Είναι λογικό ο ηθοποιός Ρόμπερτ Πάουελ να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των ΜΜΕ σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, κάθε Πάσχα ειδικά που είναι –υποτίθεται– η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης και ο φρανκοτζεφιρέλιος «Ιησούς από τη Ναζαρέτ» δεν έχει πάψει να προβάλλεται από τους τηλεοπτικούς δέκτες παγκοσμίως. Ωστόσο, εγώ λέω να ασχοληθώ με έναν άλλο Ιησού Χριστό, αυτόν του Πιερ Πάολο Παζολίνι, που δεν διέθετε ούτε ξανθιά μακριά κόμη, ούτε γαλανά μάτια, σφραγίζοντας με την υποτονική ερμηνεία του άλλο ένα αιρετικό παζολινικό αριστούργημα.
Ο Ενρίκε Ιραζοκούι ήταν 19 ετών όταν τον επέλεξε ο Ιταλός διανοητής για την ταινία του. Με Ισπανό πατέρα και Ιταλίδα μητέρα, από εύπορη οικογένεια της Καταλονίας, είχε βρεθεί στην Ιταλία για πολιτικούς λόγους. Η ιστορία λέει πως ο νεαρός φοιτητής των Οικονομικών που συμμετείχε σε διαδήλωση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος εντυπωσίασε τον Παζολίνι με το μελαμψό, μεσογειακό και ολότελα αντιχολιγουντιανό παρουσιαστικό του, αλλά εντυπωσιάστηκε και ο ίδιος από την πρόταση του σκηνοθέτη: να υποδυθεί τον Χριστό ως έναν ξυπόλυτο λαϊκό χωριάτη και όχι ως μία εξιδανικευμένη, «ελκυστική» φιγούρα. Τόσο πολύ μάλιστα πόνταρε πάνω του ο Παζολίνι, ώστε την ασχετοσύνη του με την υποκριτική την κάλυψε με το να τον ντουμπλάρει στη φωνή ο μεγάλος Ιταλός θεατράνθρωπος και κινηματογραφικός ηθοποιός Ενρίκο Μαρία Σαλέρνο – ο ίδιος που είχε ντουμπλάρει και τον Κλιντ Ίστγουντ στην ιταλόφωνη βερσιόν των τριών περίφημων γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, την ίδια περίοδο. Παρ' όλα αυτά, ο Παζολίνι χρησιμοποίησε τον Σαλέρνο στα πολύ γενικά πλάνα με τις διδαχές του Ιησού, εν αντιθέσει με τα πιο κοντινά, στα οποία ο Ιραζόκουι μιλούσε με τη δική του φωνή.
Ο Ιραζόκουι, έτσι όπως υποδύθηκε τον Χριστό, δεν ήταν ο Παντογνώστης Θεάνθρωπος ούτε καν ο Επαναστάτης Θαυματοποιός. Ήταν, πολύ απλά, ένας Θεός πληβείος μεταξύ πληβείων, ένας κομμουνιστής μεταξύ κομμουνιστών, του φτωχού λαού εν προκειμένω, που για πρώτη φορά κάποιος τού μιλούσε για δίκαιη κατανομή του πλούτου και κυρίως για αγάπη.
Παραδόξως, και εδώ αποδεικνύεται το μεγαλείο του Παζολίνι, ο Ιραζόκουι έπαιξε εκπληκτικά στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο». Μια ερμηνεία φυσική, νατουραλιστική σχεδόν, δίχως την υπερβολή και τον μελοδραματισμό που θα επιδείκνυαν οι Χριστοί στο σινεμά τα επόμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του σημαντικού Μαξ φον Σίντοου. Ο Ιραζόκουι, έτσι όπως υποδύθηκε τον Χριστό, δεν ήταν ο Παντογνώστης Θεάνθρωπος ούτε καν ο Επαναστάτης Θαυματοποιός. Ήταν, πολύ απλά, ένας Θεός πληβείος μεταξύ πληβείων, ένας κομμουνιστής μεταξύ κομμουνιστών, του φτωχού λαού εν προκειμένω, που για πρώτη φορά κάποιος τού μιλούσε για δίκαιη κατανομή του πλούτου και κυρίως για αγάπη. Ο Παζολίνι, απ' την άλλη, αγαπούσε πολύ τη νεότητα και το πολιτικοποιημένο φοιτηταριό της εποχής. Πίστευε ακράδαντα πως οι νέοι θα σώσουν τον κόσμο ή τουλάχιστον διατηρούσε μαζί τους την ίδια ελπίδα, όντας απογοητευμένος ήδη από τότε που έβλεπε τους λαϊκούς πρώην εραστές του να μετατρέπονται σε συμβιβασμένους μικροαστούς. Κι αν πάλι υπήρχε υποδόριο ερωτικό θέλγητρο πίσω απ' την επιλογή του να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο μιας εξαρχής ριψοκίνδυνης ταινίας του σε έναν εντελώς άσχετο «ηθοποιό», η ιστορία της Τέχνης τον δικαίωσε απόλυτα, όπως δικαιολογεί πάντα την αθωότητα και την αγνότητα στις προθέσεις του εκάστοτε καλλιτέχνη. Άλλωστε, το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», φτιαγμένο σαν ένα νεορεαλιστικό ημιντοκιμαντέρ, δεν διέθετε στην ουσία κανένα σενάριο. Ο Παζολίνι ακολουθούσε κατά πόδας την αφήγηση του Ευαγγελιστή Ματθαίου, βάζοντας στα χείλη των ηθοποιών του τις δικές του «ατάκες».
Ο Ιραζόκουι αυτοπροσώπως έδωσε μια συνέντευξη το 2003 στην εφημερίδα των σκακιστών «Chess News» (θα δούμε παρακάτω τη σχέση του με το σκάκι), στην οποία μίλησε εκτενώς για τον Παζολίνι και το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο»: «Το 1964, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο, ήμουν ο μόνος που μιλούσε ιταλικά και γι' αυτό με έστειλαν στην Ιταλία να συναντήσω συμμάχους στο κοινό μέτωπο κατά του φασισμού. Μου είπαν να περάσω οπωσδήποτε από το σπίτι ενός ποιητή. Εκεί, στο καθιστικό του, άρχισα να εκφωνώ μια πολιτική ομιλία μου από καρδιάς κι εκείνος άρχισε να με προσέχει χωρίς να με διακόπτει καθόλου. Στο τέλος, το μόνο που μου είπε ήταν ότι μπορούσε να έρθει στην Ισπανία για να μας βοηθήσει, αρκεί να του έκανα μια χάρη κι εγώ: "Θα μπορούσες να παίξεις σε μια ταινία μου;". Μου εξήγησε ότι την τελευταία διετία τον απασχολούσε το γύρισμα μιας ταινίας για τον βίο του Χριστού από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου και ότι αναζητούσε ηθοποιό για τον κεντρικό ρόλο. Μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα και με δύο κουβέντες που του είπα, ο Παζολίνι πείστηκε πως βρήκε τον πρωταγωνιστή του».
Ο Ιραζόκουι αρχικά ήταν επιφυλακτικός. «Έχω σημαντικότερα πράγματα να κάνω, όπως η θέσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αυτές ήταν οι «δύο κουβέντες» του που έκαναν τον Παζολίνι να πιστέψει πως απέναντί του είχε πράγματι τον Χριστό και όχι απλώς έναν ακτιβιστή φοιτητή. Μεγάλο ρόλο στην αποδοχή της πρότασης έπαιξε και η επιστήθια φίλη του Παζολίνι, συγγραφέας, ποιήτρια και θεατρική μεταφράστρια Έλσα Μοράντε. Εκείνη έπεισε τελικά τον Ιραζόκουι να παίξει στην ταινία και όχι μόνο αυτό − μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1985, ήταν και δική του επιστήθια φίλη. Του είχε δώσει να καταλάβει πως το πρότζεκτ του Παζολίνι ήταν κάτι διαφορετικό, δεν είχε καμία σχέση με τα χολιγουντιανά Πάθη του Χριστού που ουδόλως τον ενδιέφεραν. Ακόμα, τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως το Ευαγγέλιο ήταν ένα σύμβολο της καταπιεστικής Εκκλησίας της Ισπανίας και όφειλε να αντιδράσει σ' αυτό μέσω της πρωτότυπης ευκαιρίας που του δόθηκε! Με λίγα λόγια, η ευφυής Μοράντε, σε συνεννόηση με τον Παζολίνι, φρόντισε να τονώσει το επαναστατικό του φρόνημα. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Ιραζόκουι θα δήλωνε σχετικά: «Δεν ήταν και τόσο έντονο το συναίσθημα από το γεγονός ότι υποδυόμουν τον Χριστό στα 19 μου. Το πιο έντονο συναίσθημα είχε να κάνει με το ότι από τη μια μέρα στην άλλη γινόμουν από γόνος μιας οικογένειας Ισπανών μπουρζουάδων, μέρος της Ρώμης του Παζολίνι και των ανθρώπων που ανακάλυπταν μια καινούργια ζωή. Για μένα, το να είμαι ο Χριστός ή ο πρωταγωνιστής σε ένα γουέστερν ήταν το ίδιο!».
Τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν κατά κόρον στην Καλαβρία, χωρίς ο Ιραζόκουι να έχει ιδιαίτερη αίσθηση του τι ακριβώς γινότανε. Στα διαλείμματα συνομιλούσε με τους φίλους του ή έπαιζε ποδόσφαιρο σαν ένα οποιοδήποτε άλλο παιδί της ηλικίας του, μέχρι που άναβαν τα φώτα και ο Παζολίνι έλεγε το γνωστό: «Πάμε πλάνο!». Τότε ο Ιραζόκουι άλλαζε αμέσως και γινόταν ο Χριστός, αλλά πάλι μέσα από την αίσθηση που είχε, και του μετέδιδε ο Παζολίνι, για τον ρόλο του Χριστού. Ο Χριστός του Παζολίνι, ενσαρκωμένος από τον Ιραζόκουι, δεν είχε μακριά τα μαλλιά του. Το πρόσωπό του ήταν σκιασμένο στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ και δεν είχε καν μακριά γένια, αν και αξύριστος. Κι είναι σχεδόν σίγουρο πως ο νεαρός ερασιτέχνης ηθοποιός πραγματικά δεν θα ξεχώριζε τον Ιησού από έναν... πιστολέρο, στο πλαίσιο πάντα ενός κινηματογραφικού χαρακτήρα, αν δεν τον συνέπαιρνε η ατμόσφαιρα της φτωχής Καλαβρίας με όλες αυτές τις φάτσες των ερασιτεχνών ηθοποιών που επίσης χρησιμοποίησε ο Παζολίνι. Εκείνοι ήταν που με τις μαύρες κάπες τους τού ζητούσαν να επιτύχει κάποιο θαύμα για τους ίδιους, αρνούμενοι την ίδια στιγμή να αποδεχτούν πως δεν επρόκειτο για τον Υιό του Θεού αλλά για έναν απλό συνάνθρωπό τους. Επίσης, οι ίδιοι ήταν που του έκαναν παρατήρηση να μην καπνίζει στα γυρίσματα, αφού δεν ήταν δυνατόν ο Ιησούς Χριστός να έβαζε τσιγάρο στο στόμα του! Αφελείς άνθρωποι, λαϊκοί χωριάτες, απ' αυτούς που συμπαθούσε ο Παζολίνι (όπως και ο δικός μας Σταύρος Τορνές), οι οποίοι συνέβαλαν, ασυνείδητα ενδεχομένως, στην τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία του εγχειρήματος. Μάλιστα, για τη σκηνή της Σταύρωσης, για την οποία θα χρειάζονταν απαραιτήτως κομπάρσοι, ο σκηνοθέτης έστειλε τους συνεργάτες του στα πέριξ εργοστάσια για να του βρουν φορτηγατζήδες κι εργάτες! Έτσι, μπορούμε να λέμε σήμερα, 53 χρόνια μετά την πραγματοποίηση της ιδιόμορφης αυτής ταινίας, πως το θαύμα δεν το 'κανε κανένας Ιησούς αλλά ο Παζολίνι, και πάλι με την οξυδέρκειά του!
Η ταινία ολοκληρώθηκε και κέρδισε την υποψηφιότητα για το Χρυσό Λιοντάρι στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Τελικά, απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, εφόσον το Χρυσό Λιοντάρι δόθηκε στην αριστουργηματική «Κόκκινη Έρημο» του Αντονιόνι. Υπήρξαν αντιδράσεις αρχικά από την Καθολική Εκκλησία, κυρίως ως προς το πρόσωπο του δημιουργού, ενός «κομμουνιστή και ομοφυλόφιλου σκηνοθέτη». Οι αντιδράσεις αυτές όμως κάμφθηκαν όταν η ταινία κέρδισε το Βραβείο της Καθολικής Εκκλησίας για τον Κινηματογράφο και προβλήθηκε πανηγυρικά μες στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας των Παρισίων. Αντιδράσεις, όμως, υπήρξαν και από την αριστερά που δεν είδε με θετικό μάτι την ενασχόληση ενός «δικού» της ανθρώπου, του Παζολίνι, με το «μεγαλύτερο παραμύθι του κόσμου». Χαρακτηριστικό είναι πως σε εκείνη την προβολή της στην Παναγία των Παρισίων ο Ζαν-Πολ Σαρτρ συνάντησε τον Παζολίνι και του είπε: «Ο Στάλιν αποκατέστησε έως και τον Ιβάν τον Τρομερό. Οι μαρξιστές δεν είναι ακόμα έτοιμοι να αποκαταστήσουν τον Χριστό!».
..................................................................................................................................................................
Ο Ενρίκε Ιραζόκουι παρέμεινε στην Ιταλία για κάποιο διάστημα, συνεχίζοντας να δραστηριοποιείται πολιτικά, αλλά και να 'χει... αλλεργία στα εκκλησιαστικά, αφού, όντας 20 ετών, είχε νωπά ακόμα τα κηρύγματα της φραγκισκανικής Εκκλησίας του τόπου του. Μέχρι σήμερα, που έχει φτάσει αισίως 73 ετών, δηλώνει αγνωστικιστής και πως δεν ξέρει πολλά για τα Ευαγγέλια. Ανατρέχω ξανά σ' εκείνη τη συνέντευξή του στη «Chess News» από το 2003 και δανείζομαι τα δικά του λόγια: «Δεν ξαναδιάβασα το Ευαγγέλιο και η ιστορία μου κάνει κύκλους, σαν να την έγραψε ο Μπόρχες! Κάθομαι στο ίδιο τραπέζι εδώ και χρόνια, τα δόντια μου και τα μαλλιά μου έχουν πέσει, αλλά όλοι εξακολουθούν να με ρωτάνε για την ίδια ιστορία (σ.σ. της ταινίας του Παζολίνι)». Η αλήθεια είναι όμως πως αντιμετώπισε προβλήματα με το καθεστώς του Φράνκο όταν επέστρεψε στην Ισπανία. Η αστυνομία τού αφαίρεσε το διαβατήριο επειδή έπαιξε σε ένα «μαρξιστικό φιλμ», παραβλέποντας το ότι το συγκεκριμένο φιλμ είχε την αποδοχή της Καθολικής Εκκλησίας. Λογικό από μια μεριά: για μια σκληρή δικτατορία, ο Ιραζόκουι δεν ήταν ένας ηθοποιός, ένας καλλιτέχνης ή ο πρωταγωνιστής μιας εγνωσμένου κύρους ταινίας αλλά ένας αναρχικός ταραξίας.
Λογικό επίσης ήταν ο Ιραζόκουι να γίνει περιζήτητος ηθοποιός στη γενέτειρα του. Το 1966 έμελλε να παίξει σε ακόμη δύο ταινίες, άγνωστες στη χώρα μας, της περίφημης "Σχολής της Βαρκελώνης". Η μία λεγόταν "Noche de vino tinto" σε σκηνοθεσία του Χοσέ Μαρία Νούνες με συμπρωταγωνίστρια του την Ιταλίδα Σερένα Βεργκάνο: Ένα ρομαντικό δράμα, η ιστορία της Έλλα και του Τσίκο, που γυρνάνε από μπαρ σε μπαρ κατά τη διάρκεια μιας νύχτας και γνωρίζουν σε βάθος τους εαυτούς τους. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στην Ισπανία στα τέλη Μαρτίου του 1967 και σημείωσε μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς βγήκε στις ισπανικές αίθουσες η δεύτερη ταινία πάλι με το δίδυμο Ενρίκε Ιραζόκουι - Σερένα Βεργκάνο. Λεγόταν "Dante no es unicamente severo" κι ήταν ένα ψυχολογικό δράμα για την ιδιόμορφη σχέση ενός ζευγαριού, σκηνοθετημένο αυτή τη φορά από τους Γιασίντο Έστεβα - Χοακίμ Χόρντα. Ο Ιραζόκουι συναντήθηκε ξανά με την κινηματογραφική υποκριτική το 1992 στην ισπανική πολιτική ταινία του Χάιμ Καμίνο "El largo invierno". Εκεί πρωταγωνιστής ήταν ο Βιττόριο Γκάσμαν και η συμμετοχή του Ιραζόκουι περιορίστηκε σε ένα μικρό, αλλά κομβικό ρόλο. Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, δέχτηκε να εμφανιστεί ξανά στη μεγάλη οθόνη, εφόσον του άρεσε το σενάριο, μια αναδρομή στις δύσκολες μέρες του ισπανικού φασιστικού καθεστώτος. Έκτοτε, ο Ιραζόκουι δεν είπε το οριστικό αντίο στον κινηματογράφο και όπως ήθισται με τους πραγματικά μεγάλους ηθοποιούς πρόθυμα στήριξε κινηματογραφιστές νεότερης γενιάς. Τελευταία καταγεγραμμένη κινηματογραφική του εμφάνιση είναι στη μικρού μήκους ταινία "El aullido" το 2009 σε σκηνoθεσία του Καταλανού σκηνοθέτη και εικαστικού Φρεντερίκ Αμάτ.
Στο περιθώριο όλων αυτών και καθώς τα χρόνια περνούσαν από το ''Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο'' και μετά, ο Ιραζόκουι βρέθηκε τέλη της δεκαετίας του 1970 να μένει στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ, συνδυάζοντας τις οικονομικές με τις ανθρωπολογικές επιστήμες και τη λογοτεχνία. Τότε ήταν, το 1979, που αγόρασε δύο από τους πρώιμους κομπιούτερ και άρχισε να παίζει σκάκι. Γρήγορα βαρέθηκε την όλη διαδικασία. «Ήταν τόσο κακοί συμπαίκτες οι κομπιούτερ», θα πει πολλά χρόνια μετά, «ώστε προτιμούσα να τους παρακολουθώ να παίζουν σκάκι οι δυο τους!». Διόλου τυχαίο το ότι αυτό το είπε ένας άνθρωπος που έμελλε να «τρέχει» τα προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών για παρτίδες σκάκι παγκοσμίως!
Σήμερα ο Ιραζόκουι ζει στο Καδακές της Καταλονίας, σε έναν τόπο που αναγνωρίζει απλώς ως «νησί» και όχι ως «μέρος της υπόλοιπης Ισπανίας». Συχνάζει στο καφέ όπου δίνει ακόμη όλες αυτές τις συνεντεύξεις για τη συμμετοχή του στην ταινία του Παζολίνι. Στο ίδιο καφέ, που λειτουργεί και ως λέσχη σκακιστών, είχε την τύχη να προλάβει εν ζωή τον Γάλλο ντανταϊστή Μαρσέλ Ντισάν (1887-1968) με τη σύζυγό του και να παίξουν περισσότερες από μία παρτίδες σκάκι. Το ίδιο συνέβη και με τον Αμερικανό συνθέτη και φιλόσοφο Τζον Κέιτζ (1912-1992), επίσης δεινό σκακιστή.
Ο Ιραζόκουι παραδίδει μαθήματα ηλεκτρονικού σκακιού, «προετοιμάζοντας» τα διεθνή αστέρια του πνευματικού αυτού σπορ. Άλλωστε, από τη στιγμή που το σκάκι τον απορρόφησε, δεν έπαψε να το θεωρεί κατεξοχήν πνευματική εργασία και να του αποδίδει έως και ποιητικές ιδιότητες. Λεπτομέρεια: αρχές του 2000 ο Ενρίκε Ιραζόκουι ήταν ο διαιτητής στο ματς μεταξύ του Ρώσου κορυφαίου σκακιστή Βλαντίμιρ Κράμνικ και του γερμανικού προγράμματος «Fritz Chess» που εξέδωσε η βάση δεδομένων του «Chess Base». Το εν λόγω ματς, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβρη του 2002 στο Μπαχρέιν, θεωρείται ιστορικής σημασίας για τον χώρο του παγκόσμιου σκακιστικού αθλητισμού και έληξε με σκορ 4-4!
Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του Ενρίκε Ιραζόκουι που στα 20 του υποδύθηκε τον Ιησού Χριστό στην πιο άθεη χριστιανική ταινία που έγινε ποτέ και στα ώριμα χρόνια του εξελίχθηκε σε ειδήμονα και δάσκαλο του ηλεκτρονικού σκακιού. Κλείνω, ξαναγυρνώντας στον Πιερ Πάολο Παζολίνι: όταν τον ρώτησαν σε press conference το 1966 πώς αυτός, ένας άθεος, καταπιάστηκε με τα Θεία, απάντησε το εξής: «Αν εσείς με χαρακτηρίζετε άπιστο, τότε πιθανώς να με γνωρίζετε καλύτερα απ' ότι εγώ τον εαυτό μου. Είμαι άπιστος, ναι, αλλά ένας άπιστος που νοσταλγεί μια πίστη». Την ίδια πίστη τελικά που ο πρωταγωνιστής του μπορεί να μη βρήκε ποτέ στα Ευαγγέλια αλλά στο πιο δημοφιλές σπορ μεταξύ των διανοούμενων: το σκάκι.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 5.4.2018