Έχω τρεις φίλους που τους πάω για ψώνια. Το ραντεβού μας είναι συνήθως Σάββατο, μία φορά το τρίμηνο, και το κάνω αδιαμαρτύρητα για πάρτη τους, ακόμα κι αν έχω κλείσει 14ωρα στη δουλειά και δεν βλέπω μπροστά μου από την κούραση. Πρόκειται για δύο γυναίκες κι έναν άνδρα που είναι πετυχημένοι σε αυτό που κάνουν, αλλά ήθελαν ένα σπρώξιμο, μια «ευγενική τοποθέτηση» πάνω στο κορμί τους για να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο, κυρίως στη δουλειά τους.
Αυτοί οι φίλοι μου, λοιπόν, κάποια στιγμή αποφάσισαν να μη δίνουν σημασία στην εξωτερική τους εμφάνιση. Οι δύο θεωρούσαν πως υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα για να ασχοληθούν − αφοσιώθηκαν, λοιπόν, στη δουλειά, χωρίς να τους νοιάζει το πώς φαίνονταν. Για την άλλη, η απόφασή της να συνεχίσει να ντύνεται σαν έφηβη υποδείκνυε τον φόβο της να ανοίξει τα ενήλικα φτερά της προς αυτό που μπορούσε να διεκδικήσει.
Όμως, όταν ήρθαν –πολύ ντροπαλά− σ' εμένα, ήταν έτοιμοι. Ήθελαν να είναι καλύτεροι και θελκτικοί, να μη νιώθουν λίγοι και να μπουν στο παιχνίδι της διεκδίκησης. Έβλεπα πόσο όμορφοι μπορούσαν να γίνουν και όταν σιγά-σιγά ξεκίνησαν να το βλέπουν κι εκείνοι μέσα από τα καινούργια τους ρούχα, μαγικά πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν. Ξεκίνησαν να διεκδικούν καλύτερα πράγματα στη δουλειά τους, πήραν πρωτοβουλίες, βγήκαν έξω, φλέρταραν. Η ζωή τους άλλαξε προς το καλύτερο γιατί φόρεσαν καινούργια ρούχα.
Λυπάμαι για το ασύλληπτο βάρος που σηκώνουμε σήμερα, συνεχίζοντας να συμπεριφερόμαστε λες και το όνειρό μας είναι να γίνουμε «μοδάτοι».
Κάθε φορά που χωριζόμαστε, βλέποντάς τους τόσο χαρούμενους και τόσο λαμπερούς χάρη σε ένα (μπορεί και δύο) παλτό, καταλαβαίνω γιατί μου αρέσουν τόσο πολύ τα ρούχα. Γιατί είναι ένα πολύ ωραίο μέσο να φροντίζω και να διαβάζω τη μεγαλύτερή μου αγάπη, τους ανθρώπους.
Είναι τελείως συνειδητή η απόφασή μου να μη διαβάσετε πουθενά σε αυτό το κείμενο τη λέξη «μόδα». Δεν πάρθηκε τυχαία, γιατί η μόδα είναι το νόμισμα που χρησιμοποιείς για να είσαι συμβατός με την εποχή που ζεις, δεν είναι ο μπούσουλάς σου για να τη ζήσεις.
Λυπάμαι πολύ που έπρεπε υποστούμε ολόκληρη τη δεκαετία του '90, κατά την οποία μας έλεγαν ακριβώς το αντίθετο. Λυπάμαι για το ασύλληπτο βάρος που σηκώνουμε σήμερα, συνεχίζοντας να συμπεριφερόμαστε λες και το όνειρό μας είναι να γίνουμε «μοδάτοι».
Γι' αυτό λυπάμαι που γέλασα με τα δύο βιντεάκια που είδα από την εκπομπή «Shopping Star». Λυπάμαι που με τη σειρά μου μιμήθηκα αυτό που υποδεικνύει όλη η σειρά – γέλασα, κοροϊδεύοντας ως «ανώτερη» τα ενδυματολογικά καμώματα των παικτριών, που τόσα χρόνια τα media τους μάθαιναν πως το γούστο είναι δικτατορία και πρέπει η αυθεντία σου να επιβάλλεται προσβλητικά πάνω στους άλλους. Λυπάμαι που άκουσα αντιλήψεις του στυλ «μια ντουλάπα γεμάτη παπούτσια είναι το όνειρο κάθε γυναίκας», παραινέσεις για το πώς πρέπει να ντύνεται μια γυναίκα «κάποιας ηλικίας» και την παραδοσιακή πια ατάκα, «αν χάσει λίγα κιλάκια, θα είναι μια κούκλα».
Λυπάμαι που το σημερινό Κολοσσαίο της ποπ κουλτούρας είναι η μεταθανάτια ρούμπα όλων εκείνων των πραγμάτων που 10 χρόνια πριν υπηρετούσαμε ως μέντορες και βαθιά ποιοτικοί, «in fashion» δηλαδή.
Η «μόδα» δεν υπάρχει στη φτώχεια. Δεν υπάρχει. Είναι καπρίτσιο του εύπορου, χόμπι της οικονομικής άνεσης, καταναλωτική ανάγκη και μπαρόκ –σχεδόν πεθαμένη− επιθυμία πια της Δύσης. Προσοχή – μπορεί να είμαστε φτωχοί και να μην έχουμε «μόδα», αλλά η ανάγκη να είμαστε όμορφοι, η ανάγκη της διακόσμησης είναι παντοτινή και διαχρονική. Κανένας δεν μπορεί να σου απαγορεύσει να θες να είσαι όμορφος, να γίνεις ο βασιλιάς της φυλής ή απλώς να ντυθείς για να πεις αυτά που θέλεις να πεις.