχο πνευματικό του ανάστημα, ιδίως στα φιλολογικά του αριστεία, θα τύχαινε άλλης τιμής στα διεθνή φόρα.
Δάσκαλος επιστήθιος που μου φώτισε μιαν άλλη αλφαβήτα του κόσμου. Έτσι τα’ κανε η ζωή που η συγγένεια μαζί του πήρε βάρος ίσο με κείνη της μάνας. Η παντοτινή απουσία του πολλαπλασιάζει απροσμέτρητα το μέγεθος της λατρείας.
Άφησε μέσα μου την ανεξίτηλη σφραγίδα του μοναδικού, δάσκαλου και φίλου, της δικής μου «εποχής της αθωότητας» και του παλιού μοιραίου αγαπημένου που σφράγισε για πάντα τα πεπρωμένα μου.
Υ.Γ. Με την εκδημία του Δασκάλου μοιάζει να κλείνει ο κύκλος των μεγάλων Θεσσαλονικέων επιδραστικών στην πνευματική ζωή της επικράτειας: Και πόσοι απέμειναν δα και στην υπόλοιπη χώρα; Υπάρχει ακόμη ο Χριστιανόπουλος, παρών κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα εδώ και μια διετία απών. Σήμερα το πρωί τον βρήκα ανήμπορο πια να συνδιαλλαγεί. Ανεξάρτητα απ' τη γνώμη και την σχέση που μπορεί να έχει κανείς με τον Ντίνο, αν βρεθεί κάποιος που πιστεύει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν αφοσιώθηκε σ' αυτή την πόλη και δεν της πρόσφερε όσο κανείς, χωρίς να καταδεχτεί δεκάρα, θα' ναι τουλάχιστον αγνώμων. Και πού είναι η πολιτεία να τον νοιαστεί; Πού οι δημόσιοι άρχοντες; Πού είναι πλατεία Πεντζίκη; Είδατε πουθενά οδό Ασλάνογλου, Ιωάννου, Καρέλλη, Κύρου, Τσίζεκ, Ζάννα, Μπακόλα, Θασίτη, Μοσκώφ, Καννελόπουλου; Θυμήθηκαν ποτέ τους αδερφούς μας Παπάζογλου και Ρασούλη μέσα στα πέντε χρόνια απουσίας τους; Μην τύχει κι αξιωθώ να τους δω ποτέ με μαύρες γραβάντες και μύξες μαλακισμένης θλίψης. Θα τους φτύσω!