Η αφορμή για να ανέβουμε στον δέκατο όροφο του Χόντου στην Ομόνοια ήταν η συνέντευξη του Πετρολούκα Χαλκιά. Μας έδωσε ραντεβού στο καφέ του πολυκαταστήματος και, βγαίνοντας από το ασανσέρ, (το οποίο από το ισόγειο σε πάει κατευθείαν στον δέκατο, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις), η εικόνα που αντικρίσαμε μας μετέφερε σε μια Ομόνοια περασμένων δεκαετιών, αυτή που υπάρχει πλέον ως περιγραφή σε βιβλία και δεν έχει καμία σχέση με ό,τι συναντάς σήμερα ως περαστικός από την πλατεία. Παντού στην μεγάλη αίθουσα του café καλοντυμένοι κύριοι και κυρίες, στην πλειοψηφία τους συνταξιούχοι, άνθρωποι που δεν βλέπεις ποτέ να κυκλοφορούν στην Ομόνοια κάθονται σε παρέες (και αρκετοί μόνοι) και πίνουν καφέ, τρώνε, κουβεντιάζουν, δείχνουν να αισθάνονται άνετα και να περνάνε καλά. Κάνοντας βόλτα ανάμεσα στα τραπέζια για να βρούμε κάποιο άδειο να καθίσουμε, καταλαβαίνουμε ότι η κατάσταση που δημιουργείται στο συγκεκριμένο café είναι πολύ ξεχωριστή. Οι μεγάλης ηλικίας άνθρωποι που μαζεύει έρχονται από κάθε περιοχή της Αθήνας, άνθρωποι που κάποτε είχαν το στέκι τους στην πλατεία και το έχασαν με την σταδιακή υποβάθμισή της, άνθρωποι που δούλευαν στο κέντρο μια ζωή και συνήθισαν να κυκλοφορούν στα πέριξ της πλατείας, άνθρωποι που σύχναζαν αλλού τα προηγούμενα χρόνια αλλά οι οικονομικές δυσκολίες τους ανάγκασαν να ψάξουν για μέρη που αντέχει η τσέπη τους, όλοι συναντιούνται στον δέκατο όροφο του Χόντου και δημιουργούν ένα περιβάλλον που, όπως μάς είπε κάποιος στη συνέχεια, είναι «παιδική χαρά για ηλικιωμένους» ή το δικό τους «νηπιαγωγείο». Έλληνες, ξένοι, αριστοκράτες που παλιότερα σύχναζαν στο Κολωνάκι, επαρχιώτες που έχουν επιστρέψει στις πατρίδες τους και έρχονται ως επισκέπτες στην Αθήνα, γιατροί, δικηγόροι, πρώην πλασιέ και αλλοδαπές οικιακές βοηθοί που φροντίζουν αρρώστους ανακατεύονται σε ένα πλήθος με ποικιλία που αγναντεύει την Αθήνα από τον δέκατο όροφο αναζητώντας μικρές δόσεις νοσταλγίας. Την πρώτη φορά που πήγαμε για το ρεπορτάζ δεν δεχόταν κανείς να μας μιλήσει, δεν ήθελε κανείς να φωτογραφηθεί, όλοι ήταν καχύποτοι και άρνητικοί όταν άκουγαν ότι κάναμε θέμα για εφημερίδα, ήταν εντυπωσιακό το πόσο έχει αλλάξει η άποψη που έχουν αυτοί οι άνθρωποι για τα μέσα και τους δημοσιογράφους. Χρειάστηκε να τους προσεγγίσουμε ξανά και ξανά για να πείσουμε να πουν δυο λόγια (γιατί οι περισσότεροι πάνε στο ίδιο μαγαζί κάθε μέρα, την ίδια ώρα), κάνοντας σε όλους την ίδια ερώτηση: «Πόσο έχει αλλάξει η Ομόνοια σήμερα από αυτή που θυμάστε στις καλές μέρες;». Οι «καλές μέρες» και χωρίς να τις ορίσεις, παραπέμπουν μόνο στο παρελθόν.
Ο Παναγιώτης πίνει καφέ μόνος του μέσα στο χώρο των καπνιζόντων (που ξεχωρίζει από τη μεγάλη αίθουσα με γυαλί). Είναι ο πρώτος που δέχεται να μας μιλήσει και μας προσφέρει καρέκλα να καθίσουμε μαζί του. (Τον συναντήσαμε στο ίδιο σημείο και τις τρεις μέρες που πήγαμε στο κατάστημα για ρεπορτάζ). Πίνει τον καφέ του χαλαρός και καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. «Έρχομαι πολλά χρόνια στην Ομόνοια», μας λέει. «Έρχομαι σταδιακά πια γιατί μένω στην επαρχία και την επισκέφτομαι για έναν-δύο μήνες, φιλοξενούμενος από συγγενείς. Παλιότερα η Ομόνοια ήταν πολύ διαφορετική. Το κτίριο που βρισκόμαστε ήταν το ξενοδοχείο Ομόνοια, και όπως είναι σήμερα ο Χόντος ήταν το Μινιόν στην Πατησίων. Μου το θυμίζει αρκετές φορές και μου αρέσει πολύ εδώ μέσα. Η φυσιογνωμία της Ομόνοιας έχει αλλάξει πολύ πια, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτή που γνώρισα το '80. Στην Αθήνα ήρθα το 1983, εργαζόμουν σε ένα κέντρο διασκέδασης στην πλατεία Αμερικής, στο Αρχοντικό του Σαράντη, Φυλής 244. Δούλευα εκεί ως μίμος. Τώρα έχω γυρίσει στην Πρέβεζα, από κει είναι η καταγωγή μου, Πρεβεζάνος, ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα. Ασχολούμαι και με τη ζωγραφική και με επιγραφές. Και με τη μουσική. Για μια δεκαπενταετία τα πήγα πολύ καλά στη δουλειά μου, τώρα τα πράγματα έχουν καταρρεύσει. Το κάθε μέρος έχει και τα καλά του και τα κακά του. Στην κωμόπολη που μένω είναι καλά, αλλά δεν έχεις ό,τι θέλεις. Εδώ που έχεις ό,τι θέλεις είναι δύσκολο να τα βγάλεις πέρα. Σε τρώει το άγχος. Είναι μαζεμένη η μισή Ελλάδα στην Αθήνα». Τον ρωτάω γιατί κάθεται κοιτάζοντας το βάθος του μαγαζιού όταν μπορεί να βλέπει πίσω του την Ακρόπολη. «Μου αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους», λέει. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Ο κύριος Απόστολος κάθεται μαζί με άλλους τρεις φίλους του και συζητούν έντονα και στην αρχή είναι αρνητικοί όταν τους ρωτάω αν μπορώ να τους ενοχλήσω για το ρεπορτάζ. Όταν γυρίζουμε να φύγουμε ο κύριος Απόστολος σηκώνεται και μας ρωτάει «τι είστε;». Του λέμε ότι ετοιμάζουμε ένα κομμάτι για την Ομόνοια και ξαφνικά αλλάζει στάση και μας συστήνεται. Δηλώνει συγγραφέας. Έχει γράψει ένα βιβλίο για την παιδική του ηλικία στο νησί (την Λευκάδα, όλοι στην παρέα είναι Λευκαδιώτες) και τώρα γράφει τα απομνημονέυματα από τα χρόνια στην Αθήνα. «Στην Ομόνοια έρχομαι από το Νοέμβρη του 1966», μας λέει, «εδούλευα στο μπακάλικο του Καπλάνους στα Χαυτεία, στην Αιόλου, τότε ένα από τα μεγαλύτερα μπακάλικα των Αθηνών και από τις αρχές Μαρτίου του '67 άρχισα να πηγαίνω ανθοδέσμες στην Πανεπιστημίου και στην πλατεία Ομονοίας. Από τότε μέχρι που πήγα φαντάρος. Κατόπιν, όταν απολύθηκα από φαντάρος, άνοιξα γραφείο με δική μου δουλειά στην Ομόνοια, στη Σωκράτους, απέναντι από το Αμπασαντέρ, εκεί που σήμερα είναι το εφετείο. Απέναντι από του Λουμίδη ήταν το Αστόρια, στη γωνία ήταν ο Μπράβος και το κτίριο που έχει τώρα η Εθνική Τράπεζα στην Ομόνοια ήταν του Πράπα το ζαχαροπλαστείο. Εκεί πήγαιναν οι πιο αριστοκράτες και έπιναν καφέ. Η πλατεία ήταν κυκλική, κάναν κύκλο τα αυτοκίνητα. Είχε τα νερά, το συντριβάνι, δύο τροχονόμους. Έναν στα Χαυτεία, στο φαρμακείο του Μαρινόπουλου, και άλλον έναν μπαίνοντας στην πλατεία. Τότε ο κόσμος στην Ομόνοια ήταν κυρίως επαρχιώτες γιατί κάτω από την Αγίου Κωνσταντίνου και μέχρι την πλατεία Μεταξουργείου ήταν τα ΚΤΕΛ. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Από έξι χρονών στην πατρίδα μου γύρναγα στα πανηγύρια ως μικροπωλητής. Όταν ήρθα στην Αθήνα, την ημέρα παρέδιδα ανθοδέσμες και τα βράδια γύρναγα στα μαγαζιά και πουλούσα γαρδένιες. Στα καμπαρέ, στις ταβέρνες, στα πάρκα, στις πλατείες, Φωκίωνος Νέγρη, Σύνταγμα. Όλη η πλατεία Συντάγματος ήταν γεμάτη τραπέζια. Τα πιο πολλά καμπαρέ ήταν στην οδό Νίκης και στην οδό Βουλής, αλλά το καλύτερο ήταν το Copacabana στην Όθωνος. Και είχε και μερικά στην πλατεία Βάθης. Όταν έκλεινε το ανθοπωλείο στις 9 το βράδυ πήγαινα στη νυχτερινή σχολή, στον Γαλιλαίο, και μετά έπαιρνα το καλαθάκι και πήγαινα στην Πλάκα στις ταβέρνες ή στα καμπαρέ και τις πλατείες. Έτσι γνώρισα την Αθήνα. Όταν έγινε η αγορά στην Αθηνάς μαζεύτηκε ο υπόκοσμος, οι γυναίκες περίμεναν έξω από τα ξενοδοχεία για να σε πάρουν για λίγο, ήταν πιάτσα. Βέβαια, τότε στην Αθήνα ήταν λίγα τα σπίτια που ήταν οίκοι ανοχής, κυρίως υπήρχαν στην Τρούμπα, στη Νοταρά. Όταν ερχόταν ο ξένος στόλος το αφεντικό με έστελνε να πουλήσω λουλούδια κι εκεί. Έφτανα μέχρι την Πολιτεία και το Κεφαλάρι για να πουλήσω γαρδένιες, όπου πήγαιναν τα ζευγαράκια. Μπορεί να ήρθα στην Αθήνα μικρός και να έκλαιγα, γιατί ήθελα τη μάνα μου, αλλά δούλευα, γιατί μου άρεσε το χρήμα πολύ. Μετά τα λουλούδια έγινα πλασιέ και για 55 χρόνια πούλαγα βιβλία. Σε καθημερινή βάση έψαχνα να βρω πελάτες και είχα μεγάλη πειθώ. Την δουλειά μου την διασκέδαζα, έπαιρνα την τσάντα στο χέρι και κελαηδούσα. Και δεν την έχω χάσει. Κι ακόμα και τώρα θα μπορούσα να σου πουλήσω βιβλίο». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Ο κύριος Λάμπρος είναι 81 ετών και χήρος (έτσι μας συστήνεται). Στα νιάτα του ήταν φαρμακοποιός. «Άργησα να παντρευτώ», λέει, «έκανα οικογένεια σε μεγάλη ηλικία και το εγγόνι μου είναι μικρό, πάει στο νηπιαγωγείο. Κάθε πρωί περνάω να το δω πριν πάει στο σχολείο και μετά έρχομαι εδώ, στο δικό μου νηπιαγωγείο. Έρχομαι πάνω από εξήντα χρόνια στην Ομόνοια για καφέ, το χούι δεν κόβεται, έχω ζήσει την πλατεία όταν ήταν γεμάτη μαγαζιά και το ξέρω αυτό το μέρος από τότε που ήταν ξενοδοχείο. Μου αρέσει πολύ η ατμόσφαιρα εδώ, έχει μια ευγένεια που δεν την βρίσκεις πια στην Αθήνα, πίνω τον καφέ μου, βλέπω λογιών-λογιών κόσμο και κάνω γνωριμίες. Έχει πολλές κυρίες που μπορείς να πιάσεις κουβέντα». «Τι είδους γνωριμίες;». «Όχι πονηρές. Πολιτισμένα πράγματα. Συζητάμε, λέμε τα οικογενειακά μας, τα προβλήματά μας, θυμόμαστε τα παλιά». Την ώρα που μιλάμε σηκώνεται και πάει στο διπλανό τραπέζι όπου κάθονται δύο κυρίες που μιλούν μάλλον ρώσικα -απορροφημένες στην κουβέντα τους. Τους ζητάει να φωτογραφηθούν μαζί κι εκείνες αρνούνται. Σηκώνεται κι επιστρέφει απογοητευμένος στο τραπέζι του. Χωρίς παρέα αρνείται κι αυτός να φωτογραφηθεί! Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
«Κοίταξε, μην με βγάλεις εμένα, άσε με να χαρείς», λέει μια κυρία πίσω μας, «μην μας βγάλεις φωτογραφία με άλλους και μας δουν στα σπίτια μας και σκοτωθούμε». Είναι μαζί με μια φίλη της και πίνουν καφέ. Της εξηγούμε ότι δεν βγάζουμε κανέναν, χωρίς τη θέλησή του και ηρεμεί. Μας προσφέρει καρέκλα να καθίσουμε και μας λέει ότι δούλευε για χρόνια στην Ομόνοια, Απελλού 4, σε έναν εκδοτικό οίκο που πλέον έχει κλείσει. «Ήταν μια Αθήνα αλλιώτικη, όλο γοητεία και ομορφιά, ενώ τώρα είναι μια Αθήνα της σαβούρας. Όλος ο κόσμος έρχεται εδώ γιατί είναι φτηνός ο καφές. Έχει ωραία θέα. Οπωσδήποτε εμείς οι άνθρωποι που δουλέψαμε όλη μας τη ζωή και ζούσαμε στην Αθήνα θέλουμε να πιούμε στα γεράματα κι ένα καφεδάκι. Καφεδάκι σκέτο και τίποτε άλλο. Προσθέταμε και κάτι άλλο δίπλα του πιο παλιά, τώρα δεν έχουμε λεφτά για τέτοια, έχουμε μόνο για καφέ. Και σιγά-σιγά θα κοπεί και αυτός. Οι συντάξεις εκμηδενίζονται, κι αφού είμαστε γιαγιές και δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε μια σοκολάτα στα εγγόνια μας, δεν θα πάρουμε ούτε για τον εαυτό μας. Δεν είναι παραμυθένια η ζωή μας, καθόμαστε και συζητάμε τα ίδια προβλήματα όλη την ώρα: πώς θα περάσουμε αύριο. Κι ίσως είμαστε από τις λίγες από την παρέα που πίνουμε έξω έναν καφέ. Κόψαμε την ταβέρνα, κόψαμε την πιτσαρία, κόψαμε τα πάντα. Και μην θεωρείτε ότι αυτοί έδώ είναι προνομιούχοι που πίνουν καφέ, στην τσέπη τους έχουν ένα τάλιρο και δίνουν 1,95 ευρώ για το καφεδάκι. Είναι μια συνήθεια που την έχουμε χρόνια και αν την κόψουμε θεωρούμε ότι μπήκαμε στο περιθώριο. Ερχόμαστε εδώ πιο πολύ για ψυχολογικούς λόγους. Αυτή είναι η ζωή του συνταξιούχου Έλληνα. Και όσο για την Αθήνα, χάθηκαν από το κέντρο τα ωραία ζαχαροπλαστεία, τα μαγαζιά της Αιόλου που έσφιζε από ζωή και το μεσημέρι φεύγαμε με τις τσάντες γεμάτες και σκοτωνόμασταν ποιος θα πάρει το ταξί... Τώρα δεν κοιτάμε τις βιτρίνες, ούτε τα μαγαζιά, κοιτάμε μόνο αυτά που έχουν προσφορά ένα ευρώ. Στο σπίτι λέμε ψέματα και ερχόμαστε σκαστές για κανένα καφεδάκι, όχι γιατί θα έχουν πρόβλημα, αλλά δεν θέλουμε να δώσουμε δικαίωμα ότι βγαίνουμε βόλτα με τόσες δυσκολίες». «Από πού έχετε έρθει;». «Από τον Άγιο Δημήτριο η φίλη μου, από το Αιγάλεω εγώ». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
«Είναι πολύ χαμηλό το επίπεδο της ζωής πια», συνεχίζει ένας κύριος που κάθεται στο διπλανό τραπέζι. «Έχουν γεμίσει οι δρόμοι από ανθρώπους που ζητάνε βοήθεια, που κοιμούνται στο δρόμο, δεν τη θυμάμαι ποτέ τόσο χάλια την Αθήνα. Έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, κάποτε ήμουν ναυτικός. Τώρα είμαι συνταξιούχος και ζω σχεδόν αποκλειστικά μέσα στο σπίτι μου. Μένω στο κέντρο της Αθήνας και έρχομαι εδώ με τα πόδια. Αν έπρεπε να πάρω μέσο μεταφοράς, δεν θα μου έφταναν τα λεφτά να μετακινηθώ. Τώρα πίνω και κανένα καφεδάκι». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
«Από τότε που έδιωξαν τα ανθοπωλεία και τα τραμ χάλασε η Ομόνοια», λέει ο κύριος Δημήτρης που κάθεται μόνος του παραδίπλα. «Εγώ γεννήθηκα εδώ, στο Θησείο, και από μικρό παιδάκι την ζω την Ομόνοια. Ήταν η βόλτα μου. Έβαλαν μετά αυτό το άσχημο άγαλμα που έχουν τώρα μπροστά στο Χίλτον, μετά δεν τους άρεσε κι αυτό, το έβγαλαν και έκαναν αυτό το χάλι το σημερινό. Η πλατεία είναι εντελώς καταστρεμμένη». Μας λέει ότι ήταν οφθαλμίατρος πριν βγει στη σύνταξη. «Γιατρός για τα μάτια του κόσμου». Θυμάται το Σινεάκ που τον πήγαινε ο αδερφός της μητέρας του να δουν ταινίες, και μετά σε ένα εστιατόριο στην αρχή της Πανεπιστημίου «για να πιουν την μπίρα τους και να φάνε την τυρόπιτά τους». Και μετά έπαιρναν το τραμ για το Θησείο. «Τώρα έρχομαι με το μετρό και δεν κυκλοφορώ καθόλου στην επιφάνεια της πλατείας» μας λέει, «βγαίνω από το τρένο και ανεβαίνω κατευθείαν εδώ, για να μην δω καθόλου αυτά τα χάλια». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Οι τρεις κυρίες που κάθονται κοιτάζοντας το λόφο του Λυκαβηττού είναι Ρωσίδες. Δεν θέλουν να μας πουν τα ονόματά τους, ούτε να φωτογραφηθούν, αλλά έχουν πολλά να πουν για τη ζωή στην Αθήνα. Φορούν τα καλά τους, είναι περιποιημένες και βαμμένες έντονα, παρόλο που είναι 11 το πρωί. Η μία είναι 25 χρόνια στην Ελλάδα, ήρθε πρώτη να βρει δουλειά και μετά έφερε τα παιδιά της, μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν εδώ –«όλα με Έλληνες», λέει. Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύει σε εστιατόριο. «Στην αρχή από την ώρα που άνοιγε μέχρι τα μεσάνυχτα που έκλεινε, χωρίς ένσημα και χωρίς καμία ασφάλιση, αλλά μετά τα είχα όλα κανονικά και καλά λεφτά, γιατί ακόμα ήταν καλές εποχές, δεν πείναγε ο κόσμος. Τώρα η κατάσταση θυμίζει τη Ρωσία τότε που φύγαμε. Η Αθήνα τότε ήταν πιο όμορφη, αλλά και σήμερα, αν εξαιρέσεις την κατάσταση στο κέντρο, πάλι όμορφη είναι. Από δω πάνω που είναι ψηλά και δεν βλέπεις τη φτώχια και τη δυστυχία είναι πάρα πολύ ωραία πόλη. Κοιτάς δεξιά αριστερά και βλέπεις πολιτισμό, την Ακρόπολη, μου αρέσει τόσο πολύ εδώ που δεν τη νοστάλγησα ποτέ την πατρίδα μου. Μόλις πάω, θέλω να φύγω». Μιλάει εξαιρετικά τα ελληνικά. «Σπούδασα αρχαιολογία» μας λέει, «δούλεψα και μερικά χρόνια σε μουσείο , αλλά έχασα τον άντρα μου και έμεινα χήρα με τρία μικρά παιδιά, έτσι αποφάσισα να φύγω. Στην Ελλάδα ήρθα με την ελπίδα να βρω δουλειά στον τομέα μου, αλλά καλό ήταν και το μαγαζί, δεν έχω παράπονο, με αυτό μεγάλωσα τα παιδιά μου, τα σπούδασα. Κάθε πρωί ερχόμαστε εδώ για πρωινό γιατί είναι ένα μέρος που βλέπεις καλό κόσμο, έχει φτηνό καφέ και την πιο ωραία θέα. Δεν έχει καμία σχέση με τη μιζέρια της Ομόνοιας. Οι Έλληνες είναι καλοί άνθρωποι, λίγο γκρινιάρηδες τελευταία, γιατί ακούς μόνο παράπονα για την απότομη φτώχια, αλλά ποτέ δεν με έχουν κάνει να αισθανθώ άσχημα. Ούτε καν τότε που δεν ήξερα τη γλώσσα». (Δεν είναι οι κυρίες της φωτογραφίας).Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
«Στην Ομόνοια έρχομαι πολλά χρόνια, από τότε που φτιάχτηκε εδώ ο Χόντος» μας λέει ο κύριος Γιάννης, «από τότε που τον διαμόρφωναν όταν ήταν ακόμα ξενοδοχείο Ομόνοια, γιατί ήμουν ο υπηρεσιακός γιατρός. Το μαγαζί αυτό είναι ένας κόμβος, μαζεύει ανθρώπους από όλη την περιφέρεια, οι οποίοι έρχονται από το τρένο κατευθείαν στο μαγαζί. Βοηθάει και το μετρό. Από δω πάνω βλέπεις Ακρόπολη, βλέπεις Λυκαβηττό, βλέπεις Τουρκοβούνια, την κίνηση της Σταδίου, αν διαμορφωνόταν λίγο και η πλατεία να γίνει πιο φιλική για τον κόσμο, θα ήταν πολύ καλύτερα. Έρχονται άνθρωποι από κάθε μέρος της Αθήνας από το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ –και το βράδυ είναι ακόμα πιο ωραία, όταν φωτίζονται ο λόφος του Λυκαβηττού και η Ακρόπολη». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
Η κυρία: «Έρχομαι στην Ομόνοια πάνω από σαράντα χρόνια», λέει και όταν ακούει ότι είμαστε από τη LIFO μας λέει ότι τη διαβάζει φανατικά, έχει κρατήσει όλα τα τεύχη και τα βγάζει πού και πού και τα ξαναδιαβάζει! «Κάποτε, με τα σιντριβάνια ήταν πολύ ωραία η πλατεία, τώρα είναι παρηκμασμένη και δεν σε προδιαθέτει να καθίσεις, τη διασχίζεις και περνάς γρήγορα. Θέλω να πάω στο θέατρο το Εθνικό και δεν πάω επειδή τα βράδια η περιοχή δεν είναι μέρος για μια γυναίκα. Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό το μαγαζί. Είναι άλλος κόσμος εδώ».Ο κύριος: «Έρχομαι από τότε που με πήγαινε ο πατέρας μου στο Ρεξ, στο σινεμά στο υπόγειο για να δούμε παιδικά προγράμματα, την δεκαετία του '50 ήταν ο μόνος κινηματογράφος που είχε παιδικά. Και ήταν ωραία τότε, τουλάχιστον ως εικόνα, αλλά τα κασελάκια και οι λούστροι έδιναν την ίδια εντύπωση που δίνουν τώρα οι άνθρωποι που βλέπεις να συχνάζουν στα παγκάκια. Η αντίληψη που επέβαλλαν οι αρχιτέκτονες έχουν κάνει την πλατεία να μην είναι βιώσιμη. Περνάμε γρήγορα-γρήγορα. Παλαιότερα την περπατάγαμε. Όταν ήμουν φοιτητής τη δεκαετία του '60 περπατάγαμε με την παρέα μου από την Ομόνοια, την Αγίου Κωνσταντίνου και πηγαίναμε πάνω, μέχρι το Σύνταγμα. Όπως έχει γίνει σήμερα, δεν είναι εύκολο να το κάνεις. Είναι αποτέλεσμα της δομής της κοινωνίας και της στάσης της πολιτείας αυτό. Το Σύνταγμα είναι βιώσιμο, ευτυχώς. Οι νέες γενιές δεν την ξέρουν την Ομόνοια, δεν την έχουν στέκι, είναι μόνο πέρασμα, γι' αυτό και στο μαγαζί αυτό έχει μόνο μεγάλης ηλικίας άτομα. Θυμάμαι ένα χρονογράφημα που είχε γράψει κάποτε ο Ψαθάς για τον "πύραυλο" της Ομόνοιας, στο σιντριβάνι είχε πίδακες και ένας πήγαινε στραβά, ήταν αστείος κι έμοιαζε με πύραυλο». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
«Κάποτε πηγαίναμε στο Κολωνάκι, αλλά η περιοχή δεν είναι πια για μας, ή εμείς δεν είμαστε πια για εκεί. Δεν ερχόμαστε εδώ από ανάγκη μόνο αλλά και από επιλογή, είναι βολικά από πλευράς συγκοινωνίας και φτηνά και οι άνθρωποι είναι ευγενικοί, δεν μετράνε τη ζάχαρη που θα πάρεις. Η Ομόνοια είχε το χάλι της πάντα, χάλι ήταν και χάλι παρέμεινε, έχει υποστεί πολλές αλλαγές γιατί έχει αλλάξει κι ο κόσμος. Κι ο κόσμος δεν είναι καθόλου καλά σήμερα, πώς να είναι καλά η πόλη;». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LIFO
το πιο τρομακτικό με όλα αυτά είναι ότι οι νέοι πλέον θεωρούν το τριτοκοσμικό ως απόλυτα φυσιολογικό. Γιατί ουδέποτε έζησαν σε άλλη κατάσταση. lolΤι ωραία που ήταν ε;Όχι πριν 100 χρόνια. Ακόμη και το 90 η Ομόνοια ήταν ελκυστικό μέρος.
σχόλια