Πριν τη συναντήσω δεν ήξερα τίποτα σχεδόν για τη Μαρίνα Σάττι. Μόνο ότι είναι μια νεαρή κοπέλα που είχε διασκευάσει το «Θα σπάσω κούπες», ένα βίντεο που μέσα σε μερικούς μήνες ξεπέρασε τα 7 εκατομμύρια views στο YouTube, ξανακάνοντας επιτυχία το παλιό παραδοσιακό τραγούδι. Την ημέρα της πρωτοχρονιάς ανέβασε τη «Νιφάδα», μια υπέροχη διασκευή στο κομμάτι του Νίκου Κυπουργού, ένα κομμάτι τρυφερό που δείχνει περισσότερο τον εσωτερικό της κόσμο και τις δυνατότητές της. Μόνη της, με ένα looper και φωνές φτιάχνει ένα όμορφο τραγούδι που ξεκινάει «λευκά» κι ελπιδοφόρα τη νέα χρονιά. Όταν συναντηθήκαμε η έκπληξη ήταν μεγάλη, όχι μόνο γιατί είναι μια πολύ συμπαθητική παρουσία, αλλά γιατί ο λόγος της είναι χειμαρρώδης και η κουβέντα μαζί της είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Μιλώντας μαζί της (ίσως και για λίγο πιο προσωπικά θέματα από όσα μπορούν να μεταφερθούν σε μια συνέντευξη) καταλαβαίνεις ότι αυτά που έχει καταφέρει είναι σχεδόν όσα είχε ονειρευτεί.
«Ασχολούμαι κυρίως με τη μουσική και το θέατρο, από αυτά ζω. Σπούδαζα αρχιτεκτονική πιο παλιά αλλά το είχα αφήσει. Τώρα έχω ξαναγραφτεί και συνεχίζω, αλλά δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τελειώσω. Έχω βγει χρόνια από το κόλπο και τα μαθήματα είναι δύσκολα, ξέρεις... μακέτες, σχέδια και κατασκευές, πολεοδομίες και χωροταξίες. Αλλά είναι χρήσιμο. Ήθελα από κάπου να πάρω έμπνευση. Πιο πολύ για τον τρόπο σκέψης το κάνω. Το να συνθέτεις κάτι μεγάλο από μικρότερα στοιχεία, η ανάλυση, οι δομές, ο ρυθμός, η αρμονία, οι γραμμές που δημιουργούν ένταση κι αποφόρτιση -κι ένα τραγούδι έτσι είναι. Παλιότερα εμπνεόμουν πολύ από τον ανθρώπινο πόνο, αυτό με ενεργοποιούσε. Αλλά τώρα που δεν αισθάνομαι έτσι για τη ζωή και για τον κόσμο ψάχνω κάτι άλλο για να εμπνευστώ.
Ό,τι κάνω στο θέατρο έχει πάντα σχέση με τη μουσική. Το προτιμώ από το να εμφανιστώ κάπου βράδυ με τσιγάρα, με ποτά και με ξενύχτια. Δεν μου ταιριάζει.
Εδώ και δέκα χρόνια ασχολούμαι με τη μουσική και το μουσικό θέατρο. Πήγα στην Αμερική και σπούδασα στο Berklee ενορχήστρωση, πιο πριν είχα τελειώσει στην Αθήνα κλασικό τραγούδι και πιάνο. Έχω γυρίσει τέσσερα χρόνια περίπου. Έχω παίξει σε πολλά μιούζικαλ κι έχω γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις. Πιο παλιά ήμουν η Φιόνα στο Σρεκ, το μιούζικαλ στο Εθνικό, κάποια καλοκαίρια ήμουν σε περιοδείες με το Εθνικό, στις Τραχίνιες σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, στον Ιππόλυτο σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου και σε μια κωμωδία με τον Μπέζο. Πήγα και τρεις φορές στην Επίδαυρο, ωραία εμπειρία. Πριν λίγους μήνες ήμουν στο West Side Story που έκανε η Καμεράτα, έπαιζα το ρόλο της Μαρίας, δύσκολη μουσική. Πρόσφατα έκανα τη φωνή της Βαϊάνας στα ελληνικά στην ταινία της Ντίσνεϊ, θα πάω σήμερα να το δω με φίλους μου στο σινεμά, μεγάλη παρέα, θα γίνει χαμός. Το 2016 έγραψα μουσική για τα Ταξίδια των Γκιουλ_Ιβερ που παίζεται ακόμα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μπογδάνος. Δεν είμαι ηθοποιός αλλά μου αρέσει πολύ να δουλεύω στο θέατρο. Άλλωστε, ό,τι κάνω εκεί έχει πάντα σχέση με τη μουσική. Το προτιμώ από το να εμφανιστώ κάπου βράδυ με τσιγάρα, με ποτά και με ξενύχτια. Δεν μου ταιριάζει. Τώρα τελευταία έχω φτιάξει ένα γκρουπ με κορίτσια τις fonέs και τραγουδάμε acapella πολυφωνικά απ’ όλο τον κόσμο. Έχουμε παίξει αρκετά μαζί τελευταία και πάει πολύ καλά. Μου αρέσει πολύ η παρέα. Έχω και μια χορωδία στο Νάκα κι είμαστε 30 άτομα που πάει από το καλό στο καλύτερο. Το 2016 έκανα και ταξίδια πολλά μόνη μου, με το looper βασικά. Πήγα στο Παρίσι, στη Ρώμη, στην Κοπεγχάγη, στην Μόσχα, στο Λονδίνο, στην Κύπρο. Και μετά λέω, ‘ρε γαμώτο, αφού το κάνω που το κάνω αυτό με το looper, γιατί δεν το έχω εκθέσει μέχρι τώρα;’. Ήταν κάτι που το είχαν δει μόνο όσοι τυχαίνει να είναι εκεί, στα live. Γι’ αυτό κι αποφάσισα να φτιάξω αυτό το τραγούδι τώρα, τη ‘Νιφάδα’, με φλασιά της τελευταίας στιγμής. Μου ’ρθε ότι ήθελα να κλείσει η χρονιά με μία άλλη γεύση, οπότε μέσα σε τρεις μέρες έφτιαξα το κομμάτι με κάποιους τρελούς φίλους μου που κάθονταν και δούλευαν μαζί μου παραμονή της πρωτοχρονιάς!
Πιο παλιά ήμουν πολύ φοβισμένη να εκθέσω τη μουσική μου και τον εαυτό μου γενικώς, γιατί περί αυτού πρόκειται, μη γελιόμαστε. Κι ίσως οι ‘Kούπες’ να ήταν ένας τρόπος ‘εύκολος’ μέσα σε ένα πλαίσιο που ένιωθα ασφαλής να κάνω κάτι με πολλούς φίλους μου. Ήταν καιρός νομίζω να εκτεθώ κι εγώ πιο προσωπικά, γι’αυτό και το έκανα με το που μπήκε το ’17. Έτσι, συμβολικά, ξέρεις, ότι έρχεται το καινούργιο. Γενικώς, ό,τι μου ’ρχεται θέλω να το κάνω χωρίς να το πολυσκέφτομαι. Και, γενικώς, χαλαρά. Όταν έχω κάτι να πω θα το λέω, όταν δε θα έχω θα σιωπώ. Υπάρχει ήδη αρκετή πληροφορία εκεί έξω. Έχω ξεκινήσει και δουλεύω τα δικά μου τραγούδια. Γράφω, σβήνω, ξυπνάω την επόμενη μέρα τα ξανακούω, ξαναγράφω, ξανασβήνω. Όταν έρθει η ώρα, μπορεί να βγει και ’κάνας δίσκος».
Τρώει φρούτα με γιαούρτι και μοιάζει 12 χρονών. Ένα κοριτσάκι που μιλάει για πόνο και φόβους. «Φοβόμουν γενικά, πολύ, παλιά» λέει. «Τι φοβόσουν;».«Τι θα πουν, αν θα τους αρέσω, την κριτική. Ήθελα όπως όλα τα παιδάκια να είμαι αποδεκτή, να μ’ αγαπάνε και να με κάνουν παρέα. Κι επειδή προφανώς για ’μένα είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνω, κι έχω ασχοληθεί μαζί του όλη μου τη ζωή, κάπως αυτοπροσδιοριζόμουν κι οριζόμουν μόνο από αυτό. Και του ’δινα, μάλλον, πιο μεγάλη αξία απ’ αυτό που έπρεπε. Τώρα δεν το νιώθω όμως αυτό στη ζωή μου. Παλιότερα σκεφτόμουν ότι αν πάθει κάτι η φωνή μου, θα πεθάνω. Ότι δε θα μ’ αγαπάνε οι φίλοι μου, ότι δεν θα μ’ αγαπάνε τ’ αγόρια. Νόμιζα πως ό,τι σχέσεις είχα, ξεκινούσαν και τελείωναν εκεί. Τώρα έχω χαλαρώσει σε σχέση με τη μουσική και με τη ζωή. Κι είμαι σε φάση, γενικώς, που έχω βγει απ’ τη σπηλιά μου και γουστάρω να συναντιέμαι και να δουλεύω με άλλους ανθρώπους. Το κάνω μόνο επειδή γουστάρω και για κανένα άλλο λόγο. Χωρίς καμία προσδοκία πέρα απ’το να καταλάβω ποια είμαι, τι γουστάρω και να το αποτυπώσω. Σαν χόμπι. Ξέρεις, όταν κάτι πας να το κάνεις ‘επάγγελμα’, είναι εύκολο να χάσεις τη χαρά μέσα σε αυτό. Δεν νιώθω να ορίζομαι απ’ τη μουσική πια –έχω προσπαθήσει πολύ γι’αυτό- και ίσως γι’ αυτό έχω βρει το θάρρος να δημιουργώ. Κάνω αυτό που είμαι, δεν είμαι αυτό που κάνω. Έχω τη ζωή μου, τους φίλους μου, το σπίτι μου και γουστάρω. Θα ήθελα να μπορώ να εμπνεύσω ανθρώπους γύρω μου, όπως υπάρχουν άλλοι που εμπνέεουν εμένα. Αυτό που με έχει ενεργοποιήσει και κάνω πράγματα που παλιά δεν έκανα είναι καθαρά το κυνήγι κι η υπέρβαση των δικών μου ορίων. Πήγαινα μέχρι εκεί που άντεχα να πάω και να εκτεθώ, και τώρα πάλι μέχρι εκεί που αντέχω σήμερα. Και μακάρι όσο περνάει ο καιρός να εξελίσσομαι. Προχθές έβλεπα αυτό με την Μαράια Κάρεϊ και με πονούσε η ψυχή μου, σιγά το τραγικό πράγμα που έγινε. Γιατί έφαγε τόσο κράξιμο δεν κατάλαβα».
Σχολιάζει την αποδοχή που είχαν και τα δύο κομμάτια της στο YouTube: «Μουσικά εγώ το επιμελήθηκα όλο, και τις ‘Κούπες’ και τώρα τη ‘Νιφάδα’. Την ενορχήστρωση και την παραγωγή. Η αποδοχή που είχαν νόμιζα ότι ήταν κάτι τυχαίο. Σίγουρα όμως υπάρχουν μέσα εκεί πράγματα που με αντιπροσωπεύουν και γι’αυτό χαίρομαι. Μου αρέσει να τραγουδάω με αυτόν τον τρόπο. Μου αρέσει η ησυχία και η επαναληπτικότητα. Τελευταία σε ό,τι κάνω δεν μπορώ να μην βλέπω την κοινωνική σκοπιά. Πιο παλιά είχα καεί με την ψυχανάλυση και με τα βιβλία της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας. Με ενδιαφέρει αυτό το θέμα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Να παρατηρώ ανθρώπους και συστήματα, τις σχέσεις, τι λέμε, τι εννοούμε, τι στ’αλήθεια θέλουμε και πώς το διεκδικούμε».
Λέει ότι για πολλά χρόνια έκανε πράγματα επειδή σκεφτόταν τους άλλους. «Τι εννοείς όταν λες σκεφτόσουν τους άλλους, όταν πήγες στην Αμερική σκεφτόσουν τους άλλους, δεν σκεφτόσουν εσένα;». «Φυσικά και σκεφτόμουν εμένα. Αλλά πάντα υπάρχουν σκέψεις και πειρασμοί που μας μπερδεύουν και που μας αποπροσανατολίζουν. Έφαγα μια φρίκη μετά τις ‘Κούπες’ γιατί ένιωθα ότι είχε δημιουργηθεί μια προσδοκία ότι και καλά κάτι πρέπει να κάνω για να ανταποκριθώ σ’αυτό, ότι και καλά πρέπει να κάνω κάτι άλλο από αυτό που έκανα πιο πριν, ή να ενταχθώ ίσως σε κάποιο πλαίσιο, κι εμένα στο ‘πρέπει’ αντιδράει το σύστημά μου. Μόνοι μας τα δημιουργούμε αυτά, φυσικά, κανείς δεν ασχολείται όσο νομίζουμε, ο καθένας έχει τη ζωή του».
«Έχουν αλλάξει και οι εποχές, πιστεύεις ότι αυτό που έγινε μόνο του όσο και αν προσπαθούσε μια εταιρία να σε προωθήσει, θα το κατάφερνε; Και πέρα από τις προσδοκίες τις προσωπικές και το πόσο ψηλά έχεις βάλει τον πήχη, έχει καμία σημασία να ξαναπετύχεις αυτό το νούμερο που έκαναν οι ‘Κούπες’;». «Σίγουρα μια εταιρεία σου παρέχει ένα ασφαλές πλαίσιο το οποίο προφανώς σε στηρίζει και στις δύσκολες στιγμές. Δεν ξέρω, δεν υπήρξα ποτέ σε εταιρεία, λέω αυτό που φαντάζομαι. Δεν έχω κάνει και τόσα πράγματα, έτσι κι αλλιώς, και προς το παρόν μ’ αρέσει που δουλεύω και δημιουργώ κάτι από μόνη μου. Αυτό μου φαίνεται πρόκληση. Μου αρέσει αυτή η σχέση ελευθερίας και η ευθεία γραμμή επικοινωνίας με τον κόσμο. Άμα σ’ αρέσει άκου το, άμα δε σ’ αρέσει μην το ακούσεις. Τόσο απλά. Δεν ξέρω πώς δουλεύουν οι εταιρείες. Έγιναν πολλές συζητήσεις αυτόν τον καιρό με ανθρώπους και κατάλαβα κι εγώ λίγο πώς δουλεύει το πράγμα, γιατί μέχρι πρότινος δεν είχα βγει απ’το σπίτι μου και δεν είχα ιδέα. Είχα μιλήσει με κόσμο που ήταν να συνεργαστούμε και είχαν φτιάξει ήδη ένα πλάνο για τον επόμενο χρόνο. Ήταν τρομακτικό. Θα βγάλω εγώ πλάνο για τον επόμενο χρόνο; Πού ξέρω πώς θα είμαι αύριο; Θα ξυπνήσω κι όπως νιώσω. Αυτό μου ταιριάζει και μου λειτουργεί πιο πολύ από το να κάθομαι και να σχεδιάζω το μέλλον.
Τελικά δεν συνεργάστηκα με κανέναν. Δεν ταιρίαζει στον χαρακτήρα μου αυτό το πράγμα. Γενικώς με αγχώνει πολύ η σκέψη του καβατζώματος. Θέλω να νιώθω πάντα ελεύθερη, να δίνω αναφορά μόνο στον εαυτό μου κι εννοείται με ένα τίμημα –μη σου πω και δέκα. Ξέρεις ότι είσαι μόνος σου και απλά ανεβάζεις το κομμάτι και το στέλνεις. Δεν υπάρχει κανείς να δουλεύει για σένα, παρά μόνο εσύ ο ίδιος. Το μόνο που μένει είναι να αρέσει αυτό που κάνεις και να ’χει κάτι να πει σε κάποιον. Αν κάποιος το πιάσει αυτό, με μεγάλη μου χαρά να συνεργαστούμε.
Δεν θέλω να αναγκάζομαι και να νιώθω καταπίεση ότι ‘κάτι πρέπει’. Ούτε για τη δουλειά μου, ούτε για τη ζωή μου. Και συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει συνταγή να κάνεις κάτι και να πετύχει. Και να κάνεις αυτό που θεωρείται και καλά επιτυχημένο, μπορεί να μη βγάλεις καθόλου λεφτά και να μη σε μάθει ποτέ κανείς, όσος κόσμος κι αν δουλεύει για σένα. Βασικά, το μόνο που σου μένει είναι να κάνεις αυτό που γουστάρεις και να το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς».
«Υπήρξε ποτέ κανείς καλλιτέχνης που θα ήθελες να γίνεις σαν κι αυτόν;». «Μου αρέσει πολύ ο Παυλίδης. Τώρα τελευταία έχουμε παίξει μαζί δυο φορές. Κι εκεί πάλι με το looper και τα πετάλια μου παίζω. Βλέπουμε πως η φωνή μπορεί να μπει σε μια μπάντα σαν να είναι ένα από τα όργανα. Τραγουδήσαμε μαζί του στην Αγγλικανική Εκκλησία και με τα κορίτσια, τις fonέs. Μου αρέσει ο τύπος αυτός. Είναι χαλαρός πολύ, και πρώτη φορά γνωρίζω έναν τόσο ευγενή άνθρωπο. Καλά κάνουν και τον λένε Πρίγκηπα. Με ενέπνευσε όταν τον γνώρισα. Πολύς κόσμος και φίλοι μου μού έλεγαν ότι κάνω λάθος επιλογές αλλά όταν βρέθηκα με τον Παυλίδη και μιλήσαμε με ενθάρρυνε πολύ. Ξέρεις, οι συνεργασίες είναι όπως και με τους φίλους, τους γνωρίζεις κι ο χρόνος και η τριβή θα δείξει τι μπορεί να βγεί απ’αυτή τη σχέση.
Η δουλειά του μυαλού είναι αυτή, να δημιουργεί σκέψεις. Από 'κει και πέρα το πόσο χώρο δίνεις σε αυτές τις σκέψεις είναι ένα άλλο θέμα. Ελεύθερος είναι εκείνος που δεν έχει προσδοκίες. Πλέον δεν περιμένω τίποτα πέρα απ'αυτό που έχω σήμερα και γουστάρω.
Οι φίλοι μου είναι πολύ σημαντικοί για μένα και η μουσική είναι ένας τρόπος να συνυπάρχω μαζί τους. Ό,τι κάνω τελευταία είναι με μεγάλες παρέες. Και το γκρουπ που έχω με τα κορίτσια, τις fonέs. Ας πούμε ότι η μουσική είναι μια συνθήκη που συμφωνείς με τον άλλο ότι θα συναντιέσαι συχνά για κοινό σκοπό, κάπως έτσι το βλέπω. Σαν μια ευκαιρία κοινωνικοποίησης, ένας τρόπος να αναπτύξεις δεσμούς και να έχεις κοινούς στόχους σε ένα πλαίσιο ασφαλές. Εκεί μέσα δεν υπάρχει χώρος για βλακείες και για σκέψεις δεύτερες. Για μένα είναι η μουσική, για κάποιον άλλον είναι το μπάσκετ για άλλον το ψάρεμα.
Μέχρι μια ηλικία έριχνα το φταίξιμο στους γονείς, στο σύστημα. Ο μπαμπάς μου είναι από το Σουδάν και η μαμά μου είναι από την Ελλάδα και αυτό που μου προκαλούσε σύγχιση ήταν οι πολλές και διαφορετικές προσλαμβάνουσες. Και οι πολιτισμικές διαφορές, αλλά και αυτό που προκύπτει όταν συναντιούνται δυο διαφορετικές προσωπικότητες και κάνουν οικογένεια και παιδιά. Εννοείται ότι ως έφηβη είχα τρομερό θυμό με τους γονείς. Θεωρούσα ότι για οτιδήποτε κακό μου συνέβαινε ευθύνονταν εκείνοι και από την άλλη ευθύνονταν και για οτιδήποτε καλό. Δηλαδή η μαμά μου που ‘με έστειλε να μορφωθώ’, που ‘με βοήθησε’, που ‘μ’ έκανε αυτό που είμαι’. Δεν είναι καλό να ρίχνεις όλη την ευθύνη στον άλλο. Μέχρι μία ηλικία, ναι, αλλά βλέπω συνέχεια ανθρώπους που κατηγορούν τους γονείς τους κι έχουν περάσει τα χρόνια και συνειδητοποιώ ότι αυτή είναι μία λούπα από την οποία πρέπει να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να βγεις. Ως πότε θα κατηγορούμε τους άλλους για αυτό που μας συμβαίνει; Εμείς δεν είμαστε υπεύθυνοι;».
«Από την άλλη, τίποτα δεν πάει τίποτα χαμένο, από όσα έχεις ζήσει, κακό ή καλό». «Δεν ξέρω πώς είναι οι δομές σε άλλες χώρες, σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους, το σχολείο και το σπίτι, αλλά αν κάτι θα άλλαζα είναι να ενισχυόταν λίγο περισσότερο η διαφορετικότητα και η ατομικότητα. Να βρει ο καθένας, ρε παιδί μου, αυτό που στ’ αλήθεια είναι, αυτό που γουστάρει κι αυτό στο οποίο έχει ταλέντο και να το φέρει σ’ ένα σύνολο. Χωρίς να σκεφτεί ότι υδραυλικός και γιατρός σημαίνει φράγκα πολλά και ηθοποιός ίσον φτωχός. Και να κάνεις κάτι για ’σένα, όχι για το δάσκαλο, όχι για το βαθμό. Στην Αμερική είχα φίλους που δούλευαν και πλήρωναν για να ζουν στο σπίτι τους από τα 15. Έπαιρναν την ευθύνη του εαυτού τους από μικροί κι έκαναν και τα λάθη τους και μάθαιναν απ’αυτά. Αλλά, εντάξει, κι εκεί έχει άλλα περίεργα. Εγώ ας πούμε μεγάλωσα στην Κρήτη, σε υπερπροστατευτικό περιβάλλον που αντιλαμβάνονταν την αγάπη με έναν Χ τρόπο. Αλλά νομίζω ότι οι περισσότερες οικογένειες στην Ελλάδα είναι έτσι. Οι ισχυροί δεσμοί και η συνεχής στήριξη δεν είμαι σίγουρη αν ενισχύει την ενηλικίωση και την ανεξαρτητοποίηση.
Πάντως, νομίζω ότι ό,τι γίνεται στην Ελλάδα γίνεται και σε όλο τον κόσμο. Στο Τέξας κατεβαίνουν με τα όπλα, δεν γίνονται στην Κρήτη μόνο, είναι η ψευδαίσθησή μας αυτή. Μην λέμε ότι υπάρχει υποκουλτούρα μόνο στην Ελλάδα. Και γενικώς μη λέμε συνέχεια ότι αυτά που έχει ο άλλος είναι καλύτερα απ’αυτά που έχουμε εμείς.
Διάβασα ένα βιβλίο πέρσι που μου άρεσε πάρα πολύ. Είναι του Αλαίν Ντε Μποτόν –ένας φιλόσοφος με πολύ χιούμορ που τα αναλύει όλα δίνοντάς τους τεράστια σημασία και συγχρόνως τα ισοπεδώνει κι όλας – που λέγεται ‘Περί του Κοινωνικού Στάτους’. Προέβαλλα όλο το θέμα της εποχής μας σε αυτό το βιβλίο. Λέει, λοιπόν, ότι ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία, στην κάθε εποχή, αντίστοιχα ορίζεται και ποιος είναι αυτός που πληροί τις προδιαγραφές κι έχει υψηλό στάτους. Κι επειδή η εποχή σήμερα είναι η εποχή του internet, της εικόνας, του like, του follower και του facebook, έτσι ορίζεται αυτός που έχει κύρος σήμερα. Έλεγε ότι παλιότερα κύρος είχαν οι οπλίτες που φρόντιζαν για την ασφάλεια του κόσμου, ή ο κλήρος, η εκκλησία, ή αυτός που είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Κι είχε μια γελοιογραφία που έλεγε ‘μαμά να πάμε να γνωρίσουμε τους Τζόνσονς που θέλουν να μας γνωρίσουν;’. Κι η μαμά απαντούσε ‘Αν οι Τζόνσονς θέλουν να μας γνωρίσουν, δεν πρέπει να τους γνωρίσουμε. Πάμε να γνωρίσουμε αυτούς που δεν θέλουν να μας γνωρίσουν’. Γενικά, γουστάρουμε να κυνηγάμε το άφταστο. Και έλεγε ότι κάπως με τις ταινίες του Χόλιγουντ μας έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μπορείς να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αλλάξει η ζωή σου μέσα-έξω. Να είσαι ζητιάνος στα σκαλιά του χρηματιστηρίου και την επόμενη μέρα να είσαι διευθυντής. Όλοι μας ίσως να έχουμε σκεφτεί λίγο πολύ κάπως έτσι κάποια στιγμή, με προσδοκίες. Οι προσδοκίες και η διάψευσή τους νομίζω μας ρίχνουν. Θεωρώ ότι με έχει η βοηθήσει η τύχη πολλές φορές, αλλά βασικά έχω δουλέψει κι εγώ πάρα πολύ.
Η δουλειά του μυαλού είναι αυτή, να δημιουργεί σκέψεις. Από ’κει και πέρα το πόσο χώρο δίνεις σε αυτές τις σκέψεις είναι ένα άλλο θέμα. Ελεύθερος είναι εκείνος που δεν έχει προσδοκίες. Πλέον δεν περιμένω τίποτα πέρα απ’αυτό που έχω σήμερα και γουστάρω.
Ίσως δεν έχουμε πει πολλά αμιγώς για τη μουσική, αλλά αυτά τα θέματα με απασχολούν γι’αυτό και συνέχεια λέω για αυτά. Γενικά, ό,τι κάνουμε ας το κάνουμε για να είμαστε καλύτερα. Αν είναι να είμαστε χειρότερα, να μην το κάνουμε. Ή, αν θέλεις να είσαι χειρότερα, να το κάνεις, αρκεί να ξέρεις ότι το κάνεις συνειδητά. Σε φάση μαζοχισμού τρελού καθόμουν στο σπίτι κι έκλαιγα και ζούσα το δράμα. Γούσταρα όμως. Αλλά τουλάχιστον να ξέρεις ότι είναι επιλογή σου, γιατί πολύς κόσμος νομίζει ότι τον έχει βαρέσει η μοίρα. Δεν μιλάω για θέματα υγείας, που δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω ή άλλα σοβαρά θέματα. Σου μιλάω από την οπτική μιας κοπέλας που είμαι μόνη μου, που δεν έχω δάνειο, δεν έχω οικογένεια, παιδιά. Για ποιο λόγο να ανέχομαι τον γκόμενο που βριζόμαστε και ξεφιλιζόμαστε ή τη δουλειά που μου φέρνει πιο πολύ άγχος παρά χαρά; Το έκανα κι αυτό πιο παλιά. Αυτό νόμιζα, αυτό έκανα. Κι αγαπούσα και ζούσα στα όρια. Ή θα έπρεπε να είμαι θύμα ή θύτης. Και συσχετιζόμουν πάντα με τους ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο. Ήθελα να νιώθω δέος προς τους άλλους για να με εμπνέουν. Και, στην τελική, δε θεωρώ ότι έχω δεχτεί κι απόρριψη από τους ανθρώπους, τα τραγούδια μου τα ακούνε κάποιοι, οι φίλοι μου με αγαπάνε, και στη χορωδία μου και στο γκρουπ με εμπιστεύονται, συζητάμε. Μόνοι μας σκεφτόμαστε βλακείες».
«Γιατί έσβησες το facebook;». «Μιλούσα στο chat με τους φίλους μου και, λόγω πολλής δουλειάς, μπορεί να μην τους έβλεπα για μεγάλες περιόδους. Σου δίνει την εντύπωση ότι δεν είσαι μόνος κι έχεις την ψευδαίσθηση ότι επικοινωνείς. Έκλεισα, λοιπόν, το φέισμπουκ, πήρα τους φίλους μου, αυτούς τους 5-6 που έχω, και τους είπα ότι από δω και πέρα όταν θα θέλουμε να μιλάμε θα σας παίρνω τηλέφωνο ή θα με παίρνετε εσείς ή θα βγαίνουμε έξω. Και η πολλή ανεξέλεγκτη πληροφορία μου έκαιγε τον εγκέφαλο. Θεωρώ ότι όλο αυτό το πράγμα είναι ένας πολύ ασφαλής ψευδομικρόκοσμος, από την άποψη ότι ο καθένας μπορεί να πει και να δείξει τα πράγματα που θέλει χωρίς να αντιμετωπίσει τον άλλο. Eίμαι ό,τι ποστάρω – και μην ξεχάσω το χάσταγκ! Έχω δει τόσους ανθρώπους να σχολιάζουν αρνητικά που θεωρώ ότι αν ήταν face to face δεν θα το έκαναν. Θα είχαν πιο πολλή συμπόνοια για το συνάνθρωπο, ρε παιδί μου.
Από την άλλη, σίγουρα έχει και τα καλά του γιατί η πληροφορία έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει με τρελές ταχύτητες σε όλο τον κόσμο και μαθαίνεις κι ακούς για πράγματα που δε θα μάθαινες ποτέ υπό άλλες συνθήκες. Επίσης θεωρώ ότι είναι ένα πολύ δυνατό εργαλείο για τη δουλειά. Κι εγώ αυτό χρησιμοποιώ».
«Με τι μουσική μεγάλωσες;». «Μικρή άκουγα πολλή pop, R&B, Hip Hop, Destiny’s Child, Beyonce. Ξέρω όλα τα τραγούδια τους απ’ έξω και ανακατωτά. Ροκ και μέταλ στο γυμνάσιο-λύκειο, χαμός. Ενώ σε όλη μου τη ζωή παράλληλα άκουγα κλασική μουσική, αυτό δεν άλλαξε ποτέ, ό,τι άλλο και να άκουγα από μοντέρνες μουσικές. Εδώ και χρόνια είμαι στην ίδια φάση γενικότερα, Bjork, Steve Reich, Moderat. Κλαίω με Moderat, πήγα μόνη μου στη συναυλία τους και ούρλιαζα. Τέτοια ηλεκτρονικά μ’ αρέσουν, μου αρέσει η pop μουσική φουλ, αφρικάνικα πολλά, τσιγγάνικα, βουλγάρικα, ινδικά, κυρίως ινδικά».
«Το Σουδάν τι μουσική έχει;». «Αραβική. Τώρα έχει χωριστεί το Σουδάν σε βόρειο και νότιο, εμείς είμαστε από το βόρειο, με αραβική κουλτούρα. Έχει αυτό του πόνου το αραβικό, αλλά η μουσική τους έχει και πιο πολλούς αφρικάνικους ρυθμούς, με πεντατονικές, λίγο πιο χαρούμενα τραγούδια, πιο χορευτικά, με πιο πολλά κρουστά. Χθες άκουγα Πάολα, μου φαίνεται ωραία τύπισσα. Δεν μπορώ αυτά τα κομπλεξικά με το τι είναι σωστό και λάθος, και τι είναι πολιτισμός και τι δεν είναι. Υπάρχει χώρος για όλους κι ευτυχώς αρκετή πληροφορία για να διαλέξει ο καθένας αυτή που του ταιριάζει. Βγάζω το καπέλο σε όποιον είναι συνεπής σ’αυτό που είναι κι αυτό που πιστεύει κι είχε το θάρρος και την επιμονή να το κυνηγήσει».
Στις 24/1 η Μαρίνα Σάττι με τις fonέs θα εμφανιστούν ζωντανά στο Θέατρο Θησείο.