Ο Πίνο Κακούτσι είναι ένας τεχνίτης, ιδανικός κατασκευαστής ατμόσφαιρας και χαρακτήρων» έγραφε ο Φεντερίκο Φελίνι για τον στενό φίλο και συνεργάτη του. Από πολύ νεαρή ηλικία ο Ιταλός συγγραφέας είχε αρχίσει να δοκιμάζει την πένα του στη συγγραφή σεναρίων προτού τα αφήσει όλα και μεταβεί στο Μεξικό για να ξεκινήσει μια μεγάλη περιπέτεια στη Λατινική Αμερική. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1988, οπότε έγραψε ένα τρομερό βιβλίο για το ποδόσφαιρο στο Μεξικό – κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera με τον τίτλο Σαν Ισίδρο Φούτμπολ σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Προσωπικός φίλος του Τάιμπο και μεταφραστής του στην Ιταλία, ο Κακούτσι δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί ως προς τον τρόπο γραφής του, που συνδυάζει την περιπέτεια, το συναίσθημα και το χιούμορ. Βαθύς γνώστης της λατινοαμερικανικής κουλτούρας και λάτρης των λαϊκών της συμβόλων, δεν μπορούσε παρά να ασχοληθεί με οτιδήποτε ανέδειξε η αχανής γη των διαρκών επαναστάσεων, από το ποδόσφαιρο και τους αναρχικούς ηγέτες έως τις τέχνες και τη Φρίντα Κάλο.
Η βιογραφία της σπουδαίας Μεξικανής ζωγράφου, την οποία συνέγραψε προσφεύγοντας σε διαφορετικούς τρόπους γραφής –ένα θεατρικό σε μορφή μονολόγου, σκόρπια σχόλια και σκέψεις μαζί με ένα κείμενο γραμμένο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση–, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο Φρίντα Κάλο - Viva La Vida σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια. Ο Κακούτσι είχε μάλιστα την τύχη να απολαύσει τη φιλοξενία της Φρίντας Κάλο, την οποία είχε γνωρίσει, όπως λέει ο ίδιος στο βιβλίο, «στα πρώτα ταξίδια μου στο Μεξικό, όταν περνούσα μέρες ολόκληρες στο μεγάλο Μπλε Σπίτι, ρουφώντας τον αέρα, παρατηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια που θα μπορούσε να με βοηθήσει να φανταστώ τις μέρες και τις νύχτες της ανεπανάληπτης ενοίκου του».
Αυτήν τη Φρίντα ερωτεύτηκε και προσπάθησε να την περιγράψει είτε αυτόνομα μέσα από τις σκέψεις της και τις ημερολογιακές αναφορές της είτε μαζί με τον άντρα που τη σημάδεψε για πάντα, τον Ντιέγκο Ριβέρα. Όσο για το θεατρικό που περιλαμβάνεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου σε μορφή μονολόγου, ανέβηκε το 2009 υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τζόρτζιο Γκαλιόνε με πρωταγωνίστρια την Κιάρα Μούτι. Αφιερώνοντας το βιβλίο του αποκλειστικά στη Φρίντα ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι ουσιαστικά ολοκληρώνει μια ολόκληρη τριλογία «αφιερωμένη στις γυναίκες που πρωταγωνίστησαν στο Μεξικό κατά την εξαιρετικά έντονη, μετεπαναστατική, δημιουργική περίοδο: η Τίνα Μοντότι και η Νάουι Ολίν γνώρισαν και συναναστράφηκαν τη Φρίντα, παρά τα έντονα πολιτικά πάθη και τις ατομικές επιλογές της καθεμιάς, που τις χώρισαν τελικά για πάντα».
«Το μόνο που ξέρω είναι ότι ζωγραφίζω γιατί το χρειάζομαι να ζωγραφίζω ό,τι μου περνά από τον νου, χωρίς να νοιάζομαι για τίποτε άλλο».
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Ανάμεσα στη μέρα που η Φρίντα συνάντησε τον Ντιέγκο και ψιθύρισε εκείνη την αλλόκοτη υπόσχεση που ηχούσε μάλλον σαν αλόγιστη πρόσκληση και στη μέρα του γάμου τους είχαν περάσει μόλις τέσσερα χρόνια. Στο μεταξύ, είχε μεσολαβήσει το ατύχημα, ο διαμελισμός του καλοκαμωμένου της κορμιού, οι αποτυχημένες επεμβάσεις, οι γύψοι και οι νάρθηκες, η θαυμαστή ανάρρωσή της, που τη θέλησε και την κατάφερε με τη λυσσασμένη αγάπη της για τη ζωή. Η Φρίντα δεν γαντζωνόταν στη Ζωή από τον φόβο για τον Θάνατο, για την Πελόνα που τη χλεύαζε στα λόγια και με το πινέλο στους μουσαμάδες της, κάθε άλλο: ως κατεξοχήν θυγατέρα του Μεξικού, τη Φρίντα τη χαρακτήριζε το μείγμα μοιρολατρίας και ακατάβλητης ζωτικότητας που χαρακτήριζε τον τόπο της, σημείο συνάντησης των αντιφάσεων του κόσμου, όπου η υπερβολή συνυπάρχει με την αρμονία και οι αντιθέσεις είναι τόσο υπερβολικά έντονες που μένεις έκθαμβος. Η Φρίντα δεν «ήθελε» να ζήσει, αλλά «ζούσε» σε πείσμα της μοίρας, έχοντας επίγνωση καθημερινά ότι αναλώνεται γοργά σαν το λαμπάδιασμα που λάμπει εκτυφλωτικά σε σχέση με το αργοσβήσιμο της ανθρακιάς.
Ντιέγκο και Φρίντα: ο Ελέφαντας και η Περιστέρα. Ο Ντιέγκο Ριβέρα ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, απίστευτα άσχημος και εμφανώς κακοφτιαγμένος, απολύτως τεράστιος και ακόμα περισσότερο όταν εκείνη στεκόταν δίπλα του. Ο Ντιέγκο είχε πίσω του μια εποχή της ζωής του που την είχε περάσει στην Ευρώπη – όπου είχε φτάσει το 1907, τη χρονιά που γεννήθηκε η Φρίντα: τη φιλία του με τον Πικάσο, τον Απολλιναίρ, τη Γερτρούδη Στάιν: μια πρώτη Ρωσίδα σύζυγο, την οποία λάτρευε και τον εγκατέλειψε στο Παρίσι: μια δεύτερη γυναίκα, τη Λούπε Μαρίν, άγρια όμορφη και μανιασμένη όπως μόνο μια προδομένη Μεξικάνα μπορεί να είναι. Όταν παντρεύτηκε τη Φρίντα, ο Ντιέγκο βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Ήταν ο τοιχογράφος που εκτιμούσαν και θαύμαζαν περισσότερο σε μια χώρα που αγαπούσε την τέχνη εξίσου με τις επαναστάσεις. Η πολιτική στράτευση του Ντιέγκο τροφοδοτούσε την τέχνη του και τροφοδοτούνταν από αυτήν: όπως οι άλλοι μεγάλοι τοιχογράφοι, ο Ορόσκο, ο Σικέιρος, ζωγράφιζε νωπογραφίες προκειμένου το έργο να παραμείνει στη διάθεση όλων, σε δημόσια κτίρια, σχολεία, πανεπιστήμια, στο αίθριο ή στην κεντρική σκάλα ενός προεδρικού μεγάρου απ' όπου περνάει ο κόσμος όλος, ενώ ο πίνακας, άπαξ και πουληθεί, γίνεται ιδιωτική ιδιοκτησία των λίγων. Ο Ντιέγκο, μέγας γνώστης του Τζιόττο και του Μιχαήλ Άγγελου, είχε τελειοποιήσει τις τεχνικές προετοιμασίες των τοίχων, γι' αυτό τα χρώματά του, ύστερα από τόσες δεκαετίες, παραμένουν αναλλοίωτα. Ο Ντιέγκο ήταν επίσης ένας εξαιρετικός αφηγητής. Οι τοιχογραφίες του είναι ένα ταξίδι στην ιστορία και στην ανθρωπογεωγραφία του Μεξικού, μια σπαρακτική, παθιασμένη, οδυνηρή αφήγηση που πάλλεται από αγανάκτηση για όλες τις βαναυσότητες που η χώρα έχει υποφέρει, αλλά χωρίς καμία τάση θυματοποίησης, και η ομορφιά της αναβλύζει από τις αρχέγονες ρίζες και την αναφορά της στους πιο ταπεινούς και πιο αυθεντικούς ανθρώπους που, πάνω απ' όλα, είναι περήφανοι για την ίδια τους την ταυτότητα. Τα έργα του δεν μπορεί κανείς απλώς να τα κοιτάξει, η παλλόμενη δύναμή τους τον αιχμαλωτίζει στις φωτεινές, πολυφωνικές ιστορίες του.
Η Φρίντα εμφανώς κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Η Φρίντα μετατρέπει τον πόνο σε τέχνη, ζωγραφίζει τον εαυτό της και τον μικροσκοπικό –αλλά βαθύ και απύθμενο σαν άβυσσο– κόσμο της, το άμεσο περιβάλλον της. Ενώ ο Ντιέγκο απεικονίζει τον ορατό κόσμο στην καθολικότητά του, η Φρίντα ζωγραφίζει τις σκέψεις που ενσαρκώνονται, τις ψυχικές διαθέσεις που γίνονται μορφές και χρώματα: αυτός διερμηνεύει έναν λαό και τη μακριά και ταραγμένη ιστορία του: εκείνη την αμεσότητα της βιωμένης και φανταστικής εμπειρίας, ζωή και φαντασία γίνονται ένα, μπαίνει η μία μέσα στην άλλη και τη βασανίζει. Η αυτοπροσωπογραφία είναι η αυτοβιογραφία της. Προτιμά την ένταση από το εύρος, συμπυκνώνει σε μικρούς πίνακες λεπταίσθητα σχεδιασμένους με πινέλα ζιμπελίνας τη δύναμη της ζωής που νικά τον πόνο, ταυτίζεται με τη γη της και αποκαλύπτει στις χίλιες δύο λεπτομέρειες στους πίνακές της τη μύχια ουσία της mexicanidad, μιας φιλοσοφίας Ζωής και Θανάτου, που αλληλοχλευάζονται, με τη Φρίντα στη μέση να τους ξεγελά και τους δύο.
«Το μόνο που ξέρω είναι ότι ζωγραφίζω γιατί το χρειάζομαι να ζωγραφίζω ό,τι μου περνά από τον νου, χωρίς να νοιάζομαι για τίποτε άλλο».
Της άρεσε να αυτοπροσδιορίζεται ως la gran ocultadora (η μεγάλη αποκρυφίστρια), ίσως γιατί έκρυβε την αγιάτρευτη μελαγχολία που την κατέκλυζε κάτω από μια μεταδοτική ευθυμία, αλλά στους πίνακές της δεν κρύβεται και δεν ξεγελάει. Εκεί βλέπουμε «ό,τι της περνά από τον νου», χωρίς μάσκες, με την ειρωνεία να κυριαρχεί στιγμές στιγμές, αντίδοτο στην αυτολύπηση. Η Φρίντα ζωγράφιζε πολύ καιρό πριν παντρευτεί τον Ντιέγκο και χρησιμοποίησε ίσως τους πίνακές της ως πρόσχημα για να προσεγγίσει τον Βάτραχο –όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά– στο Μπλε Σπίτι της, στο Κογιοακάν. Εκείνος συγκινήθηκε πραγματικά, σε σημείο που αργότερα έγραψε: «Έβλεπες έναν ζωγραφικό αισθησιασμό, μαζί με μια ανελέητη αλλά ευαίσθητη παρατηρητικότητα... Ήταν καθαρό ότι το κορίτσι αυτό ήταν πραγματική καλλιτέχνις». Είχε προσπαθήσει να της το πει, αλλά αυτή τον είχε πάραυτα διακόψει απότομα: «Άσε τα κομπλιμέντα. Θέλω σοβαρή κριτική».
..............................................................................................................................
Η σχέση της Φρίντα Κάλο με τον Τρότσκι, όπως περιγράφεται στο βιβλίο
Παρ' ότι ο Ντιέγκο υπήρξε γενικός γραμματέας του Μεξικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η στράτευσή του στον κομμουνισμό ανταποκρινόταν περισσότερο σε ένα ρομαντικό ιδεώδες και δεν αφορούσε τόσο την οργάνωση και το Κόμμα. Όταν τον κατηγόρησαν ότι εισέπραττε χρήματα και αναγνώριση για τις υπηρεσίες του από την αστική κυβέρνηση, επειδή οι τοιχογραφίες του πληρώνονταν όντως από το δημόσιο χρήμα –ότι συνέχεε για άλλη μια φορά τους πόρους της κοινότητας με τη γενναιοδωρία της πολιτικής εξουσίας–, έστησε μια γκροτέσκα φάρσα για να γελοιοποιήσει τη μοχθηρία των διωκτών του: δίκασε και διέγραψε τον ίδιο του τον εαυτό από το Κόμμα, σαν να ήθελε έτσι να δείξει πόσο πολύ άχρηστοι ήταν τάχα οι κομμουνιστές γραφειοκράτες. Η Φρίντα έφυγε και αυτή από το Κόμμα, στο οποίο είχε προσχωρήσει καθαρά για τυπικούς λόγους, και παρέμειναν και οι δύο κομμουνιστές στην καρδιά και στη συμπεριφορά τους. Έπειτα, όταν ο Τρόσκι, όπως και αναρίθμητοι άλλοι πολιτικά διωκόμενοι από ολόκληρο τον κόσμο, έφτασε κι αυτός στο Μεξικό –τη μόνη χώρα που τους χορηγούσε άνευ όρων άσυλο–, ο Ντιέγκο έπαιξε στην υπόθεσή του πρωταγωνιστικό ρόλο: έπεισε τον πρόεδρο Λάσαρο Κάρδενας, οργάνωσε το ταξίδι και την υποδοχή του, και ο γερο-Λέων κατέλυσε στο μεγάλο Σπίτι... Παρά τα εξήντα χρόνια μιας ζωής απλόχερα ξοδεμένης, ο Τρότσκι διατηρούσε στο ακέραιο την επιθυμία να σαγηνεύσει και τη λαχτάρα να κατακτήσει. Η Φρίντα δεν τον βρήκε αξιολύπητο, αντίθετα τον άφησε να την πλησιάσει και να τη γοητεύσει με τη φλόγα των ιδανικών του που είχαν προδοθεί –από τον σταλινισμό–, αλλά δεν είχαν χαθεί: με τους ατελείωτους παράφορους λόγους, ακόμη και με την τρυφερότητα των ερωτικών επιστολών που της έβαζε κρυφά μες στα βιβλία της... που κάποιες στιγμές την αποσβόλωναν, τη διασκέδαζαν και μαζί την τάραζαν με κάποιες σαφέστατα τολμηρές προτάσεις τους που άρμοζαν σε έναν έφηβο παρασυρμένο από τις ορμόνες του, αλλά καθώς ήταν γραμμένες από εκείνον κατέλυαν το όριο ανάμεσα στον ερωτισμό και την πορνογραφία. Η Φρίντα καμάρωνε που ο «γερο-Λέων» δεν είχε νου παρά μόνο για κείνην, αλλά και γιατί ήταν επίσης ο πλέον λεπτός τρόπος να πάρει μια μυστική και καταδική της εκδίκηση, αντίποινα για τη σχέση του Ντιέγκο με την Κριστίνα: ποια καλύτερη εκδίκηση από τον έρωτα που έτρεφε γι' αυτήν το πολιτικό είδωλο του Ντιέγκο; Και μάλιστα μες στο σπίτι της Κριστίνα, όπου συναντιούνταν για να κρατήσουν τα προσχήματα –παρ' ότι την ιδιαίτερη αυτή σχέση την έμαθε πολύ σύντομα ο κόσμος όλος, η Φρίντα δεν ήθελε να θίξει τον πολυαγαπημένο της Ντιέγκο– διαιωνίζοντας την αμφιβολία για την πραγματική φύση της σχέσης τους.
Με το βασανισμένο της κορμί, με τη μορφίνη για τον κατευνασμό του σωματικού πόνου και το μπουκάλι το μπράντι πάντα εύκαιρο πλάι της, με τη ζωτικότητά της να εξαρτάται πια αποκλειστικά από τη θέλησή της και μόνο, παρά τα μεγάλα διαστήματα που περνούσε στο κρεβάτι ή στην πολυθρόνα της, η Φρίντα συνέχιζε να ζωγραφίζει και να ξετρελαίνει όλους εκείνους στους οποίους παραδινόταν: τι έκρυβε μέσα της και όταν αποφάσιζε να αφήσει τους άντρες που αγαπούσε –έστω και για λίγο– ένιωθαν ένα ανυπόφορο αίσθημα κενού; Όταν άκουσε τη Φρίντα να του λέει ότι μόνο η φιλία και η ιδεολογική συμπόρευση τους ένωνε, ο Τρότσκι, ο εξηντάχρονος ζωντανός θρύλος της επανάστασης, ο ακαταπόνητος αγκιτάτορας παρά την εξορία του, σαν να έχασε το νόημα της ίδιας του της ύπαρξης, μέχρι που της έγραψε μια επιστολή εννέα σελίδων, εξορκίζοντάς την να μην τον αφήσει. Όπως παρακαλάει ένα νεαρό αγόρι στον πρώτο χωρισμό του.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Τρότσκι θα γλιτώσει σαν από θαύμα όταν οι δολοφόνοι του Στάλιν θα προσπαθήσουν να τον δολοφονήσουν, αλλά θα υποκύψει στη συνέχεια στα χτυπήματα του μυστικού πράκτορα Ραμόν Μερκαντέρ. Στο Μπλε Σπίτι στο Κογιοακάν, που έχει μείνει όπως ακριβώς ήταν όταν το κατοικούσε η Φρίντα, ο «ξένος» επισκέπτης παρατηρεί σήμερα τα αναρίθμητα ενθυμήματα του αγώνα και των πολιτικών ιδανικών που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, συνυφασμένα με τα πολιτιστικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά ενθύμια, διαβάζει την επιστολή ΖΗΤΩ ΣΤΑΛΙΝ πλάι στους ήρωες της Επανάστασης, τον Εμιλιάνο Ζαπάτα και τον Πάντσο Βίγια, και γνωρίζοντας ότι εκείνη ήξερε πως ο Στάλιν έβαλε να σκοτώσουν τον Τρότσκι, εύκολα θεωρεί ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι υπάρχει κάποια αντίφαση. Αλλά δεν είναι έτσι. Κατά πρώτο λόγο, πρέπει κανείς να γνωρίζει τη mexicanidad, αυτό το αρμονικά χαοτικό κράμα αισθημάτων το οποίο περικλείει τις αναρίθμητες διαφορές των μεξικανικών λαών: και να γνωρίζει επίσης τη Φρίντα, γυναίκα παθιασμένη, που σε όλη της τη ζωή πίστευε σε ένα αγνό ιδανικό, σε έναν ρομαντικό κομμουνισμό, έναν ενστικτώδη αναρχισμό που στεκόταν σε ό,τι καθαρό και ειλικρινές σημαίνουν τα σύμβολα, έχοντας επίγνωση ότι οι άνθρωποι πάντα καταφέρνουν να μετατρέψουν τα όνειρα σε εφιάλτες. Και αυτό το ΖΗΤΩ Ο ΣΤΑΛΙΝ μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ως μια άγρια προβοκάτσια σε μια εποχή όπου το «σύμβολο Στάλιν» χρησιμοποιούνταν ως φόβητρο των ορθώς σκεπτόμενων.
Αν βρισκόταν ακόμη πάνω σ' αυτήν τη γη, η Φρίντα θα αφιέρωνε μια αυτοπροσωπογραφία της στον Μάρκος, όπως είχε αφιερώσει μία στον Τρόσκι, κι εμείς, οι ξένοι, θα συνεχίζαμε να την καταλαβαίνουμε. Όπως δεν υπήρχε καμία αντίφαση όταν ο Ντιέγκο ζωγράφιζε τοιχογραφίες με δημόσια χρήματα ή όταν αποδεχόταν μια παραγγελία από το Κέντρο Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης, διαμαρτυρόμενος προσωπικά για την ιμπεριαλιστική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Και η Φρίντα τον καταλάβαινε και τον στήριζε γιατί τα έργα του Ντιέγκο Ριβέρα θα έμεναν έτσι στους αιώνες, να τα βλέπει όλος ο κόσμος, και δεν θα κλείνονταν σε μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές, αλλά θα ήταν εκτεθειμένα σε δημόσιους χώρους: έτσι, ενώ οι κυβερνήτες περνούν και χάνονται, και η εξουσία αλλάζει ή καταρρέει και κατεδαφίζεται, τα έργα του θα ήταν πάντα εκεί, να μας εξιστορούν τα εγκλήματα και τις κατακτήσεις, τις αδικίες και τις συναρπαστικές εξεγέρσεις, την τυραννισμένη διαδρομή μιας ανθρωπότητας πονεμένης, χαρούμενης, απεγνωσμένης, αραιά και πού ευτυχισμένης.
Η Φρίντα επίσης δεν ένιωθε ότι αντιφάσκει με τον εαυτό της όταν δεχόταν –σπανίως, είναι αλήθεια– να ζωγραφίσει έναν πίνακα κατά παραγγελία ή κατόπιν απλού αιτήματος ενός «πλούσιου Αμερικανού αστού», αλλά το έκανε αν ένιωθε ότι κάπως την αφορά: όπως όταν ζωγράφισε την Αυτοκτονία της Ντόροθυ Χαίηλ. Την Ντόροθυ Χαίηλ να ρίχνεται από έναν ουρανοξύστη, τυλιγμένη σε μπαμπακένια σύννεφα, ανακουφισμένη λες από τον πόνο της ψυχής της, κι έπειτα πεσμένη κάτω, στον δρόμο, το παραδομένο σώμα της, το πανέμορφο πρόσωπό της, επιτέλους γαλήνιο με το βλέμμα καρφωμένο σε εκείνον που κοιτάζει τον πίνακα, τα μάτια ανοιχτά στον κόσμο στους αιώνες. Όταν είδε τον πίνακα η Κλαιρ Μπουθ, μια φίλη της Ντόροθυ που ήθελε να «τιμήσει την καημένη τη μικρούλα», έπαθε κρίση υστερίας: ήταν έτοιμη να τον σκίσει με το ψαλίδι, αλλά τελικά αρκέστηκε να τον αρνηθεί, δηλώνοντας δημοσίως ότι δεν είχε ποτέ παραγγείλει αυτό το φρικτό πράγμα. Από τη στιγμή που δεν μπορούσε να καταλάβει καθόλου το Μεξικό, δεν μπορούσε να καταλάβει βέβαια και αυτό τον πίνακα, φορτισμένο με έναν πόνο κοινό και μοιρασμένο, μια κατανόηση για εκείνον που θέλει να δώσει τέλος σε ένα μαρτύριο ανυπόφορο πλέον –και ήταν απόφαση αποκλειστικά της Ντόροθυ το όριο πέρα από το οποίο θα έπαυε πια να το αντέχει–, άρα ο πίνακας αυτός δεν θα την τιμούσε απλώς, εξέφραζε μια βαθιά τρυφερότητα από την πλευρά μιας εξαιρετικά ευαίσθητης γυναίκας που ήταν σε θέση να καταλάβει όλα όσα η Ντόροθυ πέρασε πριν, κατά και μετά την πτήση αυτή από τον ουρανοξύστη. Τη γαλήνη και την ηρεμία, τις οποίες συχνά σκεφτόταν και η ίδια η Φρίντα, όταν αναρωτιόταν καθημερινά ποιο ήταν το όριο πέρα από το οποίο θα άξιζε να αφεθεί στην αγκαλιά της Πελόνας.
Γιατί έτσι ήταν η Φρίντα: «Μια βόμβα τυλιγμένη σε μεταξωτή κορδέλα», όπως την όρισε ο Αντρέ Μπρετόν. Αντάρτισσα σε κάθε της κίνηση και ανατρεπτική σε κάθε της σκέψη, πυρετωδώς όμορφη με μια ομορφιά που πολλοί δεν την καταλάβαιναν. Η Φρίντα με τη βαθιά φωνή και το εκρηκτικό γέλιο, η Φρίντα με τα διαπεραστικά, αιώνια ολοζώντανα μάτια, που δεν έκλεισαν ποτέ και συνεχίζουν να μας καρφώνουν όταν την κοιτάζουμε στις αυτοπροσωπογραφίες της: όπως το «ζωγράφισε» στο ημερολόγιό της λίγο πριν από τις 13 Ιουλίου του 1954: «Θα συνεχίσω να σου γράφω για τα μάτια μου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 10.5.2017