Διαλεκτική. Όσο διαβάζουμε τα ποιήματα, τα πεζά και τα θεατρικά της Γλυκερίας Μπασδέκη (Λάρισα, 1969), τόσο απομακρυνόμαστε από την αίσθηση ότι πρόκειται για μια μεταμοντέρνα κατάσταση, για ένα αμέριμνο anything goes, για μια ολισθηρή επιφάνεια που παραμένει μονοδιάστατη και μονόδρομη. Όσο δεξιωνόμαστε αυτό το πολύπτυχο έργο που διέπεται από ένα ακραίο μελαγχολικό χιούμορ, από μια ακραία ευφυΐα ενδεδυμένη την εσάρπα της αγαθότητας, από έναν ακραίο υπερμοντέρνο αναχρονισμό (ήτοι από συγκροτημένες μεθοδικά αντιφάσεις), τόσο αντιλαμβανόμαστε ότι το παν για την Μπασδέκη είναι η διαλεκτική άρνηση της άρνησης, η διαλεκτική σύμπλεξη των αντιθέτων, η διαλεκτική αλληλοπεριχώρηση, ώστε τα πράγματα να αναδυθούν, και να αναδειχθούν, στη δέουσα και στην όντως σημασία τους και να μη μένουν στην κατάσταση της καρατομημένης και κατατεμαχισμένης φαινομενικότητας. Η Μπασδέκη έχει συλλάβει πόσο σημαντικό είναι να ανακαλύπτεις τον πλούτο στα σκουπίδια, το έπος στην καθημερινή χθαμαλότητα, το μεγαλείο της πομπής στο άπραγο σουλάτσο στα πεζοδρόμια. Σαν παιδαριογέρων, ντυμένος post-punk γιαγιάκα, η Γλυκερία μαζεύει στη μαύρη πάνινη ποδιά και στο μαύρο πάνινο δισάκι της ποιητικής της κομμάτια κι αποσπάσματα από το κονάκι του Χρόνου, μαζεύει απαστράπτουσες στιγμές και θλιβερά ενσταντανέ, μαζεύει μαδημένες θεωρίες και ξεπεσμένες έξεις, μαζεύει εμβατήρια και ρεμπέτικα, μαζεύει εκλάμψεις του Υψηλού και σκιές του Τιποτένιου, όχι για να τα αναμείξει όπως-όπως στο μίξερ του μεταμοντέρνου αλλά για να αναδείξει τις κρυφές, παραμελημένες και παραπεταμένες πλούσιες διαστάσεις τους. Η Μπασδέκη ξέρει, αισθάνεται, νοεί ότι ξεμπερδεύουμε με την αποδόμηση και προχωρούμε στην αναδόμηση, ότι αφήνουμε στην άκρη την αποσύνθεση και βάζουμε πλώρη για την ανασύνθεση. Κι αυτό όχι επειδή αίφνης μας κατακλύζει μια συντηρητική διάθεση αλλά επειδή έτσι θυμόμαστε από τι μακελειό καταγόμαστε και επειδή έτσι μας αποκαλύπτονται διαυγέστερα οι λέξεις και τα πράγματα.
2.
Δίπολα. Στην πρόσφατη ποιητική της σύνθεση με τον εύγλωττο, για το ποιητικό της σχέδιο/πρόταγμα/πρόγραμμα, τίτλο Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (εκδ. Bibliothèque), η Μπασδέκη συμπλέκει, πάντα διαλεκτικά, το χιούμορ με τον σπαραγμό, το γλέντι με τη μελαγχολία, την άγνοια με την εμβρίθεια, την επιθυμία με τη ματαίωση, το τίποτα με τα πάντα. Διαβάζεις την ποίησή της και σου έρχονται στον νου οι περιλάλητοι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου «Ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ' έναν χίπη,/ ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά/ ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη/ κι η παρθένα με τον σατανά». Διαβάζεις την ποίησή της και στροβιλίζονται εντός σου τα άσματα των Smiths και η μορφή της Ρένας Παγκράτη ~το αριστερό εξτρέμ της μεταπολιτευτικής ποιήσεως, πάει να πει ο Βασίλης Στεριάδης, και τα στιχάκια στα ημερολόγια τοίχου~ ο βραχνός προφήτης Captain Beefheart και οι βιντεοταινίες της δεκαετίας του ογδόντα. Κι ακόμα: το περίπτερο που πουλούσε τσιγάρα χύμα, τα πάρτι με το «Sailing» του Robert Stewart και το «Epitaph» των King Crimson, τα σκασιαρχεία από τα αγγλικά του Στρατηγάκη, οι πρώτες γουλιές ουίσκι από την Μπαλλαντίνη του μπαμπά, τα σπιράλ μπλοκάκια και τα πρώτα ποιήματα, το μίσος για την ντισκομπάλα και η λατρεία για τα άοκνα φιλιά στον σκοτεινό κινηματογράφο που παίζει άλλοτε τον Μεγάλο Γκάτσμπι και άλλοτε τη Γαλάζια Λίμνη. Όλη η ποιητική της Μπασδέκη είναι η διελκυστίνδα ανάμεσα σε όσα μας δόθηκαν και σε όσα λαχταρήσαμε να μας δοθούν, σε όσα ζήσαμε και σε όσα ονειρευτήκαμε, σε όσα κατορθώσαμε και σε όσα έμειναν στο ράφι. Όλη η ποιητική της Μπασδέκη κινείται, σαν σβούρα με μπαταρίες, ανάμεσα στα δίπολα που μας όρισαν και μας ορίζουν, ανάμεσα σε δανεικά οράματα και σε ιδανικά τραντάγματα.
3.
Διάρκεια. Η Μπαδέσκη ποντάρει στη διάρκεια: στη διηνεκή επανάκαμψη του εφήμερου. Το Περισκόπιο Γλυκερία συλλαμβάνει ό,τι κινείται και μοιάζει προορισμένο να περάσει στο ντούκου, και το εντάσσει στην Εγκατάσταση Μπασδέκη (όπως χαρακτήρισε την ποιητική της Ελληνίδος Andy Warhol η Λένα Διβάνη), φροντίζοντας έτσι να μας κεράσει μια αρχαιολογία της γνώσης μας. Ο δεκαπεντασύλλαβος της παιδικής μας αναμπουμπούλας επιστρατεύεται, εν έτει 2016, για να μας τονίσει πως ό,τι παραβλέπουμε ως ασήμαντο ενδέχεται να είναι ό,τι πιο καίριο και κύριο. Τανύει τη στιγμή, η Μπασδέκη, της προσδίδει διάρκεια. Μας καλεί να χωθούμε και να χαθούμε στο χάνι του Χρόνου. Όχι με στρυφνή αντιπαλότητα αλλά με το θάλπος και το θάμβος της συμφιλίωσης. Η Μαρίλη Ζάρκου επισημαίνει την αναπάντεχη συνάφεια της ποιητικής της Μπασδέκη με την ποιητική του Ηλία Λάγιου, ενώ η ίδια η ποιήτρια δηλώνει διάκονος της διάρκειας λέγοντας: «Η ποιητική μου συνοψίζεται στο άσμα της Λίτσας Διαμάντη "Νύχτα στάσου". Αυτό επιζητώ με τα ποιήματά μου: να σταθεί η νύχτα, να σταματήσουν τα ρολόγια, να μην ξημερώνει πια μέσα στο σφαγείο της πραγματικότητας».