Ένας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα ! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
(1897) Εκδόσεις Ίκαρος
H Λένα Κιτσοπούλου λέει γιατί διάλεξε αυτό το ποίημα:
«Μου θυμίζει πολύ τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν από τα πρώτα ποιήματα που άκουσα γιατί μου το έλεγε η μάνα μου. Φαίνεται το αγαπούσε ιδιαίτερα και μου το πρωτοείπε ένα βράδυ. Σε τι ηλικία ακριβώς δε θυμάμαι, αλλά μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα του παιδικού μου δωματίου, όπως και του παλιού μου σπιτιού. Είναι και το μόνο ποίημα που ξέρω απ' έξω. Είναι συγκινητικό ούτως ή άλλως.»
Επιμέλεια: Χρήστος Παρίδης
σχόλια