1.
THE MAN FROM MANAGRA: Half a Century Sun
Διάβασα τι είχα γράψει για τον The Man from Managra/ Coti K. πριν τρία χρόνια, με αφορμή το πρώτο, τότε, άλμπουμ του και θέλω να το επαναλάβω. Όχι γιατί δυσκολεύομαι να γράψω κάτι καινούριο, αλλά γιατί είναι τόσο ακριβές σε σχέση και με το πρόσφατο "Half a Century Sun" [Inner Ear, 2017], ώστε να με κάνει κομματάκι ν' απορώ. Τον ίδιο δίσκο έκανε ο Coti K.; Στη βάση του ναι, κι αυτό αποτελεί μαγκιά!
«Όντας ολοκληρωμένο στην Τήνο και την Αθήνα το άλμπουμ αυτό επιχειρεί να προσεγγίσει την πλευρά του καθαρού τραγουδιού με τον τρόπο ενός Syd Barrett (των προσωπικών του LP) ή ακόμη καλύτερα ενός Kevin Ayers (για να μην αναφερθώ σε μεταγενέστερους τραγουδοποιούς, όπως ο David Sylvian π.χ.). Υπάρχει λοιπόν μία ταπεινών vibes μουσική συνοδεία –ένα προσαρμοσμένο μπάσο κατ' αρχάς, που κάνει σχεδόν τα πάντα, και βεβαίως η φωνή που είναι, ίσως, το βασικότερο όργανο– και από 'κει και πέρα μία ανάλογη διάθεση παραγωγής, που μεγεθύνει επί των στοιχειωδών ώστε να δίνεται η εντύπωση του ολοκληρωμένου και του πλήρους. Δεν χρειάζεσαι πολλά πράγματα για να κάνεις την διαφορά, και ο Coti K. το γνωρίζει».
Αυτά τα λόγια ταιριάζουν γάντι και στο παρόν "Half a Century Sun", ένα LP που διακρίνεται κατ' αρχάς για τη λιτότητά του. Όσο και αν, εδώ, έχουμε κάτι φαινομενικά πιο απαιτητικό από το παρθενικό "The Man from Managra" (καθότι υπάρχουν περισσότερα όργανα και άρα περισσότερες συμμετοχές), στην πράξη πρόκειται για ένα δεύτερο άλμπουμ που βαδίζει, εντελώς, στα χνάρια του πρώτου.
Ο Coti K. ενδιαφέρεται για τα πρωταρχικά στοιχεία του τραγουδιού: τη μελωδία, τον καθαρό λόγο και από 'κει και πέρα την ενοργάνωση και παραγωγή τού υλικού του, στηριγμένος πάντα σ' αυτό το πνεύμα της ολιγάρκειας. Διαθέτοντας, λοιπόν, ένα πρωτογενές υλικό που ν' ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες απαιτήσεις δεν έχει παρά να το κατανείμει, απλώς, στο χρόνο. Και αυτό πράττει στο "Half a Century Sun".
Το άλμπουμ ανοίγει με το "Sailor", ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει γράψει ο Coti K. Απολαυστικό. Kevin Ayers style, με αρχοντική ερμηνεία, άψογη μελωδική γραμμή, ωραία φωνητικά γεμίσματα από τη Ρένα Ρασούλη και γερή συνοδεία από τον πάντα παρόντα Χρήστο Λαϊνά. Στο δεύτερο και στο τρίτο κομμάτι της πρώτης πλευράς ντραμς παίζει ο Jim White των Dirty Three –ωραία τραγούδια–, είναι στο τέταρτο όμως, το "Se ti rivedro'", όταν η τραγουδοποιία του Coti K. ξεπερνάει το τέλειο. Έξοχο τραγούδι που θα το ζήλευαν οι πάντες (ακόμη και ο Bowie των early seventies) και που κερδίζει ακόμη περισσότερο από τα πλήκτρα (του Coti) και από την τρομπέτα του Γιώργου Αβραμίδη. Η πλευρά θα κλείσει με το επίσης εξαιρετικό "Martha's home", που ρέει σαν ποίημα.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το δυναμικό και περισσότερο εξωστρεφές "You can keep your winters", στο οποίο τραγουδά ο Blaine L. Reininger. Όμως και η συνέχεια είναι κάπως ανάλογη με τον Coti να παρουσιάζει ένα πρότυπο ποπ τραγούδι, βασισμένο σε μια στιβαρή ρυθμική γραμμή και με ωραία breaks από φωνητικά και τρομπέτα (και με κεντημένο setting γενικότερα). Στο "Because of you" το πνεύμα του Ayers (θα επιμείνω) είναι, και εδώ, πανταχού παρόν. Ένα τρίτο στη σειρά κομμάτι που στηρίζεται εξ ίσου και στο ρυθμό, και που σε κερδίζει με την ουσιαστική και προσεγμένη επεξεργασία του. Άλλη μια ιδιαίτερη romance αποτυπώνεται στο "Forgotten", ένα επίσης τραγούδι-μετάξι με τον Coti να τραγουδά απλά και με πίστη. Το προτελευταίο "This wind" είναι μια τέλεια συνέχεια, με το ορχηστρικό "Paddle away", που κλείνει το LP, να στηρίζεται στη βιόλα του Blaine L. Raininger.
Άσπρο πάτο...
2.
MUSIC SOUP: Cut to the Chase
Αθηναϊκό organ-trio είναι οι Music Soup, αποτελούμενοι από την Ευγενία Καρλαύτη όργανο, πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο, φωνή, τον Νέστορα Δημόπουλο κιθάρες και τον Βαγγέλη Κοτζάμπαση ντραμς. Ασυνήθιστο; Ναι, γιατί το χάμοντ το χειρίζεται γυναίκα (δεν θυμάμαι, αυτή τη στιγμή, να έχει υπάρξει κάτι άλλο ελληνικό ανάλογο). Περαιτέρω, το "Cut to the Chase", που είναι το παρθενικό CD τους, είναι τυπωμένο για την εταιρεία του οργανίστα Tony Monaco, την αμερικανική Chicken Coup. Ασυνήθιστο; Δεν θα το 'λεγα, λαμβάνοντας υπ' όψιν και την παγκοσμιοποίηση της δισκογραφίας – αφήνω δε το γεγονός πως στην Chicken Coup έχει ηχογραφήσει προσωπικό CD και ο Γιώργος Κοντραφούρης (το "Little Daddy's Blues" το 2007). Αυτά για αρχή. Πάμε, όμως, και πιο κάτω...
Είναι διάφορα πράγματα (όλα θετικά) που μου κάνουν εντύπωση σ' αυτό το άλμπουμ. Ας ξεκινήσω από τα πιο πίσω ή τα, εν πάση περιπτώσει, προφανή. Πολύ ωραίο εξώφυλλο, που ανοίγει στα τέσσερα, περιέχον στοιχεία, κείμενα και φωτογραφίες, ενώ credit πρέπει να αποδοθεί και για την άψογη επαγγελματική παραγωγή (για αμερικανικό CD πρόκειται θα πει κανείς). Από 'κει κάτω...
Οι Music Soup αποδίδουν δικά τους κομμάτια – καθώς και τα εννέα τού "Cut to the Chase" τούς ανήκουν. Αυτό είναι κάπως περίεργο, αλλά, τέλος πάντων, μπράβο τους! Θέλω να πω πως, ενώ με μια-δυο versions θα μπορούσε να κερδίσουν αμαχητί τις εντυπώσεις, εκείνοι επιχειρούν να «πολεμήσουν» στηριγμένοι στις δικές τους δυνάμεις. Απ' αυτή τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση ανταμείβονται. Όλα τα tracks έχουν μια συνοχή, δίχως να εμφανίζουν πρόδηλα στοιχεία εντυπωσιασμού, εκπέμποντας μιαν originality. Όχι πως δεν υπάρχουν «αναφορές», χάνονται όμως κάτω από την απλότητα των δικών τους θεμάτων και βεβαίως τη μεστότητα των παιξιμάτων.
Το blues, στην jazzy μορφή του, είναι εδώ πανταχού παρόν, με την Καρλαύτη να επιτείνει τη γενικότερη σιγουριά του γκρουπ και με τη φωνή της – που χωρίς να είναι η φωνάρα είναι κάτι παραπάνω από σωστή και πρέπουσα, και μάλιστα τραγουδώντας στην αγγλική όχι μόνο πρωτότυπα τραγούδια, αλλά κάνοντας και ξέφρενο σκατ! Δεν γίνονται κάθε μέρα αυτά, αν σκεφθούμε πως μ' ένα στανταράκι π.χ. μπορείς να τη βγάλεις καθαρή.
Από κοντά και ο Δημόπουλος, βεβαίως, με την εξ ίσου groovy φρασεολογία του, απλός και μεστός συγχρόνως είναι πάντα εκεί για να επεκτείνει την ορμή του γκρουπ, με τον ντράμερ Κοτζάμπαση να ακολουθεί το ίδιο λιτά και ουσιαστικά, και με κάποια ακόμη όργανα σε επιμέρους tracks (τρομπέτα, τενόρο και τρομπόνι από τους Παπαδόπουλο, Βασιλάκη και Ανδρέου αντιστοίχως) να προσφέρουν στο τελικό άκουσμα ένα ακόμη πιο πλούσιο χρώμα.
Δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε σε συγκεκριμένα θέματα (αν και 2-3 πιθανώς ξεχωρίζουν), καθότι εκείνο που προβάλλεται εδώ είναι η ενότητα ενός απλού και δουλεμένου άλμπουμ. Ξανά μπράβο στα παιδιά!
3.
THE SNAILS: Dr. Acid
Το "Dr. Acid" των Snails είναι βασικά ψηφιακό. Έτσι, από το bandcamp πληροφορούμαστε τους guests που συμμετέχουν στην εγγραφή – σε κάποιο tracks φωνή ο Δημήτρης Μπελενιώτης από τους Cardinals, σε κάποια άλλα farfisa η Eve Deville από τις Meanie Genies και ο Δημήτρης Μεγεντισίδης από τους Yesterday's Thoughts, θερεμίνη ο Gew-Gaw, κιθάρες ο Δημήτρης Ντελής. Τα βασικά μέλη του γκρουπ; Με σιγουριά να τα υποθέσουμε – Chris φωνή, κιθάρα, Lampros K. κιθάρα, φωνητικά, Dimitris μπάσο και Anestis ντραμς, φωνητικά. Τέλος πάντων... δεν έχουν και τη μεγαλύτερη σημασία όλα τούτα, καθώς η μουσική και τα τραγούδια τού αθηναϊκού garage γκρουπ θα είναι εκείνα που, πάντα, θα εξέχουν.
Τα τραγούδια των Snails είναι πολύ καλά, σε γενικές γραμμές, αν και εδώ δεν έχουμε τόσο απολύτως πιστό garage-punk, όπως είχαμε σε πιο παλιές ηχογραφήσεις τους. Υπάρχει βεβαίως η sixties σχετική αφετηρία, αλλά το πράγμα απλώνεται πιο πολύ, με σαφείς αναφορές σε πιο ψυχεδελικά πράγματα, και με συνολική ηχητική διευθέτηση πιο αναβιωτική και πιο eighties.
Το "Dr. Acid" περιλαμβάνει 14 tracks – όλα καλά. Μερικά βέβαια είναι πολύ καλά, ή και φοβερά και αυτά βρίσκονται εκεί προς τη μέση, όταν οι... Έλληνες Vietnam Veterans πραγματικά μεγαλουργούν στα "The burning boy", "Dr. Acid", "Falling down", "I'm on fire", "Shadow land", "Sunshine" και "A thousand miles", δίχως –το ξαναλέω– να υστερεί κανένα από τα υπόλοιπα.
Ιδιαίτερη μνεία, πάντως, οφείλουμε να κάνουμε στo "I'm on fire" στο οποίο ακούμε «ψυχεδελικό» μπουζούκι άψογα ενταγμένο στο γενικότερο πλάνο, όπως και στο φερώνυμο 7λεπτο "Dr. Acid", που αποτελεί (και σαν μεγάλη διάρκεια) μιαν άλλη άποψη των Snails, σε σχέση, πάντα, με την γκαραζοψυχεδέλεια.
Ευχή; Να κυκλοφορήσει σε LP.
4.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΡΑΣΟΠΟΥΛΟΥ: Αποστάσεις
Το «έντεχνο» άλμπουμ «Αποστάσεις» [Μικρός Ήρως] του Γρηγόρη Πολύζου και της Μαρίας Κρασοπούλου δεν είναι εντελώς καινούριο, είναι όμως από 'κείνα που δεν πρέπει, με τίποτα, να περάσουν απαρατήρητα.
Λέω τούτο, και τελειώνω πριν ξεκινήσω. Εδώ δεν ακούγεται ούτε ένα «άκυρο» τραγούδι. Κάποιο, που να είναι ή να μοιάζει με «γέμισμα», κάποιο από τα δέκα που να είναι κάπως μέτριο ή αδιάφορο, σαν αυτά που ακούμε κάθε λίγο και λιγάκι από τους τραγουδοποιούς του είδους (αλλά και γενικότερα).
Από πού να ξεκινήσουμε λοιπόν; Πάμε από το τέλος. Σπανίως συναντάς σ' αυτό το είδος του τραγουδιού μια τόσο εντυπωσιακή, επί της ουσίας, ενορχήστρωση, που να μην μπάζει και να μην «κρεμάει» από πουθενά. Ο Πολύζος έχει κάνει σπουδαία δουλειά ενοποιώντας σ' ένα σώμα τελείως διαφορετικές οργανικές πηγές. Ροκ κιθάρες (Άκης Τουρκογιώργης) με μπουζούκια (Μανώλης Καρντίνης), χάμοντ (Γιώργος Κοντραφούρης) και τρομπέτες (Αντρέας Πολυζωγόπουλος) με κρητικές λύρες (Πάρις Περισυνάκης) και γκάιντες (Γιώργος Μακρής), κλαρινέτα (Άγγελος Πολίτης), όμποε (Γιάννης Τσελίκας) και κόρνο (Τάσος Μπακούρης) με κουαρτέτα εγχόρδων (Crescendo) και άλλα πολλά – γιατί υπάρχουν και άλλα πολλά (φυσαρμόνικες, τρομπόνι, μπάσο, ντραμς, πιάνο). Ο... καλός χαμός δηλαδή, κι ένας ήχος αισθητικά και τεχνικά κρύσταλλο.
Όσον αφορά στις μουσικές και τους στίχους κι εκεί τα πράγματα στέκονται στο ίδιο υψηλό επίπεδο. Οι μελωδίες τού Πολύζου είναι εμπνευσμένες, αυθόρμητες και όχι τραβηγμένες. Συντονίζουν αληθινά τραγούδια εννοώ, όχι σχεδιάσματα – προσφέροντας στιβαρά ροκ, λαϊκά, «έντεχνα», ακόμη και «δωματίου» χρώματα.
Οι στίχοι επίσης είναι πολύ καλοί και τους γράφουν η Αυγή Βυθούλκα, η τραγουδίστρια Μαρία Κρασοπούλου και ο Πόλυς Κυριάκου. Λόγια ερωτικά και κοινωνικοπολιτικά, με σωστές και ουχί αδιάφορες διατυπώσεις. Μικρά δείγματα (Α. Βυθούλκα): «Έρχονται λόγια καταπάνω μου αδέσποτα/ έχω χορτάσει όσα κρύβει ένας γκρεμός/ Στα σουπερμάρκετ προσφορά ο ουρανός/ αιμορραγώ, μα φαίνεται ανεπαίσθητα» και (Μ. Κρασοπούλου) «Τέσσερις τοίχοι, ένα δωμάτιο πανικού/ άδεια μπουκάλια, κλεισούρα και τσιγάρο/ τώρα μιλώ σε πρόσωπο πρώτο ενικού/ να καταφέρω τη ζωή στα χέρια μου να πάρω». Είναι κι αυτό μια κατάκτηση εν τέλει. Να μιλάς απλά και να μη λες κοτσάνες ή τα ίδια και τα ίδια με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο.
Τέλος οι φωνές. Η Κρασοπούλου είναι εξαιρετική τραγουδίστρια και αν προσέξει και προσεχθεί θα πάει πολύ μπροστά. Ο Μακεδόνας, που ακούγεται σ' ένα τραγούδι, είναι κι αυτός καλός. Τέλος, ο συνθέτης Πολύζος που λέει το τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ (και με παραπέμπει, μελωδικώς, σε Θάνο Μικρούτσικο των seventies) έχει το δικαίωμα να πει κι αυτός κάτι (και εν προκειμένω τη σκληρή κατάληξη). Καλά έκανε, ενώ θα έλεγα και «ευτυχώς», καθώς το «Αριστερόστροφα-δεξιόστροφα» ακούγεται στο τέλος-τέλος τού άλμπουμ...
5.
THE DAMNATION PROJECT: Reflections
Progressive-μέταλλο (και πιο πολύ progressive) είναι το ύφος των Damnation Project, που αισίως φθάνουν στο τρίτο άλμπουμ τους (το πρώτο τους, από το 2012, είχε βγει στην Musea Records, παράλληλο label τής αναγνωρισμένης γαλλικής progressive εταιρείας Musea).
Τώρα, από πόσα ακριβώς μέλη αποτελούνται οι Damnation Project θα σας γελάσω, αν και μπορώ να υποθέσω δύο βασικούς και τους υπόλοιπους να τους εγγράψω στους guests. Έχουμε και λέμε λοιπόν Ιωάννης Δεγδέκης μπάσο, κιθάρες, πλήκτρα, φωνή και Βασίλης Γκάντζιος ντραμς, ενώ στην ολοκλήρωση τής ηχογράφησης παίρνουν μέρος, σε επιμέρους κομμάτια, και οι Ιωάννης Κακάνης φωνή, hammond, Τάσος Καραπαπάζογλου μπάσο, Μάνος Σκαραμαγκάς πιάνο, Βασίλης Στεφανής φλάουτο, Ρωξάνη Κερανοπούλου τσέλο, Νίκος Τσιλικούδης ντραμς και Άννα Στεφανή φωνή.
Εκείνο που σε κερδίζει, αμέσως, με την πρώτη ακρόαση στο αγγλόφωνο "Reflections" [Private], είναι το άνετο στυλ της μπάντας. Οι άνθρωποι παίζουν φοβερά, αβίαστα, χαλαρά (μέσα στην έντασή τους), βγάζοντας εξαιρετικά κομμάτια, στα οποία κυριαρχεί η (καλή) progressive μελωδία. Αυτό δεν το βρίσκεις εύκολα σε ελληνικά συγκροτήματα τέτοιου τύπου – μπορεί να το βρίσκεις σε ιταλικά, σε γαλλικά ή σε ισπανικά, αλλά σε ελληνικά όχι (εύκολα). (Θα θυμάμαι πάντα τους Apocalypsis, των Παλαμίδα-Δερτιλή, από τα early 80s, έτσι σαν μια θολή ανάμνηση, όπως και κάποιους ακόμη, σαν τους Tulipe Noire ή τους λιγότερο γνωστούς Tavalion και τη συνέχειά τους τούς Master Key).
Τέλος πάντων... και για να μην πολυλογούμε. Οι Damnation Project είναι ένα πρώτης τάξεως συγκρότημα, όπως πρώτης τάξεως είναι το "Reflections", όπως εξαιρετικές είναι και οι συνθέσεις τους "Tears of love, "Reflections part I" και "Dorian Grey (without a portrait)", δίχως να υστερεί καμία από τις υπόλοιπες.
Με πέντε λέξεις: ένα ελληνικό απολαυστικό ροκ άλμπουμ.
6.
B-SIDES: The End is Near
Όταν κάποτε έγραφα, με αφορμή το δισκάκι των B-Sides "Mom", πως «οι καλοβαλμένες συνθέσεις τους ρέουν δίχως αναχώματα, με ωραίες μελωδικές φράσεις, κιθαριστικά riffs που προσθέτουν στα κομμάτια, χορευτικά πλεονεκτήματα, τέλεια, αρμονική, κιθαριστική ποπ αφήγηση, παρότι ορισμένες φορές μού δίνεται η εντύπωση πως λείπουν τα keyboards, από το είδος της ποπ που αναπτύσσουν οι B-Sides...» ήξερα τι έλεγα. Οσμιζόμουν, δηλαδή, πως με τα πλήκτρα το πατρινό συγκρότημα θα έκανε άλμα προς τα μπρος, παρέχοντας στα τραγούδια του ακόμη πιο καθαρό αέρα. Και να που τούτο συνέβη στην πορεία –δεν λέω πως άκουσαν εμένα, λέω πως είδαν εκείνο που είχα δει κι εγώ– φέρνοντας τους B-Sides περισσότερο κοντά στα ραφινάτα eighties.
Το "The End is Near" [B-otherSide] είναι ένα άμεμπτο long play –περιττό να το πω, αλλά ας το πω–, αφού όλα τα κομμάτια, και τα οκτώ, έχουν νόημα και λόγο, ασχέτως αν ορισμένα απ' αυτά μπορεί να ξεχωρίζουν εν σχέσει με κάποια άλλα. Σαν να λέμε τα... καλύτερα από τα καλά.
Το γκρουπ (Andrew τραγούδι, Chris κιθάρες, George κιθάρες, Yannis μπάσο, Christos ντραμς) δεν είναι απλώς δεμένο, είναι κάτι παραπάνω, μιας και οι ενορχηστρώσεις και τα πλήκτρα των Chris και Sak παρέχουν μεγαλύτερο εκτόπισμα στον ήχο του, κάνοντας τόσο τα τραγούδια ("Sad song"), όσο και τα οργανικά ("Future days") ν' ακούγονται πιο ελκυστικά. Αυτά για την πρώτη πλευρά...
Η δεύτερη θ' ανοίξει με το "Feather", ένα εξ ίσου δυνατό οργανικό που εξελίσσεται με το χρόνο του, με απλές κιμπορντικές πινελιές (σαν έξτρα) και λιγότερο απλές όταν περιγράφεται η μελωδία, και που παρέχει τη θέση του στο "Lost" – κομμάτι που μεταφέρει στο τώρα μιαν αύρα από Depeche Mode (και άλλα τινά των mid-80s). Το "Drops", που ακολουθεί είναι κι εκείνο οργανικό, οδεύοντας προς το downtempo, με την moody μελωδία να κυριαρχεί, λίγο πριν φθάσουμε στο τέλος με το "Someone else (The end is here)", που είναι ένα τραγούδι με επικό απογειωτικό τέλος.
Μόλις 150 αντίτυπα από την B-otherSide, γι' αυτό το δεύτερο LP των B-Sides, που, δυνητικά, αφορά σε πολύ περισσότερους.
www.b-otherside.gr, www.b-sides.gr
7.
ΚΑMP: Clairvoyance
Οι Kamp είναι ένα σχετικά καινούριο ελληνικό γκρουπ. Σχηματίστηκαν το 2012 και σήμερα αποτελούνται από τους Γιάννη Καμπουρόπουλο τραγούδι, κιθάρες, κρουστά, Νίκο Κουτσοποδιώτη κιθάρες, Μιχάλη Ευδαίμων μπάσο και Αντώνη Δούνια ντραμς. Δεν ξέρω αν αυτά τα ονόματα ανακαλούν κάτι στους φίλους του πιο σύγχρονου ελληνικού ροκ (πείτε το alternative, indie ή όπως αλλιώς θέλετε), αλλά επειδή μπορεί και όχι να πούμε πως ο Καμπουρόπουλος (ως Johnny Camp) υπήρξε τραγουδιστής των εξαίρετων Closer, εκεί γύρω στο 2000 (τραγουδά στο άλμπουμ "Suddenly Comes..." π.χ.), ενώ και ο Δούνιας ήταν πριν στους Next Time Passions. Υποθέτω δε πως και οι υπόλοιποι μουσικοί θα έχουν, κι εκείνοι, την ιστορία τους. Εν πάση περιπτώσει εδώ δεν θα μιλήσουμε για ιστορία, αλλά για το καινούριο άλμπουμ του συγκροτήματος, που τιτλοφορείται "Clairvoyance" [Ανεξάρτητη Παραγωγή] και που κυκλοφόρησε πριν κάποιους μήνες.
Τα τραγούδια του Καμπουρόπουλου (άπαντα δικά του – μουσικοί και στίχοι) είναι ολοκληρωμένα στη βάση τους. Δεν τους λείπει εννοώ απολύτως τίποτα, ενώ και με την περαιτέρω ενοργάνωσή τους (απ' όλο το γκρουπ) αποκτούν ακόμη πιο πλήρη χαρακτηριστικά, αγγίζοντας το τέλειο. Τι εννοούμε όταν λέμε «τέλειο»;
Πως τα τραγούδια χαίρουν απολύτως πειστικών μουσικών, στίχων, ερμηνειών, ηχογράφησης, παραγωγής και τα λοιπά, και τα λοιπά. Πρόκειται, δηλαδή για μιαν ακόμη ζηλευτή δουλειά ενός ελληνικού συγκροτήματος, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απολύτως από άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά, που κινούνται στο εν λόγω στυλ, σ' εκείνο του εναλλακτικού ροκ, και κυρίως στο αυτό υψηλό επίπεδο.
Μελωδίες στέρεες, που δεν χάνουν από πουθενά, στίχοι (στην αγγλική) και με τις προσήκουσες κοινωνικές αναφορές, δυνατές ερμηνείες, που πάνε παράλληλα με τα κομμάτια χωρίς να τα υπερβαίνουν, παιξίματα εννοείται άψογα, ριγμένες «ατμόσφαιρες», εδώ κι εκεί, όταν και όπου πρέπει.
Φυσικά μέσα σε μια τέτοια δουλειά, που κινείται σ' αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, πάντα κάτι θα υπάρχει που να ξεφεύγει προς τα πάνω. Και αυτό δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από τέσσερις-πέντε τραγουδάρες όπως το "Waste land", το "Galileo", το "Release me" (εκεί προς τη μέση), το αρχικό "Nonsense", το δεύτερο "Humans", που κερδίζουν, όχι άδικα, τις πρώτες εντυπώσεις.
Το "Clairvoyance", που έχει τον τίτλο του αγαπημένου μου LP των Screaming Trees (USA), είναι ένα άλμπουμ που σε κάνει να αισθάνεσαι πλήρης ως ακροατής – κι αυτό δεν το λες για κάθε τι κάθε μέρα.
8.
ΔΗΜΟΣΙΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΡΕΤΙΡΕ: Σημειώσεις Για Τη Διαχείριση Του Πανικού - Το Περιοδικό, Τεύχος 1
Μια ωραία εταιρική συνεργασία φέρνει ξανά στο φως, και μάλιστα σε βινύλιο, ένα παλιό CD-R του θρυλικού Δημοσιοϋπαλληλικού Ρετιρέ – το πρώτο τεύχος, έτσι το αποκαλούσαν, του ηχητικού περιοδικού Περιοδικό από το 2002. Μέσα σε τέσσερα χρόνια (2002-2006) το Δ.Ρ. «τύπωσε» εννέα τεύχη του Περιοδικού, όλα σε πολύ περιποιημένα, από πάσης απόψεως, σιντάκια, πράγμα που σημαίνει πως αν μπει το πρόγραμμα του εταιρικού συνασπισμού AAR, orila, REKEM σε σταδιακή υλοποίηση θα έχουμε να λέμε...
Να τι είχα γράψει για τη συγκεκριμένη ηχογράφηση τον Ιούνιο του 2003 στο Jazz & Τζαζ, μιαν ηχογράφηση που τώρα την απολαμβάνουμε σ' έναν περιποιημένο δίσκο βινυλίου με ωραίο innersleeve:
«Μοναδική περίπτωση για την ελληνική free/ avant/ improv σκηνή, οι Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ επανεμφανίζονται μ' ένα καινούριο CD-R, το οποίο, όπως και οι ίδιοι θέλουν, επέχει ρόλο περιοδικού. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με εκατό λέξεις αυτό που παρουσιάζουν οι Αλεξάνδρα Κατσιάνη, Ντάνης Τραγόπουλος και Θανάσης Χονδρός. Υπάρχει, οπωσδήποτε, ένα έντονο προκλητικό στοιχείο στους στίχους και τις αφηγήσεις, το οποίο, είτε μέσα από το σουρεαλιστικό πνεύμα του (Τα μάρμαρα του Παρθενώνα), είτε μέσα από μιαν αέναη επαναληπτικότητα (Όταν θα βγω στη σύνταξη), είτε εξαιτίας ενός ενεργητικού χιούμορ (Ο στραγγαλιστής) επιχειρεί να πει πράγματα, να περιγράψει αλήθειες. Από την άλλη, οι μουσικές δεν έχουν τίποτα το επιλήψιμο. "Ζαππισμοί" της ύστερης εποχής, οι οποίοι, ως σύνολο, στέκονται άψογα, συχνά και με το παραπάνω (Καταλήψεις). Το περιοδικό των Δ.Ρ. δεν σκίζεται. Τεντώνεται, για να το ακούσει ο γείτονας».
Ναι, αυτό το τελευταίο, αυτή η τελευταία πρόταση είναι εκείνο που βρίσκω πιο καίριο τώρα.
Έβαλα το volume στο 5 και άκουσα ξανά τις «Σημειώσεις για τη διαχείριση του πανικού» πεπεισμένος, για μιαν ακόμη φορά, πως βρισκόμουν στο κέντρο ενός προκλητικού και σίγουρα αξιοθαύμαστου ηχητικού installation.
σχόλια